Άρθρο του Σταύρου Καραϊνδρου
Το αίσιο τέλος της πολύμηνης περιπέτειας του Μιχάλη Λεμπιδάκη συνοδεύτηκε από ένα μεγάλο αίσθημα ανακούφισης, τόσο από πλευράς της οικογενείας του όσο και από πλευράς της κοινής γνώμης που παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα τις εξελίξεις, ωστόσο συνοδεύτηκε και από μία προσπάθεια -που περιέχει λίγο και από πανικό- να “καθαρίσει” η εικόνα της Κρήτης, να μη βγει προς τα έξω πως το νησί αποτελείται από εγκληματίες και βαρυποινίτες.
Δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο. Δεν χρειάζεται όλη αυτή η αυθόρμητη και συνάμα συντονισμένη προσπάθεια για να αποδειχθεί το αυτονόητο. Αυτοί που απήγαγαν τον Ηρακλειώτη επιχειρηματία είναι η εξαίρεση, είναι μία μικρή μαύρη κηλίδα στο απέραντο γαλάζιο της Κρήτης. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από, αυτό που λέμε στην καθομιλουμένη, η κακή παρένθεση.
Η Κρήτη φυσικά και δεν είναι οι εγκληματίες. Τα άτομα με αμαρτωλό παρελθόν και κατάμαυρο παρόν. Δεν είναι αυτοί που φρόντισαν να κρατήσουν αιχμάλωτο έναν άνθρωπο με σκοπό το κέρδος. Δεν είναι αυτοί που ντρόπιασαν την Κρήτη. Είναι μία μικρή μειοψηφία που δεν είναι ικανή να χαλάσει την εντύπωση που έχουν οι Έλληνες για έναν περήφανο τόπο.
Η Κρήτη είναι το χαμόγελο του Μιχάλη Λεμπιδάκη. Το καθαρό και ανακουφισμένο πρόσωπό του. Είναι η δύναμη ψυχής που επέδειξε τους 6 μήνες που ζούσε στο σκοτάδι, απομονωμένος, μακριά από τους δικούς του, ζώντας καθημερινά τον εφιάλτη της επόμενης μέρας. Θα υπάρξει; Κι αν ναι, πώς θα είναι αυτή;
Η Κρήτη είναι η αγκαλιά που άνοιξε από τον κόσμο, τους απλούς πολίτες, για να υποδεχθεί τον άνθρωπο που αποτελεί τη σημαία της υπομονής, της αντοχής, της καθαρής συνείδησης.
Δεν χρειάζεται να ανησυχούν οι Κρήτες. Δεν χρειάζεται να έχουν το άγχος μην κηλιδωθεί η εικόνα τους προς τα έξω. Η υπόθεση απαγωγής του Μιχάλη Λεμπιδάκη πέρασε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, έγινε μία κακή ανάμνηση, μία ιστορία θάρρους, υπομονής, υπερηφάνειας και δύναμης.
Άπαντες θα κρατήσουν τα καλά, θα φιλτράρουν όσα άφησε πίσω της η ιστορία και θα κρατήσουν ως σημείο αναφοράς τη στάση της οικογένειας Λεμπιδάκη, του ίδιου του θύματος, των δημοσιογράφων και φυσικά της Ελληνικής Αστυνομίας που δούλευε αθόρυβα για να φτάσει στην απελευθέρωση του ομήρου και να γράφει ο επίλογος. Οπως στις ταινίες, η τελευταία σκηνή είχε happy end.