Πλήρης είναι η ακινησία στην αγορά του ελαιολάδου στην Κρήτη, όπως και στις υπόλοιπες ελαιοπαραγωγικές περιοχές της Ελλάδας.
Όσες πράξεις καταγράφονται, γίνονται αποσπασματικά και μεμονωμένα με την τιμή των ελαιοπαραγωγών που καταφέρνουν να δώσουν έστω κάποια ποσότητα λαδιού να μην ξεπερνά τα 2.40 ευρώ (αναλόγως της ποιότητας).
Ο κανόνας όμως είναι η απραξία και η αδιαφορία για το μέλλον των ποσοτήτων λαδιού που είναι εδώ και μήνες αποθηκευμένες σε αποθήκες και δεξαμενές αγροτών και εμπόρων.
Στη διάρκεια της χθεσινής συνεδρίασης του ΔΣ της ΕΑΣΗ τέθηκε ξανά το όλο ζήτημα. Συζητήθηκε για μια ακόμη φορά η στάση του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, που δεν έχει λάβει ακόμη καμία ουσιαστική απόφαση στην κατεύθυνση της στήριξης των ελαιοπαραγωγών.
«Υπάρχει η ίδια στάσιμη κατάσταση. Υπήρξε κάποια στιγμή εν μέσω καραντίνας, μια μεγάλη αυξηση στη ζήτηση και στην τυποποίηση του, όμως αυτή τη στιγμή είναι σε επίπεδα χαμηλότερα των περσινών», επισημαίνει το μέλος του ΔΣ της ΕΑΣΗ, Μιχάλης Καμπιτάκης.
Όπως αναφέρει ο ίδιος το λάδι είναι πλέον αποθηκευμένο, με τα μηνύματα να είναι δυσοίωνα, μιας και κινήσεις εσωτερικού δεν πραγματοποιούνται.
Το πλήγμα που έχει δεχτεί ο ελαιοκομικός κλάδος πανελλαδικά, αντικατοπτρίζεται και εκτός Κρήτης. Χαρακτηριστική ειναι η περίπτωση του Συνεταιρισμού Μαλέων, που είναι ένας από τους καλύτερους σε παραγωγή και εμπορία προϊόντων και αυτή τη στιγμή έχει αποθηκευμένη μια ποσότητα ελαιολάδου (έξτρα παρθένου), της τάξης των 600 τόνων, χωρίς να ξέρει τι να το κάνει.
Όνειρο το…2,40
Κάποιες μεμονωμένες κινήσεις που έγιναν στην αγορά, η τιμή των οποίων έφτασε τα 2,40, χαρακτηρίστηκαν ονειρικές! «Όταν μιλάμε για μια μέση τιμή της τάξης των 2 ευρώ ή 2.10, τότε η τιμή των 2.40 μπορεί να χαρακτηριστεί πολύ καλή. Εχουμε φτάσει δυστυχώς σε τιμές που είχαμε να δούμε εδώ και 15 χρόνια», καταλήγει ο κ. Καμπιτακης.
Μπορεί λοιπόν να αντιληφθεί κανείς τι σηματοδοτεί αυτή η κατάσταση ως προς την οικονομική δυνατότητα των ελαιοπαραγωγών, την οικονομική τους κατάσταση και φυσικά το μέλλον τους. Μια κατάσταση η οποία εχει φυσικά αντίκτυπο και στην τοπική Οικονομία, καθώς η ρευστότητα που είναι το ζητούμενο για τους τοπικούς επιχειρηματίες λόγω του αγροτικού εισοδήματος, έχει συρρικνωθεί σε μέγιστο βαθμό.
Μιλάμε εν τέλει για έναν κλάδο που έχει πληγεί τα τελευταία χρόνια ειδικά σε βαθμό ανεπανόρθωτο, αφού – παρά τις επανειλημμένες κρούσεις από την πλευρά τους προς την εκάστοτε κυβέρνηση – δεν έχει προχωρήσει ένας στρατηγικός σχεδιασμός για τη στήριξη τους.
Ανδρέας Κριτσωτάκης