Χωρίς να έχει ανακοινωθεί καμία αύξηση στα τιμολόγια ρεύματος, οι λογαριασμοί που καλούνται να πληρώσουν οι πολίτες είναι το τελευταίο διάστημα στα ύψη.
Το μεγάλο πλήθος των εταιρειών που “πουλάνε” ρεύμα στη λιανική, και ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ τους για την απόκτηση μεριδίων, έχει κρατήσει σε χαμηλά επίπεδα τα ονομαστικά τιμολόγια ρεύματος για τα νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις.
Ωστόσο, για να προστατευθούν οι εταιρείες από πιθανές απότομες μεταβολές στο ενεργειακό κόστος, έχουν καθιερώσει σε μεγάλο βαθμό την ένταξη ρήτρας χονδρεμπορικής τιμής μέσα στα τιμολόγια που προτείνουν στους καταναλωτές και βέβαια μέσα στις συμβάσεις που υπογράφουν μαζί τους. Πρόκειται κατά κύριο λόγο για τη λεγόμενη “ρήτρα Οριακής Τιμής Συστήματος” η οποία γνωστοποιείται μεν στους υποψήφιους πελάτες αλλά εκείνο που κυρίως τονίζεται είναι η ονομαστική χρέωση της κιλοβατώρας.
Συνήθως, όσο χαμηλότερη είναι η χρέωση κιλοβατώρας, τόσο πιο γρήγορα ενεργοποιείται η ρήτρα χονδρεμπορικής.
Από την αρχή του χρόνου οι τιμές χονδρεμπορικής αγοράς ρεύματος βρίσκονται σε πολύ υψηλά επίπεδα, γεγονός που έχει ήδη περάσει στη λιανική με τις «σιωπηρές αυξήσεις» μέσω ενεργοποίησης της ρήτρας.
Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι αυξήσεις και μάλιστα μεγάλες καταγράφονται ήδη και στη Μέση Τάση που αφορά μεγάλες καταναλώσεις από εμπορικές αλυσίδες, βιοτεχνίες, βιομηχανίες κ.λπ. Στον τομέα αυτό δεν υπάρχουν “οριζόντια” τιμολόγια αλλά κάθε καταναλωτής παίρνει προσφορές από τις εταιρείες προμήθειας και επιλέγει με βάση το συμφέρον του. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι όλοι οι πάροχοι ρεύματος, μεγάλοι και μικροί, δίνουν πλέον πολύ υψηλότερες προσφορές σε σχέση με λίγες εβδομάδες πριν, ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου οι καταναλωτές λαμβάνουν ειδοποίηση ότι θα υπάρξουν αναπροσαρμογές και στα υπογεγραμμένα συμβόλαια.
Είναι χαρακτηριστικό σύμφωνα με τα στοιχεία του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας ότι η τιμή στην αγορά της επόμενης μέρας κινείται στα επίπεδα των 78 με 80 ευρώ ανά MWh, όταν στην αρχή της χρονιάς ήταν στα 45 ευρώ.
Αλλά και διεθνώς οι τιμές ενέργειας που επηρεάζουν τους ηλεκτροπαραγωγούς με θερμικές μονάδες, έχουν εκτοξευτεί το πρώτο εξάμηνο του έτους πάνω από 50%. Αυτό προκύπτει τόσο από τα στοιχεία για το φυσικό αέριο (πλατφόρμα TTF στην Ολλανδία) που αναρτούν οι προμηθευτές στις ιστοσελίδες τους, όσο και από τα δικαιώματα των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Το CO2 κινείται στα επίπεδα των 52 με 55 ευρώ ανά τόνο όταν στις αρχές του έτους ήταν περίπου στα 32 με 34 ευρώ.
Φυσικό αέριο και CO2 επηρεάζουν σημαντικά τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας μιας και οι μονάδες τους χρησιμοποιούν το συγκεκριμένο καύσιμο, ενώ πληρώνουν και την αγορά δικαιωμάτων ρύπων. Έστω κι αν αντιστοιχούν στο ένα τρίτο του λιγνίτη.
Πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι τα δικαιώματα CO2 θα συνεχίσουν την ανοδική τους πορεία και τα επόμενα χρόνια. Μάλιστα δεν αποκλείεται πριν το τέλος του 2030 να δούμε και διπλάσια επίπεδα τιμών.
Επίσης, οι εκτιμήσεις ειδικών συγκλίνουν πως όσο θα εντείνονται οι ευρωπαϊκές πολιτικές, ακολουθούμενες και από εκείνες των ΗΠΑ, τόσο τα ενεργειακά commodities θα ανεβαίνουν. Όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Βέβαια όσο θα διεισδύουν οι φθηνές καθαρές μορφές ενέργειας τόσο και τα επίπεδα ανόδου των τιμών των ορυκτών καυσίμων θα φρενάρουν…
Οι καταναλωτές δεν είναι εύκολο να διακρίνουν τον τρόπο υπολογισμού των επιβαρύνσεων με δεδομένο ότι είναι αδύνατον να διαβάσουν και να αντιληφθούν τις ρήτρες. Η ΡΑΕ από την άλλη μεριά δυσκολεύεται να προχωρήσει σε τυποποίησή τους, για την ακρίβεια δεν έχει βρεί μέχρι σήμερα αξιόπιστο τρόπο να επιβάλλει ενιαία μορφή αποτύπωσής τους, με αποτέλεσμα στην αγορά να επικρατεί σύγχυση, κυρίως βεβαίως στους καταναλωτές.
Πηγή: news247.gr