Άρθρο του Ε. Βαρδουλάκη που δημοσιεύθηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Σην αφετηρία της προεκλογικής περιόδου, όλες οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν παρόμοιες τάσεις και συσχετισμούς.
Αυτό που ξέρουμε είναι ότι η Ν.Δ. διατηρεί ένα σαφές δημοσκοπικό προβάδισμα. Φαίνεται δε να επανακάμπτει και να περιορίζει τις απώλειες που είχε λόγω της τραγωδίας στα Τέμπη. Η εικόνα της κυβέρνησης έχει κάπως θαμπώσει, αλλά δεν έχει ραγίσει. Ενώ η όποια φθορά καταγράφεται δεν επηρεάζει τόσο το προβάδισμά της, όσο κυρίως το ποσοστό της και το εύρος της διαφοράς από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μια ανοδική πορεία τους τελευταίους μήνες, αλλά με δυναμική σαφώς μικρότερη από αυτή που θα προσδοκούσε. Η δε αύξηση των ποσοστών του οφείλεται κυρίως σε αύξηση της συσπείρωσής του και λιγότερο στην εισροή νέων ψηφοφόρων. Η δυσκολία να έχει απευθείας εισροές ψήφων από τη Ν.Δ., όπως είχε συμβεί στις εκλογές του 2015, αλλά και αντίστροφα του 2019, αποτελεί βασικό εκλογικό πρόβλημα και όσο δεν αντιμετωπίζεται τόσο μειώνονται οι πιθανότητες ανατροπής, καθώς οι υπόλοιπες δεξαμενές είναι περιορισμένες.
Ξέρουμε επίσης τα δυνατά σημεία και τις αδυναμίες των πρωταγωνιστών, στα οποία αυτονόητα θα επικεντρώσουν και οι καμπάνιες τους.
Για τη Ν.Δ. και τον κ. Μητσοτάκη ισχυρά σημεία είναι η οικονομία και ειδικά τα ζητήματα επενδύσεων, δημιουργίας θέσεων εργασίας, κ.λπ., τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, το μεταναστευτικό και η ψηφιοποίηση του κράτους. Αντιθέτως, η Ν.Δ. πλήττεται από την πληθωριστική κρίση, υστερεί σε ζητήματα διαφάνειας και θεσμικής λειτουργίας του κράτους, ενώ είναι ιδιαίτερα προβληματική η απήχησή της στις νεότερες ηλικίες.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο κ. Τσίπρας εμφανίζονται πιο ισχυροί στο πεδίο των ψυχικών ταυτίσεων με πιο αδύναμα εισοδηματικά στρώματα και τις νεότερες ηλικίες. Διαθέτουν φιλολαϊκά στοιχεία, λαμβάνουν ωστόσο χαμηλή αξιολόγηση σε σχέση με τις διαχειριστικές τους δυνατότητες.
Τόσο στη συνολική δημοτικότητα όσο και στην «καταλληλότητα για πρωθυπουργός» αποτυπώνεται υπεροχή του κ. Μητσοτάκη έναντι του κ. Τσίπρα.
Αυτό που μένει να φανεί είναι αν μπορεί μέσα σε τρεις εβδομάδες να ανατραπεί μια τάση που δείχνει δημοσκοπικά παγιωμένη επί 6 χρόνια. Πολλώ δε μάλλον όταν δεν ανατράπηκε σε εξαιρετικά δύσκολες για την κυβέρνηση στιγμές. Χωρίς να υποτιμάται η αξία των προεκλογικών εκστρατειών, μοιάζει δύσκολο, ειδικά όσο η αντιπολίτευση εμμένει στα επιχειρήματα και το ύφος, που έως τώρα δεν αποδείχθηκαν ιδιαίτερα αποτελεσματικά.
Ξέρουμε ακόμη ότι τα υπόλοιπα, μικρότερα, κόμματα είναι κάπως ενισχυμένα. Δεν γνωρίζουμε ωστόσο αν η τάση αυτή είναι στέρεη ή αν είναι συγκυριακή, που τροφοδοτείται κυρίως από την απλή αναλογική, η οποία διευκολύνει την ψήφο σε μικρότερους σχηματισμούς.
Το ΠΑΣΟΚ εξακολουθεί να κινείται πάνω από τα ποσοστά των τελευταίων εκλογών, καταγράφει όμως μια πτωτική τάση τους τελευταίους μήνες, η οποία σήμερα μοιάζει να σταθεροποιείται. Η θέση του Κινήματος για συμμετοχή σε κυβέρνηση χωρίς Μητσοτάκη ή Τσίπρα στη θέση του πρωθυπουργού, μάλλον διευκολύνει το κόμμα προεκλογικά, αλλά ουσιαστικά μεταθέτει και δεν ακυρώνει διλήμματα που ίσως χρειαστεί να απαντηθούν.
Η Ελληνική Λύση μοιάζει επίσης λίγο ενισχυμένη, διατηρεί πάντα στέρεη βάση στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά η εσωκομματική περιδίνηση των τελευταίων ημερών ενδέχεται να την πλήξει.
Το δε ΜέΡΑ25 φαίνεται επίσης ανεβασμένο, ενώ έπειτα από καιρό μπήκε στο επίκεντρο των προεκλογικών συζητήσεων, στοιχείο που ασφαλώς το ευνοεί. Η Ν.Δ. επισημαίνει ως επικίνδυνη την πιθανότητα να αποκτήσει ρυθμιστικό ρόλο μετά τις εκλογές, προσπαθώντας να επαναφέρει στις μνήμες όλων τις ταραγμένες ημέρες του 2015 και να φέρει τον ΣΥΡΙΖΑ σε αμηχανία.
Από τα υπόλοιπα μικρά κόμματα κανένα δεν φαίνεται να αναπτύσσει ιδιαίτερη δυναμική εισόδου στη Βουλή, ενώ υπάρχει πάντα η εκκρεμότητα με τη συμμετοχή ή όχι του κόμματος Κασιδιάρη.
Αυτό που δεν γνωρίζουμε σε σχέση με τα μικρότερα κόμματα είναι η ανθεκτικότητά τους στο ιδιαίτερα πιθανό σενάριο των δεύτερων εκλογών, ειδικά αν η διαφορά των δύο μεγάλων κομμάτων είναι μικρή.
Το δε ποσοστό των αναποφάσιστων ψηφοφόρων καταγράφεται ελαφρώς υψηλότερο σε σχέση με παλαιότερες εκλογικές έρευνες αντίστοιχης περιόδου, μοιάζει όμως εξαιρετικά ανομοιογενές ως προς τα χαρακτηριστικά του, κάτι που σημαίνει ότι πολύ δύσκολα θα κινηθεί μαζικά προς μια κατεύθυνση.
Ξέρουμε επίσης τα μαθηματικά των εκλογών. Αν υποθέσουμε ότι το ποσοστό των κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής ανέρχεται στο 10%, το ποσοστό που πρέπει να αθροίζουν τα κόμματα που θα κληθούν να σχηματίσουν κυβέρνηση πρέπει να υπερβαίνει το 45,3%. Eνα τέτοιο σενάριο δεν μοιάζει ιδιαίτερα εφικτό, όχι μόνο αριθμητικά αλλά κυρίως πολιτικά, κάτι που καθιστά τις δεύτερες εκλογές εξαιρετικά πιθανές.
Τέλος, μένει να φανεί πώς θα διαχειριστούν οι δύο βασικοί πρωταγωνιστές κάποια κρίσιμα στρατηγικά ζητήματα.
Η μεν Ν.Δ. πώς θα ισορροπήσει ανάμεσα στον στόχο της αυτοδυναμίας στις δεύτερες εκλογές, χωρίς όμως να απαξιώσει τις πρώτες, διευκολύνοντας έτσι την ψήφο διαμαρτυρίας. Ο «μπαμπούλας» Βαρουφάκη, ίσως δεν αρκεί μέχρι το τέλος.
Ο δε ΣΥΡΙΖΑ πώς θα ισορροπήσει πειστικά ανάμεσα σε ετερόκλητους δυνητικούς συμμάχους, ώστε να μοιάζει έστω ρεαλιστικός ο στόχος της «προοδευτικής κυβέρνησης» –δεδομένης μάλιστα της προϋπόθεσης να είναι εκείνος πρώτο κόμμα–, αλλά και με τι αφήγημα θα πάει στις δεύτερες εκλογές, ειδικά αν η διαφορά του από τη Ν.Δ. είναι σημαντική.
Ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας.