Του Θοδωρή Γεωργακόπουλου (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
Έχουμε την ευκαιρία να κατορθώσουμε κάτι σπουδαίο. Εσείς που διαβάζετε, εγώ, και οι υπόλοιποι που ζούμε σ’ αυτή την όμορφη κι αλλοπρόσαλλη χώρα. Αντιμέτωποι με μια τεράστια κρίση, ένα παγκόσμιο γεγονός που όλοι μας θα το θυμόμαστε για πάντα, το οποίο είναι ακόμα στην αρχή του, έχουμε ακόμα το περιθώριο και τις προϋποθέσεις να πετύχουμε κάτι δύσκολο, επώδυνο μα καταπληκτικό.
Τι είναι αυτό που κάνουμε όλοι μαζί τις τελευταίες ημέρες; Αλλάζουμε τις ζωές μας για να επιβραδύνουμε την εξάπλωση του νέου κορωνοϊού στην Ελλάδα. Το πάρκινγκ απέναντι από το γραφείο μου, μεσημέρι εργάσιμης, είναι μισο-άδειο. Τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς μεταφέρουν πολύ λιγότερο κόσμο, εκδηλώσεις και ομιλίες έχουν όλες ακυρωθεί ή αναβληθεί, οι χειραψίες έχουν καταργηθεί, τα αντισηπτικά έχουν εξαφανιστεί από τα ράφια των σούπερ μάρκετ. Το κράτος ανακοινώνει καινούργια μέτρα κάθε μέρα. Ως τώρα έχει κλείσει τα σχολεία, τις παιδικές χαρές, τους παιδότοπους, τα δικαστήρια, τα φροντιστήρια, τα θέατρα, τα σινεμά, τα γυμναστήρια, τα κέντρα διασκέδασης και τους χώρους πολιτιστικών εκδηλώσεων. Η παρέλαση της 25ης Μαρτίου έχει ακυρωθεί. Ο Εθνικός Μηχανισμός Διαχείρισης Κρίσεων έχει ενεργοποιηθεί. Αναλυτικές οδηγίες σε απλά ελληνικά για το θέμα ανεβαίνουν στο site του ΕΟΔΥ εδώ και εβδομάδες. Προσλαμβάνονται άμεσα 2000 νοσηλευτές και υπάλληλοι για να ενισχυθεί το ΕΣΥ. Τα κινητά μας βουίζουν από το μήνυμα του 112. Ανακοινώνονται ακόμα και ευπρόσδεκτα απροσδόκητα μέτρα, όπως η δήμευση από το κράτος της αιθυλικής αλκοόλης που έχει κατάσχει η ΑΑΔΕ για να χρησιμοποιηθεί για την παρασκευή αντισηπτικών. Πέραν κάποιων αξιοσημείωτων εξαιρέσεων, η ζωή δεν προχωρά σα να μη συμβαίνει τίποτε. Συμβαίνει κάτι. Οι ζωές μας έχουν αλλάξει. Τις αλλάζουμε προσαρμοζόμενοι, άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο, σε μια νέα κατάσταση και σε μια -ακόμα θολή- κοινή προσπάθεια. Αλλά ποια προσπάθεια; Τι είναι αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε όλοι μαζί απέναντι στην πανδημία του Covid-19;
Έχει σημασία να το αντιλαμβανόμαστε μαζί, εφόσον το παλεύουμε μαζί: προσπαθούμε να βοηθήσουμε δύο ομάδες ανθρώπων. Αφ’ ενός τους νοσηλευτές και τους γιατρούς του Εθνικού Συστήματος Υγείας στις επόμενες πολύ δύσκολες εβδομάδες, και αφ’ετέρου τους ασθενείς που θα χρειάζονται ιατρική υποστήριξη και εντατική θεραπεία για να ζήσουν -όχι μόνο τους ασθενείς-φορείς του κορωνοϊού, αλλά όλους τους βαριά ασθενείς στην Ελλάδα. Αυτός ο στόχος είναι πολύ σαφής. Ξέρουμε πάρα πολύ καλά τι προσπαθούμε να πετύχουμε. Έχουμε δίπλα μας ένα τρανταχτό παράδειγμα αποτυχίας. Προσπαθούμε να μην αντιμετωπίσουμε την τραγωδία που αντιμετωπίζει σήμερα η Ιταλία.
Τις προάλλες μίλησα με τον Γκαμπριέλε Σπολεντίνι, χειρούργο στο Policlinico Gemelli, το μεγαλύτερο νοσοκομείο της Ρώμης και ένα από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης.
“Εμείς ήμασταν οι πρώτοι που χτυπηθήκαμε στην Ευρώπη”, μου είπε, “και δεν είχαμε σωστή εικόνα για το φαινόμενο. Δεν είχαμε πραγματική εικόνα για το τι είχε συμβεί στην Κίνα τον Ιανουάριο. Τις πρώτες ημέρες μετά τα πρώτα κρούσματα υπήρχε ανησυχία, αλλά μετά η ανησυχία μειώθηκε, με την ευθύνη και των πολιτικών, που φοβούνταν για τις επιπτώσεις στην οικονομία”.
Πράγματι, λίγο μετά την επιβολή των πρώτων μέτρων στην Ιταλία εμφανίστηκαν ηχηρές φωνές που αμφισβητούσαν τη χρησιμότητά τους και τα χαρακτήριζαν υπερβολικά. Ο εκεί ΣΕΒ και τα συνδικάτα εξέφρασαν δημόσια τις επιφυλάξεις τους. Το Μιλάνο είναι το οικονομικό κέντρο της Ιταλίας, η ανησυχία για την οικονομία ήταν μεγάλη. Φτιάχτηκε ακόμα και σχετικό hashtag στο Twitter, το #Milanononsiferma, στο πνεύμα των ανυπότακτων δικών μας καρναβαλιστών της Πάτρας. “Να επανέλθει η κανονικότητα”, απαιτούσε ο Λουτσιάνο Φοντάνα, διευθυντής της Corriere della Serra, σε πύρινο κύριο άρθρο του στις 28 Φεβρουαρίου, μόλις μία εβδομάδα μετά τη λήψη των πρώτων μέτρων. “Βρεθήκαμε σε μία κατάσταση από την οποία πρέπει να βγούμε όσο πιο σύντομα γίνεται” έγραφε, με ομολογουμένως αξιοσημείωτη σιγουριά. “Είναι ώρα να πούμε ‘αρκετά’ σε τέτοιες συμπεριφορές, σε τέτοιες αποφάσεις, που προκαλούν πανικό και ενδέχεται να προκαλέσουν ζημιά που θα πληρώνουμε για πολύ καιρό”. Παρακάτω το άρθρο του υποστήριζε ότι η χώρα πρέπει να μπει σε μια νέα περίοδο με ηπιότερα μέτρα που “δεν θα προκαλέσουν περισσότερη ζημιά στη χώρα από ότι είναι απαραίτητο”. Τότε η Ιταλία είχε ακόμα 650 κρούσματα και 17 νεκρούς. Καθώς η συζήτηση για το αν τα μέτρα είναι πραγματικά απαραίτητα συνεχιζόταν, αυτά τα νούμερα άρχισαν να αυξάνονται δραματικά. Μια εβδομάδα μετά, τα κρούσματα είχαν εξαπλασιαστεί. “Μόνο όταν συνειδητοποίησαν ότι η ασθένεια θα χτυπήσει όλα τα νοσοκομεία άρχισαν να κλείνουν τα πάντα”, μου είπε ο Γκαμπριέλε Σπολεντίνι.
Έγιναν κι άλλα λάθη στην Ιταλία. “Ένα από τα προβλήματα ήταν η έλλειψη συντονισμού ανάμεσα στις περιφέρειες, που έχουν την ευθύνη για το σύστημα υγείας, και την κεντρική κυβέρνηση”, μου είπε ο Μάνος Ματσαγγάνης, που είναι καθηγητής στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου. “Όταν απαγορεύτηκαν οι απευθείας πτήσεις από την Κίνα, Ιταλοί επιχειρηματίες που είχαν ξεμείνει εκεί επέστρεφαν μέσω Παρισιού, Μονάχου ή Λονδίνου και δεν τους εξέταζε κανένας”. Βεβαίως, αυτά τα λάθη δεν οφείλονται σε ανικανότητα ή αφέλεια αλλά, κυρίως, σε ατυχία. Η Ιταλία είχε την ατυχία να είναι η πρώτη. “Δεν ξέρω πόσο πιο αταλάντευτη, άμεση και έγκαιρη θα ήταν η αντίδραση των άλλων δυτικών χωρών, εάν η επιδημία είχε ξεσπάσει πρώτα εκεί”, λέει ο Μάνος Ματσαγγάνης. “Υποψιάζομαι όχι πολύ”.
Η Λομβαρδία, όπου βρίσκεται το Μιλάνο και όπου έχουν εμφανιστεί τα περισσότερα κρούσματα της επιδημίας, είναι μια περιφέρεια της Ιταλίας με πληθυσμό λίγο μικρότερο από της Ελλάδας. Είναι μια πλούσια περιοχή, με ένα από τα καλύτερα συστήματα υγείας της Ευρώπης. Σήμερα αυτό το σύστημα έχει γονατίσει. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές υπάρχουν 605 ασθενείς από τον κορωνοϊό σε μονάδες εντατικής θεραπείας στα νοσοκομεία της Λομβαρδίας, σε σοβαρή ή κρίσιμη κατάσταση. Θέλω εδώ να σας δώσω ένα συγκριτικό νούμερο. Ολόκληρη η Ελλάδα, σύμφωνα με μια πρόσφατη καταγραφή, έχει 557 λειτουργικές μονάδες εντατικής θεραπείας. Συνολικά. Οι οποίες σε κανονικές συνθήκες, άνευ κορωνοϊού, είναι γεμάτες με βαριά ασθενείς και εγχειρισμένους. Δεν επαρκούν ακόμα και σε περιόδους ηρεμίας. Δεν ξέρω αν χρειάζεται να εξηγήσω τι σημαίνει αυτό.
Η κρίση που έχει προκαλέσει η επιδημία του κορωνοϊού σε σχεδόν όλες τις χώρες του κόσμου, πια, δεν είναι μόνο τα χιλιάδες κρούσματα αλλά, κυρίως, η ξαφνική ασφυκτική πίεση στα συστήματα υγείας. “Πριν την κρίση”, λέει ο Μάνος Ματσαγγάνης, “το σύστημα υγείας της Λομβαρδίας δεσμευόταν ότι σε περίπτωση έκτακτου περιστατικού το ασθενοφόρο έφτανε σε οκτώ λεπτά. Μια εβδομάδα μετά τη λήψη των πρώτων μέτρων, ο υπεύθυνος του συστήματος υγείας της Λομβαρδίας παραδεχόταν ότι ο μέσος χρόνος έφτανε, πια, τη μία ώρα”.
14 ημέρες μετά από αυτή τη δήλωση και μετά από το απίστευτο άρθρο του κ. Φοντανά, τώρα που γράφω αυτά εδώ τα λόγια, η Ιταλία έχει πια 15.113 κρούσματα και 1.016 νεκρούς και, πλέον, έχει μπει ολόκληρη σε καραντίνα. Στη Λομβαρδία κανείς δεν ξέρει πόση ώρα κάνει, πια, να φτάσει το ασθενοφόρο, αν φτάνει. Στη Ρώμη, όπου η κατάσταση είναι συγκριτικά πιο ήρεμη (στην επαρχία Λάτσιο υπάρχουν μόνο 20 άτομα σε μονάδες εντατικής θεραπείας) ετοιμάζονται για τις επόμενες δύσκολες ημέρες. “Έχουμε αδειάσει ένα ολόκληρο κτίριο στο συγκρότημα του νοσοκομείου για να φιλοξενήσουμε τα κρούσματα που θα έρθουν”, λέει ο Δρ. Σπολεντίνι. Κανείς πια δεν αμφισβητεί τη σοβαρότητα της κατάστασης και κανένας δεν διαμαρτύρεται πια για τα μέτρα. “Μετά την αρχική αμφιταλάντευση”, λέει ο Μάνος Ματσαγγάνης, “το πολιτικό σύστημα, ο Τύπος και η κοινή γνώμη αντέδρασαν αρκετά γρήγορα, αρκετά αποτελεσματικά, και αρκετά πειθαρχημένα”. Την περασμένη Κυριακή ο κ. Φοντάνα της Corriere della Serra έγραψε άλλο, εντελώς διαφορετικό άρθρο, χαιρετίζοντας τον ηρωισμό των νοσηλευτών και των γιατρών και καλώντας τους αναγνώστες να “ακούνε τους ειδικούς”.
Εμείς μπορεί να έχουμε πολύ χειρότερο σύστημα υγείας από τη Λομβαρδία, μπορεί να έχουμε και μια παρόμοια νοοτροπία ανυπακοής και απειθαρχίας με τους Ιταλούς, αλλά έχουμε κάποια άλλα προτερήματα. Πρώτα απ’ όλα, δεν ήμασταν οι πρώτοι. Επιπλέον (ίσως παραδόξως) έχουμε πολιτική συναίνεση για το θέμα. Κανένας πολιτικός ή κοινωνικός φορέας δεν αμφισβητεί την ανάγκη για μέτρα, κανένας δεν διαμαρτύρεται όταν αυτά ανακοινώνονται. Το hashtag που φτιάξαμε εμείς είναι το #ΜένουμεΣπίτι. Επίσης, από ό,τι φαίνεται κοιτάζουμε προσεκτικά τι κάνουν άλλες χώρες και παίρνουμε τα αντίστοιχα μέτρα σχετικά νωρίς. Στη Φινλανδία, που έχει παρόμοιο αριθμό κρουσμάτων με την Ελλάδα αλλά το μισό πληθυσμό, την ώρα που σας γράφω ακόμα δεν έχουν κλείσει τίποτε. Στις ΗΠΑ η αντιμετώπιση του φαινομένου είναι σοκαριστικά αργή, άναρχη και αλλοπρόσαλλη. Αυταρχικά καθεστώτα όπως της Ρωσίας και της Τουρκίας (και της Κίνας, για σχεδόν ένα μήνα στην αρχή), αγνοούν ή κρύβουν το πρόβλημα. Εμείς έχουμε και κάτι άλλο: χρόνο. Σύμφωνα με τα διαγράμματα των ειδικών, είμαστε δύο εβδομάδες πίσω από την Ιταλία -ίσως λίγο παραπάνω. Είναι αρκετός χρόνος για να αλλάξουμε την καμπύλη. Αλλά τα επόμενα μέτρα που πρέπει να ληφθούν είναι πολύ δύσκολα και οι αλλαγές που πρέπει να ανεχτούμε στις ζωές μας είναι πολύ μεγαλύτερες από ό,τι έχουμε δεχτεί ως τώρα. Σύντομα θα πρέπει να κλείσουν τα πάντα, όπως ήδη συμβαίνει αλλού. Θα πρέπει να πειθαρχήσουμε σε ακόμα περισσότερους περιορισμούς. Και θα χρειαστεί να ενισχυθεί πολύ περισσότερο η δυνατότητα του κράτους να κάνει εξετάσεις στον πληθυσμό για τον ιό, που ακόμα στην Ελλάδα γίνονται σε πολύ περιορισμένο βαθμό.
Αν όμως τα καταφέρουμε, αν κάνουμε την υπομονή που χρειάζεται για όσο χρειαστεί, υπακούοντας στους ειδικούς με πειθαρχία και σοβαρότητα, τότε ίσως κατορθώσουμε κάτι για το οποίο θα αξίζουμε να είμαστε περήφανοι. Την ώρα που κάποιες χώρες δεν προλαβαίνουν να μετρούν νεκρούς, άλλες, με μεγάλες προσπάθειες και υπερβάσεις, φαίνεται πως καταφέρνουν να εξομαλύνουν τις συνέπειες. Πρέπει να γίνουμε μία από τις δεύτερες, να καταφέρουμε όλοι μαζί να βοηθήσουμε τους νοσηλευτές και τους γιατρούς μας και να σώσουμε εκατοντάδες ή χιλιάδες ζωές γιαγιάδων και παππούδων, αλλά και όσων άλλων χρειαστούν ιατρική φροντίδα τις επόμενες εβδομάδες. Δεν είναι καθόλου εύκολο. Τελείως αλώβητοι δεν υπάρχει περίπτωση να βγούμε. Θα χρειαστεί να ξεβολευτούμε, να υποστούμε πλήγματα, οικονομικά, προσωπικά και άλλα. Αλλά δεν είναι, δα, και καμία θυσία. Η λέξη “θυσία” προϋποθέτει μια μόνιμη απώλεια χωρίς κάποιο κέρδος. Υπάρχει μια άλλη, πολύ καταλληλότερη λέξη για να περιγράψει αυτό που καλούμαστε να κάνουμε όλοι εμείς τώρα. Όπως μου το έθεσε και ο γιατρός από τη Ρώμη, “το να αναβάλλετε πλήρως την κοινωνική σας ζωή για λίγες εβδομάδες είναι η καλύτερη επένδυση που μπορείτε να κάνετε αυτή τη στιγμή”.