Παρά τις δραματικές προειδοποιήσεις, τόσο του Σωτήρη Τσιόδρα όσο και του Κυριάκου Μητσοτάκη, η εγκατάλειψη της Αθήνας προς την επαρχία, εν μέσω κρίσης κορωνοϊού, συνεχίστηκε.
Τι έβλεπες το πρωί της Παρασκευής; Αντί για άδειους δρόμους, γεμάτα καράβια. Αντί για άδειους δρόμους, γεμάτες Εθνικές. Εκατοντάδες, χιλιάδες τα αυτοκίνητα. Ο Έλληνας αποφάσισε να επαναπατριστεί, να πάει στο χωριό, στο νησί, στους γονείς. Στους παππούδες και τις γιαγιάδες.
Ο Έλληνας νομίζεις ότι είμαστε σε διακοπές. Λες και είναι Πάσχα. Ωραίος ο καιρός, λιακάδα, πάμε μία βόλτα στην εξοχή.
Ο εχθρός είναι έξω και αόρατος. Ο εχθρός είναι ο κορωνοϊός, αλλά ο Έλληνας δεν φοβάται και… ξανά προς τη δόξα τραβά.
Ο κλασικός ο μαλάκας ο Ελληνας. Ναι αυτός. Σκληρό, ωμό, ακατάλληλο δια ανηλίκους, αλλά αληθινό.
Μη βγαίνεις από το σπίτι. Όχι θα βγω. Βρε, μείνε στο σπίτι σου. Όχι, θα βγω, είμαι ελεύθερος πολίτης. Βρε, για καλό στο λέω. Όχι, εγώ θα βγω και ας πεθάνω. Ρε, θα κολλήσουμε όλοι. Έλα, μωρέ, τι θα γίνει αν βγω μία ωρίτσα στον καθαρό αέρα.
Όχι. Δεν υπάρχει σωτηρία. Ο Έλληνας θα παραμείνει ανεύθυνος και ανεκδιήγητος. Όχι. Σωτηρία δεν θα υπάρχει ούτε με την απαγόρευση κυκλοφορίας. Με την απαγόρευση συγκεκριμένων μυαλών, ίσως.
Μέχρι τότε, πολεμάμε τον αόρατο εχθρό όπως μόνο εμείς ξέρουμε. Χωριό, φραπεδιά, βολτούλες, λιακάδα.
Και εις άλλα με υγεία. Μπα…