Η επερχόμενη ψήφιση στην Ολομέλεια της Βουλής του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Εσωτερικών με τίτλο «Εκλογή Δημοτικών και Περιφερειακών Αρχών» επανάφερε στην επικαιρότητα ένα θεμελιώδες δημοκρατικό ερώτημα για τις τοπικές κοινωνίες.
Πρέπει η τοπική αυτοδιοίκηση να είναι στοιχισμένη με το κεντρικό πολιτικό σύστημα; Πρέπει, πάντοτε και παντού, οι δημοτικές και περιφερειακές εκλογές να είναι εθνικές εκλογές «δεύτερης τάξεως»; Πρέπει να ζητάει το πολιτικό σύστημα της χώρας από τους πολίτες, να εκφράσουν την κομματική τους προτίμηση σε κάθε εκλογική διαδικασία, ακόμα και στους πιο μικρούς δήμους, ακόμα και στις πρώην κοινότητες;
Η απάντηση κατά την άποψη μου, αλλά κυρίως σύμφωνα με την πολιτική που άσκησε η απελθούσα κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, είναι όχι.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση Α’ και Β’ βαθμού, είναι ο πλέον προσβάσιμος από τους πολίτες δημοκρατικός θεσμός και ως τέτοιος δεν μπορεί παρά να είναι προσανατολισμένος προς την μέγιστη συμμετοχή των πολιτών στις διαδικασίες του. Σε αυτό το πλαίσιο η ευκολία π.χ. εκλογής σε κοινοτικά ψηφοδέλτια χωρίς κομματικές ταμπέλες, είναι παιδαγωγική, ενώ αντίθετα η κομματική στοίχιση δημιουργεί αποκλεισμούς και αντικίνητρα για τους πολίτες.
Δεύτερο ερώτημα που αναδύθηκε στην δημόσια σφαίρα είναι το αν η απλή αναλογική οδηγεί σε ακυβερνησία στην τοπική αυτοδιοίκηση. Ο αναπληρωτής Υπουργός Εσωτερικών κ. Πέτσας, χαρακτήρισε την θεσμική παρέμβαση του Καλλικράτη ως «μια τρικλοποδιά στους εκλεγμένους δημάρχους». Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι και πάλι όχι. Πρώτον, γιατί η απλή αναλογική στο επίπεδο της διακυβέρνηση δεν εφαρμόστηκε ποτέ, καθώς με τον νόμο Θεοδωρικάκου, ήδη από το 2019, όλες οι κρίσιμες οικονομικές αποφάσεις μεταφέρθηκαν στις οικονομικές επιτροπές των δήμων στις οποίες ο ίδιος νόμος μεριμνούσε για την υπερ-εκπροσώπηση της εκάστοτε παράταξης του εκλεγμένου Δημάρχου. Δεύτερον, γιατί η αδυναμία παραγωγής συναινέσεων από τις παρατάξεις στα Δημοτικά Συμβούλια εντείνεται από την απουσία απλής αναλογικής. Όσο οι παρατάξεις δεν έχουν κίνητρο να εξεύρουν λύσεις για τα χρονίζοντα προβλήματα των τοπικών κοινωνιών, τόσο η αντιπαράθεση λαμβάνει την μορφή μονοδιάστατης καταγγελίας προς τον εκάστοτε Δήμαρχο χωρίς κίνητρο για συμμετοχή της αντιπολίτευσης στην δύσκολη άσκηση της εξεύρεσης πόρων και λύσεων.
Από το παραπάνω ερώτημα προκύπτει αβίαστα και ένα τρίτο: Είναι η αναγκαιότητα κατασκευής συναινέσεων στο επίπεδο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, μεταξύ εκπροσώπων διαφορετικών παρατάξεων προερχόμενων από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες, πηγή «σκοτεινών συνδιαλλαγών», όπως επιμένει εδώ και χρόνια ο κ. Βορίδης; Η απάντηση, φυσικά, στο παραπάνω ερώτημα είναι και πάλι όχι. Και, μάλιστα, αυτή την απάντηση δεν την δίνει μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αλλά και η συντριπτική πλειοψηφία των εκλογικών συστημάτων στους Ο.Τ.Α. σε όλη την Ευρώπη που βλέπουν στην δημιουργία μηχανισμών check and balances μεταξύ συμπολιτεύσεων και αντιπολιτεύσεων ως τον ενδεδειγμένο μηχανισμό για την βέλτιστη διοίκηση και την χρηστή διαχείριση των πόρων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η εμπέδωση μια κουλτούρας πολιτικών συναινέσεων είναι οξυγόνο για την δημοκρατία και εγγύηση της διαφάνειας και της λογοδοσίας των τοπικών αρχόντων, των εκλεγμένων εκπροσώπων που στις παρούσες συνθήκες, προέρχονται ή στηρίζονται από την ίδια την κυβερνητική παράταξη.
Έτσι, τέλος, προκύπτει και ένα τέταρτο ερώτημα: Με την ΝΔ να προηγείται στις δημοσκοπήσεις, με μια κυβέρνηση με σταθερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, με την πλειοψηφία των δημάρχων να προέρχονται από την συντηρητική παράταξη, για ποιο λόγο οι κ.κ. Μητσοτάκης και Βορίδης φοβούνται τόσο πολύ την απλή αναλογική; Και, αντιστοίχως, ποιος είναι ο λόγος που σε μια συνθήκη, θεωρητικής τουλάχιστον, πολιτικής ηγεμονίας, επιλέγουν να υιοθετήσουν μέτρα συρρίκνωσης της δημοκρατίας στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και υπερ-συγκέντρωσης εξουσίας στους εκλεγμένους Δημάρχους;
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα, δυστυχώς, είναι πιο μικροπολιτική. Η υιοθέτηση της απλής αναλογικής, η μεταρρύθμιση του Κλεισθένη, η χωρίς αστερίσκους και διαμεσολαβήσεις διαχείριση του ΕΣΠΑ από την προηγούμενη Κυβέρνηση και η τομή του προγράμματος ΦιλόΔΗΜΟΣ, δημιούργησε ρωγμές στο σχέδιο του ηγετικού πυρήνα της ΝΔ, να δημιουργήσει μια «υγειονομική ζώνη» γύρω από τους πολιτικούς της αντιπάλους και δη τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Την περίοδο 2015-2019 οι συντηρητικοί Δήμαρχοι συνεργάζονταν με την τότε κυβέρνηση και διατηρούσαν ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας, όπως αρμόζει σε κάθε δημοκρατική χώρα, με τα αρμόδια Υπουργεία, την ίδια ώρα που ο σημερινός Υπουργός Εσωτερικών οραματιζόταν την μακροχρόνια «γκετοποίηση» της αριστεράς. Άρα, η μεταρρύθμιση Βορίδη, αποσκοπεί στον αποκλεισμό του πολιτικού του αντιπάλου και στην εξαγορά της συναίνεσης των τοπικών αρχόντων σε αυτό το σχέδιο, με αντάλλαγμα την διεύρυνση των ελευθεριών τους στην χρήση των πόρων των Ο.Τ.Α. και, κατ’ επέκταση, στην διεύρυνση των περιθωρίων κατασπατάλησης δημόσιου χρήματος.
Πέρα όμως από αυτό, η νομοθετική παρέμβαση Βορίδη, μέσα από την κατάργηση της απλής αναλογικής, την κατάργηση της αναλογικής εκπροσώπησης των παρατάξεων στα δημοτικά συμβούλια, την εισαγωγή πλαφόν για την είσοδο παρατάξεων στα δημοτικά συμβούλια, την ευθυγράμμιση της εκλογής στα τοπικά συμβούλια με τα κεντρικά ψηφοδέλτια των δήμων, την μείωση των μελών των περιφερειακών και δημοτικών συμβουλίων, την αύξηση του κόστους συμμετοχής στις εκλογές για κάθε μεμονωμένο υποψήφιο σύμβουλο κ.α. αναδεικνύει και ένα φόβο, όχι προς τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, αλλά προς την ίδια την Δημοκρατία. Ο κύριος Βορίδης φοβάται την Δημοκρατία ως δύναμη παραγωγική, ως δύναμη δημιουργική και ως δύναμη που οιωνοί λειτουργεί υπέρ των συμφερόντων των πολλών και υπέρ ων συμφερόντων των τοπικών κοινωνιών. Αλλά, δυστυχώς για τον ίδιο, όσα εμπόδια και αν σκαρφιστεί, η δημοκρατική βούληση του λαού στο τέλος θα αποτυπωθεί με τον πλέον δυσάρεστο τρόπο για τα σχέδια του.
*Ο Χάρης Μαμουλάκης είναι αν. Τομεάρχης Ανάπτυξης & Επενδύσεων Κ.Ο. ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Βουλευτής Ηρακλείου – Πολιτικός Μηχανικός BEng MSc