Η φετινή χρονιά για την αγορά του ελαιολάδου έχει εξελιχθεί με το χειρότερο δυνατό τρόπο τόσο για τους Κρητικούς ελαιοπαραγωγούς, όσο και για τους ελαιοπαραγωγούς της υπόλοιπης Ελλάδας.
Το λάδι, πωλείται σε εξαιρετικά χαμηλή τιμή, αγγίζοντας τα δεδομένα που είχαν διαμορφωθεί το 2012. Μιλάμε για ελάχιστες αγοραπωλησίες σε τιμή αξιοπρεπή, ακόμη και για τα πολύ ποιοτικά ελαιόλαδα, τα οποία μπορεί να είναι λιγότερα σε ποσότητα, όμως ακόμη και φέτος παράγονται.
Ελαιοπαραγωγός από τη Μεσαρά, μιλώντας στο voucherergasia.gr αναφέρει ότι παρά το γεγονός ότι η Ομάδα παραγωγών στην οποία ανήκει ως μέλος, παράγει εκατοντάδες τόνους λαδιού, εξαιρετικής ποιότητας, εντούτοις δυσκολεύεται να τον προωθήσει στην αγορά.
«Δυστυχώς φέτος η κατάσταση είναι δύσκολη με πολλά εμπόδια. Ο ελαιοπαραγωγικός κόσμος πρέπει να στηριχθεί άμεσα και μακροπρόθεσμα, γιατί σύμφωνα με τα μηνύματα που υπάρχουν και η επόμενη χρονιά θα είναι δύσκολη. Ο ανταγωνισμός έχει ανέβει. Έχουν μπει στο «παιχνίδι» πολλές χώρες που παράγουν ολοένα και περισσότερο λάδι, αλλάζοντας το χάρτη. Και όλα αυτά την ώρα που εμείς απλά ακολουθούμε τις εξελίξεις», επισημαίνει ο ίδιος.
Μέσα σε όλα αυτά χθες είχαμε και μια ευρεία σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στην Περιφέρεια Κρήτης για το δάκο.
Μια σύσκεψη που συγκάλεσε ο Αντιπεριφερειάρχης Πρωτογενή Τομέα Μανόλης Χνάρης με κύριο θέμα συζήτησης το φετινό πρόγραμμα δακοκτονίας, το διαγωνισμό και την εξεύρεση λύσεων για την αποτελεσματικότερη εκτέλεσή του. Ενα θέμα – αυτό της δακοκτονίας- που επιτέλους πρέπει να λυθεί, μέσα από την ανάληψη της διαχείρισης του εξ ολοκληρου από την Περιφέρεια Κρήτης
Και αυτό γιατί η προσβολή από το δάκο κατά κύριο λόγο, με την παράλληλη παρουσία πληθώρας μυκητολογικών αιτίων σε συνδυασμό με την υψηλή υγρασία και θερμοκρασία την περίοδο του Φθινοπώρου, έφεραν τα φετινά προβλήματα στην παραγωγή ελαιολάδου στην Κρήτη, με μικρή παραγωγή και υποβαθμισμένη ποιότητα.
Αυτό έδειξαν τα αποτελέσματα των εργαστηριακών αναλύσεων που έγιναν με
πρωτοβουλία της Περιφέρειας Κρήτης, και τη συνεργασία του Ινστιτούτου Ελιάς Υποτροπικών Φυτών- και Αμπέλου, του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου και του Μπενάκειου Φυτοπαθολογικού Ινστιτούτου.