Άρθρο του Νίκου Φελέκη
Η επιστροφή του Παύλου Πολλάκη στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν και ότι καλύτερο θα μπορούσε να συμβεί στον Τσίπρα. Το πιθανότερο είναι πως η Κουμουνδούρου στην πορεία προς τις εκλογές θα το πληρώσει αφού ΝΔ και ΠΑΣΟΚ δεν θα μπορούσαν να βρουν καλύτερο γεγονός για να κατηγορήσουν την αξιωματική αντιπολίτευση αφενός ότι το μετριοπαθές προφίλ που φιλοτεχνούσε το τελευταίο διάστημα δεν ήταν πραγματικό και αφετέρου πως το διαζύγιο με τον «πολλακισμό» ήταν μουσαντένιο. Το λάθος της ηγεσίας της Κουμουνδούρου είναι ότι πίστεψε όσους υποστήριζαν πως η απουσία του Πολλάκη από τα ψηφοδέλτια θα στερήσει ψήφους από αριστερά στον ΣΥΡΙΖΑ. Και είναι λάθος επειδή ο «πολλακισμός» αποτελεί άρνηση της αριστεράς. Η στοχοποίηση ανθρώπων, ο ρατσιστικός λόγος, οι προγραφές των αντιπάλων και ο κουτσαβακισμός δεν συνιστούν προοδευτική πολιτική, είναι βαθιά αντιδραστική. Και σίγουρα είναι απωθητική στο μετριοπαθές κομμάτι της κοινωνίας, ακόμη και στη νεολαία που επιθυμεί γνήσιες ριζοσπαστικές ιδέες και όχι κορδακισμούς και κούφιες απειλές για να αυξάνονται τα «λάϊκ» στο τουίτερ και στο φεϊσμπουκ. Μάλιστα, κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι αποτελεί και θρασυδειλία να στοχοποιείς ονομαστικά δημοσιογράφους -από τους οποίους ορισμένοι μπορεί όντως να είναι «αλήτες» και «ρουφιάνοι»- και να μην τολμάς να τα βάλεις ή έστω να αναφέρεις τους ιδιοκτήτες των Μέσων στα οποία εργάζονται. Είναι εύκολο να τα βάζεις με υπαλλήλους, αλλά όχι και με τα αφεντικά τους.
Η επιστροφή Πολλάκη ζημιώνει τους πάντες στον ΣΥΡΙΖΑ. Όχι μόνον τον Τσίπρα, αλλά και όλες τις εσωκομματικές τάσεις αφού όλοι τους, χωρίς καμμία εξαίρεση, συμφώνησαν να επιστρέψει τροπαιοφόρος ο Πολλάκης. Δίνει επιχειρήματα στους αντιπάλους και εισάγει την εσωστρέφεια από το παράθυρο στην Κουμουνδούρου. Και το χειρότερο όλων είναι πως την υπόσχεση που έδωσε ο Πολλάκης στον αρχηγό του και στα μέλη της Πολιτικής Γραμματείας δεν πρόκειται να την τηρήσει. Ο Πολλάκης είναι ο σκορπιός στον μύθο με τον βάτραχο που τον πήρε στην πλάτη για να τον περάσει στην άλλη όχθη και στη μέση του ποταμού τον δάγκωσε. Στην απορία του βατράχου γιατί το έκανε αυτό αφού τώρα θα πεθάνουν και οι δύο η απάντηση του σκορπιού ήταν πως φταίει η φύση του. Έτσι και ο Πολλάκης. Είναι …σκορπιός και θα συνεχίσει να δαγκώνει. Αυτή είναι η φύση του. Και όσο θα συνεχίσει να δαγκώνει τόσο θα ελαττώνονται οι ελπίδες του ΣΥΡΙΖΑ να διεισδύσει στους «μεσοχωρίτες» ψηφοφόρους, σ’ αυτούς που δίνουν τη νίκη στις εκλογές. Όσο για τις μετρήσεις που δήθεν σε ποσοστά 60-70% ήθελαν να επιστρέψει στα ψηφοδέλτια ο Πολλάκης η αξιοπιστία τους θα κριθεί στις επόμενες μετρήσεις, αν η δημοφιλία του ΣΥΡΙΖΑ αυξήθηκε ή μειώθηκε στους ψηφοφόρους.
Θα ήταν καλό για τον ΣΥΡΙΖΑ η επιστροφή Πολλάκη να ξεχαστεί γρήγορα και να υπερισχύσει η εντολή του Τσίπρα στους βουλευτές και τα στελέχη του: Αναδεικνύουμε με στοιχεία και νηφάλιο τρόπο τις ευθύνες της κυβέρνησης για τα Τέμπη, αλλά στο στόχαστρο της κριτικής μας πρέπει να είναι ο ίδιος ο Μητσοτάκης. Οι χαρακτηρισμοί που πρέπει να του αποδίδονται είναι «ανήξερος και ανεύθυνος» πρωθυπουργός. Και η αιτιολογία είναι η εξής: Αυτός έδωσε τις αρμοδιότητες -όχι μόνον στον υπουργό αλλά και στους υφυπουργούς για τον ΟΣΕ και τις υποδομές- και το Μέγαρο Μαξίμου (δηλαδή και πάλι αυτός) διόρισε τις διοικήσεις σε όλες τις εταιρείες και τους φορείς των σιδηροδρόμων. «Δεν μπορεί λοιπόν τώρα να λέει ότι δεν ήξερε τίποτε».
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Τσίπρα σε συνομιλητές του: «Δεν ήξερε την έκθεση Λύτρα – Τσιόδρα ότι πεθαίνουν έξω από τη ΜΕΘ. Δεν ήξερε ότι η Μενδώνη καλύπτει τον Λιγνάδη. Δεν ήξερε για τον Πάτση. Δεν ήξερε ότι ο ανιψιός του παρακολουθεί τη μισή Ελλάδα. Δεν ήξερε ότι ο ΟΣΕ έχει διαλυθεί και δεν έχει σταθμάρχες. Τι ήξερε;». Μάλιστα, η ηγεσία της Κουμουνδούρου υποστηρίζει πως «πραγματικός υπουργός ήταν ο Γιώργος Καραγιάννης», ο υφυπουργός υποδομών δηλαδή, που σε όλες τις βασικές περιοδείες του Πρωθυπουργού ανά την Ελλάδα βρίσκεται δίπλα στον Κυριάκο Μητσοτάκη και ενόψει των εκλογών ανέλαβε το συντονισμό των οργανώσεων της Κρήτης. Επιπροσθέτως, υποστηρίζεται πως ο άλλος υφυπουργός, ο Μιχάλης Παπαδόπουλος, ήταν αυτός που επί κυβερνήσεως Σαμαρά εισηγήθηκε τη σύμβαση 717, το περιεχόμενο και η εκτέλεση της οποίας βρίσκεται στο κέντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης, ενώ ο διευθύνων σύμβουλος της ΤΡΑΙΝΟΣΕ Χρήστος Βίνης ήταν ο πρώτος που υπέγραφε την υποψηφιότητα Μητσοτάκη για την αρχηγία της ΝΔ.
Σε κάθε περίπτωση, όπως λέει στους συνομιλητές του ο τέως πρωθυπουργός, «μετά από τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης ο Μητσοτάκης ανακάλυψε ότι το κράτος είναι αναχρονιστικό, ενώ μέχρι τώρα εκθείαζε τις αρετές του επιτελικού κράτους που είχε φτιάξει». Και προσθέτει: «Όπου τον συμφέρει είναι επιτελικό και όπου δεν τον συμφέρει είναι αναχρονιστικό. Ας διαλέξει, επιτέλους, ποιό κράτος διοικεί». Η γνώμη πάντως του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι πως ο Κυριάκος ενώ μέχρι τα Τέμπη πολιτεύονταν με βάση την πασίγνωστη ρήση του Λουδοβίκου, L’ etat c’est moi (το κράτος είμαι εγώ) τώρα, μετά το δυστύχημα και την οργή του κόσμου, το κράτος είναι των άλλων, του ΣΥΡΙΖΑ και των προηγούμενων κυβερνήσεων. Σημειώνουμε πως στη συνέντευξη στο MEGA ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν αρνήθηκε τη διαχρονικότητα των ευθυνών, αλλά όπως είπε αυτές θα πρέπει να επιμεριστούν αναλογικά, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ από τα 49 χρόνια της μεταπολίτευσης κυβέρνησε μόνον τέσσερα και μάλιστα σε καθεστώς μνημονιακής επιτήρησης.
Τα έξι σημεία της κριτικής του ΣΥΡΙΖΑ για τις ευθύνες της κυβέρνησης στο δυστύχημα των Τεμπών περιληπτικά, όπως περιγράφονται σε εσωτερικό ενημερωτικό σημείωμα, είναι: α) κάηκε ο σταθμός τηλεδιοίκησης στη Λάρισα και δεν αποκαταστάθηκε ποτέ, β) απαξιώθηκε το δευτεροβάθμιο κέντρο ελέγχου στην Καρόλου, γ) δεν εγκαταστάθηκε ποτέ το GSMR που ο ΣΥΡΙΖΑ το άφησε έτοιμο, δ) από 1200 μόνιμοι υπάλληλοι στον ΟΣΕ σήμερα είναι 700 και από 25 σταθμάρχες στη Λάρισα είναι μόνον 10, ε) μέχρι το 2019 είχε εκτελεστεί το 72% του έργου, ενώ στα τέσσερα χρόνια Μητσοτάκη εκτελέστηκε ένα επιπλέον 5%, φθάνοντας στο 77% του έργου και στ) σύμβαση με ΤΡΑΙΝΟΣΕ που ακυρώνει αρχική υποχρέωση Ιταλών στο μνημόνιο συνεργασίας για επενδύσεις 600 εκατ. ευρώ και υποχρέωση δημοσίου για τα έργα ασφάλειας.
Επειδή προηγουμένως αναφερθήκαμε στη συνέντευξη του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο MEGA να σημειώσουμε πως στην Κουμουνδούρου επικρατεί ικανοποίηση, όχι μόνον για τις απαντήσεις του Αλέξη στην Ράνια Τζίμα και τον Γιάννη Πρετεντέρη, αλλά και για την υποδοχή που της επεφύλαξαν οι τηλεθεατές. Τα νούμερα τηλεθέασης κάθε άλλο παρά θύμιζαν συνέντευξη πολιτικού αρχηγού, καθώς ο μέσος όρος στα 48 λεπτά της συνέντευξης ξεπέρασε το 15%, ενώ σε κάποια τέταρτα έφτασε και το 17%. Σημειωτέον ότι σε απόλυτους αριθμούς, 637.000 τηλεθεατές παρακολούθησαν την συνέντευξη του τέως πρωθυπουργού, ενώ το δελτίο ειδήσεων ήταν πρώτο και στο δυναμικό κοινό –δηλαδή στις νεότερες ηλικίες- παρότι απέναντί του ήταν το «Ράδιο Αρβύλα». Αν προσθέσουμε και τις 213.000 που παρακολούθησαν τη συνέντευξη από το κανάλι του Τσίπρα στονYouTube και τη σελίδα του στο Facebook τότε αυτοί που παρακολούθησαν τη συνέντευξη φτάνουν τις 800.000, αριθμός που αντιστοιχεί στο 14% των 5.769.644 που ψήφισαν στις εκλογές του 2019.
Η αναλογικότητα στον επιμερισμό των ευθυνών για την τραγωδία των Τεμπών και όχι η γενική άρνηση («φταίει μόνο ΝΔ και σε τίποτε ο ΣΥΡΙΖΑ») ήταν πάντως κάτι που ήχησε μάλλον ευχάριστα στα αυτιά των πολιτών, ενώ θετική ήταν και η εντύπωση από τη μετριοπάθεια και τη συστημικότητα που εξέπεμπε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε όλη τη διάρκεια της συνέντευξης. Μάλιστα, κάποιους που γνωρίζουν καλά τον Τσίπρα, τους ξάφνιασε. «Για πρώτη φορά», λένε, «ο Αλέξης στον διάχυτο αντισυστημισμό της κοινωνίας και ιδιαίτερα της νεολαίας, απαντά με θεσμικό/συστημικό τρόπο. Παλαιότερα, σε ανάλογες καταστάσεις, θα επεδίωκε παντί τρόπω να ηγηθεί του αντισυστημικού ρεύματος. Θα έβαζε μπουρλότο και δεν θα προσπαθούσε, κόντρα στις διδαχές του Προέδρου Μάο, να μην επεκταθεί η φωτιά στον κάμπο». Προφανώς, ο τέως πρωθυπουργός έχει κατανοήσει πως η διαιρετική τομή στην κοινωνία σήμερα είναι η διαχειριστική ικανότητα στην επίλυση των μεγάλων προβλημάτων των πολιτών και όχι οι διαφορετικές ιδεολογικές προσεγγίσεις. Το ζητούμενο είναι να φτιαχτεί κράτος που να είναι αποτελεσματικό και να εγγυάται τα δικαιώματα και την ασφάλεια των πολιτών και όχι να είναι «επιτελικό», «μικρό», «προοδευτικό», «συντηρητικό» και πάντως όχι «λάφυρο» του κάθε κόμματος που κερδίζει τις εκλογές.
Επίσης, έχει αντιληφθεί ότι η πολιτική και εκλογική ζημία που υφίσταται η ΝΔ είναι στους ανθρώπους της μεσαίας τάξης και στους κεντρογενείς ψηφοφόρους, που τάσσονται υπέρ των συναινετικών λύσεων ακόμη και στο θέμα της διακυβέρνησης. Οι «ασκήσεις θεσμικότητας» και «πρωθυπουργικού προφίλ», στις οποίες επιδίδεται το τελευταίο διάστημα ο Τσίπρας -και στις οποίες αναφερθήκαμε αναλυτικά σε προηγούμενα άρθρα μας-, επιδιώκουν να ικανοποιήσουν αυτό το βασικό κριτήριο των «μεσοχωριτών» ψηφοφόρων. Γνωρίζει ότι για να «πετάξει» από το 25-26%, που του δίνουν οι δημοσκοπήσεις, στο 31-32%, που είναι το πρώτο σκαλί για να διεκδικήσει ο ΣΥΡΙΖΑ την επιστροφή του στα κυβερνητικά έδρανα, θα πρέπει να πείσει τους αριστερόστροφους ψηφοφόρους, οι οποίοι στις εκλογικές τους προτιμήσεις ασπάζονται το δόγμα ενός άλλου Κινέζου Προέδρου, του Τενγκ Χσιάο Πιγκ, ό,τι δηλαδή «δεν έχει σημασία αν η γάτα είναι μαύρη ή άσπρη, αρκεί να πιάνει ποντίκια», να επιλύει δηλαδή τα προβλήματα των ανθρώπων και της χώρας. Και όχι μόνον τους αριστερόστροφους, αλλά ενδεχομένως και κεντρώους ή και δεξιούς ψηφοφόρους οι οποίοι αρχίζουν να μην αισθάνονται τόσο άνετα με την διακυβέρνηση και το επιτελικό κράτος του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Πάντως, το γεγονός ότι υπάρχει μεγάλη πτώση των δημοσκοπικών ποσοστών της ΝΔ χωρίς όμως να επωφελείται ο ΣΥΡΙΖΑ ή ακόμη και το ΠΑΣΟΚ, με το οποίο ο Τσίπρας φιλοδοξεί να συγκυβερνήσει, είναι λογικό να προβληματίζει την Κουμουνδούρου. Μπορεί να υποεκτιμάται ο ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις, μπορεί ο Τσίπρας να είναι «στέγερ άλογο» και να έχει δυνατό εκλογικό φίνις, μπορεί να μην έχουν προκηρυχθεί ακόμη οι εκλογές και τα διλήμματα να μην είναι ακόμη έντονα όμως για να ξεπεράσει σε ποσοστό τη ΝΔ θα πρέπει να ανταποκριθεί στις επιθυμίες και τις προτεραιότητες των ψηφοφόρων. Αν για παράδειγμα ο Τσίπρας υποσχεθεί δύο αντί για δέκα από αυτά που θέλουν οι ψηφοφόροι θα του γυρίσουν την πλάτη επειδή έγινε …τσιγκούνης και τους δίνει λιγότερα από αυτά που τους τάζει ο Μητσοτάκης. Αν αντίθετα υποσχεθεί και τα δέκα θα θεωρήσουν ότι τους κοροϊδεύει και πάει να τους αρπάξει την ψήφο, «ξανάγινε ο Τσίπρας του 2015», θα λένε. Πρέπει λοιπόν η αξιωματική αντιπολίτευση να βρει τη χρυσή ισορροπία ανάμεσα σε αυτά που θα υποσχεθεί και σε αυτά με τα οποία θα είναι ικανοποιημένοι οι ψηφοφόροι. Η άσκηση είναι δύσκολη, όχι μόνον λόγω των Τεμπών και της αυξανόμενης αντισυστημικής διάθεσης των εκλογέων, αλλά και επειδή δεν έχει ακόμη κλείσει το ρήγμα της εμπιστοσύνης των πολιτών στον ΣΥΡΙΖΑ. Σε σημαντικό βαθμό τον Αλέξη και τους συντρόφους του οι ψηφοφόροι τους αντιμετωπίζουν ακόμη ως την κυβέρνηση που καταψήφισαν το 2019 και όχι ως την «συστημική» αντιπολίτευση που έμαθε από τα λάθη της και μπορεί να διορθώσει τα κακώς κείμενα που επισώρευσε η δεξιά (δια)κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Ένα δεύτερο σημαντικό στοιχείο είναι το κατώτερο όριο του ποσοστού της ΝΔ. Αυτή τη στιγμή οι δημοσκόποι δίνουν και στα δύο κόμματα ποσοστά κάτω από 30%. Στην καλύτερη περίπτωση για τον ΣΥΡΙΖΑ η διαφορά είναι στις δύο με τρεις μονάδες, με τη ΝΔ να βρίσκεται στο 27-28% και ο ΣΥΡΙΖΑ στο 25-26. Για να μπορέσει ο ΣΥΡΙΖΑ να περάσει μπροστά θα πρέπει η ΝΔ να χάσει άλλες 2-3 μονάδες. Κάτι που μάλλον είναι εξαιρετικά δύσκολο να συμβεί. Αν ο Αλέξης Τσίπρας ρωτούσε για παράδειγμα τον Κώστα Πουλάκη, το στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ που ασχολείται για περισσότερο από 40 χρόνια με τις δημοσκοπήσεις, θα τον παρέπεμπε στις μεθόδους …αδυνατίσματος. Θα του έλεγε δηλαδή πως με τις δημοσκοπήσεις ισχύει ότι και με τις δίαιτες. Μπορείς σχετικά εύκολα και γρήγορα να χάσεις 8-10 κιλά, αλλά μπορείς να παιδευθείς για εβδομάδες ή και μήνες για να διώξεις τα 2-3 κιλά που απομένουν. Αυτή τη στιγμή η ΝΔ έφτασε στον σκληρό πυρήνα της δύναμή της, στο 28-29% που είχε πάρει το 2012 και το 2015. Δύσκολα θα πέσει κάτω από αυτό. Κατά συνέπεια η προσπάθεια και το στοίχημα του Τσίπρα δεν (πρέπει να) είναι να χάσει κι άλλο η ΝΔ, αλλά να βελτιώσει ο ΣΥΡΙΖΑ τις επιδόσεις του. Αν καταφέρει να φτάσει στο ποσοστό (31,5%) που έλαβε το 2019 μπορεί να ελπίζει ότι η ζωή του Μητσοτάκη θα γίνει δύσκολη, ενώ η δική του πιο εύκολη. Η αυτοδυναμία, που είναι ο διακηρυγμένος στόχος του Μητσοτάκη, θα έχει «καεί» οριστικά και τα πάντα θα κριθούν στις δεύτερες εκλογές. Ο δε Αλέξης θα έχει «καθαρίσει την μπουγάδα» αν το αποτέλεσμα εξασφαλίζει και μαθηματικά την λεγόμενη προοδευτική διακυβέρνηση.
Από την Κουμουνδούρου πάντως ιδιαίτερη σημασία δίνουν στα ευρήματα της MRB, όχι επειδή κατεβάζει τη διαφορά στο όριο του στατιστικού λάθους (2,9% στις αυθόρμητες απαντήσεις και 3,2 στην αναγωγή επί των εγκύρων), αλλά επειδή, όπως λένε, υπάρχουν ποιοτικά ευρήματα που είναι υπέρ της αξιωματικής αντιπολίτευσης και ως τέτοια αναφέρουν:
1) Η «οργή» του κόσμου για την κατάσταση στη χώρα από το 41,7% τον Οκτώβρη τώρα βρίσκεται στο 63,4% και η «ελπίδα» έπεσε από το 27,1% στο 23,1%.
2) Στην πρόθεση ψήφου η διαφορά έπεσε από το 5,9% που ήταν τον Ιανουάριο στο 2,9%.
3) Η συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στο 65,7% και της ΝΔ στο 64,2%.
4) Έχει μεγαλύτερη δεξαμενή στους αναποφάσιστους ψηφοφόρους αφού το 17,3% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ το 2019 δηλώνουν σήμερα αναποφάσιστοι, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τη ΝΔ είναι 13,6%.
5) Στην ερώτηση ποιο κόμμα θα θέλατε να κερδίσει έστω και με μία ψήφο την ΝΔ προτιμάει το 30,9%, ενώ τον ΣΥΡΙΖΑ το 28,3%, τα αντίστοιχα ποσοστά της έρευνας του Ιανουαρίου ήταν 36,8% και 30%.
6) Το 39% των πολιτών δηλώνει ότι θα ενοχλούνταν σε ενδεχόμενο νίκης της ΝΔ, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό σε ενδεχόμενη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ είναι 31,7%.
7) Για το δυστύχημα στα Τέμπη το 27,5% κρίνει θετικά την στάση της κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για την αξιωματική αντιπολίτευση και τον κ. Τσίπρα είναι 30,1%.
8) Το 55,6% δηλώνουν ότι θα τους επηρεάσει αρκετά/πολύ το δυστύχημα των Τεμπών στον τρόπο που θα επιλέξουν το κόμμα που θα ψηφήσουν στις επόμενες εκλογές.
Και 9) Στην ερώτηση ποιος μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα τα σημαντικότερα προβλήματα του τόπου, ο κ. Μητσοτάκης προηγείται οριακά με 23,9% έναντι 21,8% του κ. Τσίπρα.
Σημειώνουμε πως τις προηγούμενες ημέρες η Metron Analysis έδινε διαφορά 5,8% υπέρ της ΝΔ, η Marc 4,6%, η Pulse 4% και η prorata 2,5%. Ο μέσος όρος των πέντε δημοσκοπήσεων δίνει τη διαφορά ανάμεσα στα δύο κόμματα να έχει πέσει, έστω και οριακά κάτω από το 4%, κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά στις δημοσκοπήσεις από το 2019 και οπωσδήποτε διαμορφώνει διαφορετικά δεδομένα για τις εκλογές. Μάλιστα, επειδή δεν γνωρίζουμε ακόμη την ακριβή ημερομηνία διεξαγωγής τους και ουδείς μπορεί να προβλέψει αν θα έχουμε και άλλα γεγονότα -και ποια- το μόνο σίγουρο είναι ότι θα έχουμε μια καυτή πολιτική άνοιξη. Από εβδομάδος το θερμόμετρο αναμένεται να ανέβει κι άλλο αφού ο Αλέξης Τσίπρας θα πάει στη Βουλή και θα καταγγείλει σε πολύ υψηλούς τόνους τον Κυριάκο Μητσοτάκη, επειδή, όπως θα πει, ετοιμάζεται να «ξεπουλήσει» ένα δημόσιο αγαθό, το νερό…
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο matrix24.gr