Aντίστροφα κυλά ο χρόνος μέχρι τις εθνικές εκλογές της 21ης Μαΐου όπου οι πολίτες θα προσέλθουν στις κάλπες που θα στηθούν για να αναδείξουν την επόμενη κυβέρνηση της χώρας, ψηφίζοντας με το σύστημα της απλής αναλογικής.
Συγκεκριμένα, οι πρώτες κάλπες θα στηθούν με βάση το άρθρο 54 παρ. 1 του Συντάγματος που ορίζει ότι εκλογές θα διεξαχθούν με το σύστημα της απλής αναλογικής, το νόμο δηλαδή που ψήφισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Ωστόσο, το πιθανότερο σενάριο είναι να οδηγηθούμε σε δεύτερες εκλογές (όπως έχει ανακοινώσει ο πρωθυπουργός θα γίνουν το αργότερο στις αρχές Ιουλίου).
Aυτές δεν θα διεξαχθούν με την απλή αναλογική, αλλά με το νέο νόμο τον οποίο και ψήφισε η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ που παραπέμπει στο σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής και ευνοεί το πρώτο κόμμα.
Όπως ορίζει το Σύνταγμα, οι επαναληπτικές εθνικές εκλογές διεξάγονται μέσα σε 30 ημέρες από την αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης μέσω διερευνητικών εντολών μετά την προκήρυξή τους, με διάταγμα της Προέδρου της Δημοκρατίας, που προσυπογράφεται από το μεταβατικό Υπουργικό Συμβούλιο. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ορίζει υπηρεσιακή κυβέρνηση, με υπηρεσιακό Πρωθυπουργό έναν από τους Προέδρους των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας, του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Πολλοί είναι εκείνοι, κυρίως οι νέοι ψηφοφόροι, που αναρωτιούνται τι ακριβώς είναι το σύστημα της απλής αναλογικής της πρώτης Κυριακής. Πόσο δυνατή είναι η αυτοδυναμία και πότε ψηφίστηκε;
Με την απλή αναλογική οι έδρες που λαμβάνει κάθε κόμμα υπολογίζονται βάσει του ποσοστού τους πανελλαδικώς. Για παράδειγμα, με την απλή αναλογική στην καθαρή μορφή της, αν ένα κόμμα στην Ελλάδα λάβει 20% των ψήφων, τότε κατακτά 60 έδρες (το 20% των 300 εδρών).
Συνεπώς, το πρώτο κόμμα έχει τη δυνατότητα να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση μόνο αν συγκεντρώσει ποσοστό που προσεγγίζει το 50% των ψήφων, γι’ αυτό και αναλυτές επισημαίνουν πως θα είναι αδύνατος ο σχηματισμός κυβέρνησης. Ουσιαστικά αυτό που καταργείται με το νόμο των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι το μπόνους εδρών για το πρώτο κόμμα, ενώ το ποσοστό εισόδου ενός κόμματος στη Βουλή παραμένει στο 3%.
Οπως προαναφέρθηκε, με το σύστημα της απλής αναλογικής ο αριθμός εδρών που λαμβάνουν τα κόμματα εξαρτάται μόνο από το εθνικό ποσοστό τους, ανεξαρτήτως του αποτελέσματός τους ανά εκλογική περιφέρεια.
Στην καθαρή μορφή της απλής αναλογικής, οι έδρες κάθε συνδυασμού προκύπτουν από το γινόμενο «Εθνικό ποσοστό X συνολικός αριθμός εδρών» (στρογγυλοποιημένο στον προηγούμενο ακέραιο). Παραδείγματος χάριν ένας συνδυασμός στην Ελλάδα που θα συγκέντρωνε το ποσοστό του 15% με αναγωγή στα έγκυρα (χωρίς λευκά και άκυρα), θα είχε 15/100×300 = 45 βουλευτές.
Καταληκτικά, όσες έδρες στο τέλος της κατανομής παραμείνουν αδιάθετες λόγω της στρογγυλοποίησης, πηγαίνουν στους συνδυασμούς με τα μεγαλύτερα υπόλοιπα, σύμφωνα με όσα ορίζει ο εκλογικός νόμος.
Όπως αναφέρει μεταξύ άλλων ο 4406/2016 «αν το άθροισμα των ως άνω ακέραιων μερών των πηλίκων υπολείπεται του αριθμού 300, τότε παραχωρείται, κατά σειρά, ανά μία έδρα και ως τη συμπλήρωση αυτού του αριθμού στους σχηματισμούς, των οποίων τα πηλίκα εμφανίζουν τα μεγαλύτερα δεκαδικά υπόλοιπα».