Ως αναγκαία και μεταβατική λύση περιέγραψε την απόφαση της κυβέρνησης για τη δημιουργία της ομάδας φύλαξης των πανεπιστημίων ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, καθώς, όπως τόνισε, «σε κανέναν δεν αρέσει, ως θέμα αρχής, να είναι η αστυνομία στα Πανεπιστήμια».
Μιλώντας στη συζήτηση επί της αρχής του σχεδίου νόμου του υπουργείου Παιδείας, ο κ. Χρυσοχοΐδης ανέφερε πως «η Παιδεία μαζί με τα εθνικά θέματα είναι το πιο ταυτοτικό-ιδεολογικό στοιχείο για κάθε πολιτική παράταξη. Επιπλέον, η Παιδεία είναι και ο ιστορικά σταθερός και πετυχημένος κοινωνικός ανελκυστήρας, ο τρόπος να γλιτώσει ο φτωχός από τη μοίρα του».
Η κατάσταση στα πανεπιστήμια, είπε, «όλοι συμφωνούμε πως δεν είναι καλή. Από άποψη ασφάλειας υποδομών έχουμε θέμα που η κάθε πανεπιστημιακή διοίκηση θα έπρεπε να έχει ξεκινήσει από χθες την αντιμετώπισή του». Ειδικά για την ασφάλεια των προσώπων, ο υπουργός ανέφερε «πως εδώ και δεκαετίες υπάρχει, σε σχεδόν σταθερή βάση, υπέρμετρη βία που ασκείται κατά καθηγητών, αλλά και φοιτητών, από ακραία στοιχεία, που συμπεριλαμβάνουν και φοιτητές των σχολών». Το ζήτημα, είπε, «δεν είναι να μετράμε επεισόδια, στιγμές εξόφθαλμα καταδικαστέες. Το κυριότερο είναι να σκεφτούμε ότι στα Πανεπιστήμια υπάρχει, ας το πούμε με τον ηπιότερο τρόπο, μια αμηχανία να πατήσεις κάποιες κόκκινες γραμμές σκέψης». Οι διαφωνίες, είπε, σε αυτές στις «κόκκινες γραμμές» είναι «η παρουσία αστυνομίας στα Πανεπιστήμια» και υπογράμμισε «κανένας μας δεν θέλει θεωρητικά την αστυνομία στα Πανεπιστήμια. Η Αστυνομία η ίδια, το θέλει λιγότερο από όλους. Δεν είναι δουλειά της ΕΛΑΣ τα Πανεπιστήμια, δουλειά της είναι να κυνηγά το οργανωμένο έγκλημα. Δουλειά της αστυνομίας δεν είναι ούτε να ελέγχει τους πολίτες, που κυκλοφορούν, αλλά δυστυχώς λόγω Covid το κάνει. Η αστυνομία είναι το μέτρο ύστατης καταφυγής, όταν αποδεδειγμένα το σύστημα δεν δουλεύει. Είναι αναγκαστική πράξη. Δεν είναι ιδεολογική επιλογή, γι’ αυτό δεν θα το βρείτε στο πρόγραμμα κανενός κόμματος ως επιλογή».
Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη εξήγησε ότι για την αντιμετώπιση της βίας και της ανομίας στα πανεπιστήμια οι επιλογές ήταν: Πρώτον η ευθύνη να ανατεθεί στους Πρυτάνεις αλλά με σεκιούριτι, όχι με Αστυνομία. Δεύτερον η ευθύνη να δοθεί στον πρύτανη, στον οποίο θα υπάγεται η Αστυνομία. Τρίτη επιλογή η συνεργασία της Αστυνομίας και του πρύτανη αλλά με υπαγωγή της ομάδας αυτής στην Αστυνομία. Και τέταρτον, την ευθύνη να την έχει η Αστυνομία χωρίς τη συνεργασία με τον πρύτανη, που είναι μια πρόταση που δεν μπορεί να συζητηθεί καθώς δεν έχει νομιμότητα και νομιμοποιητική βάση. Επιλέγουμε , είπε ο υπουργός, την τρίτη πρόταση, την υπαγωγή της ομάδας στην Αστυνομία και σε συνεργασία με τον πρύτανη με στόχο να μπορέσουμε να καταλήξουμε σταδιακά, το δυνατόν συντομότερο, στην πρώτη πρόταση που είναι την ευθύνη να την έχουν μόνο οι πρυτάνεις με σεκιούριτι και χωρίς την Αστυνομία.
«Σήμερα», είπε ο κ. Χρυσοχοΐδης, «αυτό δεν είναι δυνατόν να συμβεί καθώς οι πρυτάνεις δεν μπορούν από μόνοι τους να εφαρμόσουν ένα σχέδιο προστασίας και ασφάλειας με διάρκεια. Ο πρότερος βίος δεν είναι υπέρ τους. Γιατί θα πετύχουν σήμερα, εκεί όπου αποτυγχάνουν επί δεκαετίες;». Σημείωσε πως σήμερα έχει διαμορφωθεί στις πρυτανικές αρχές «συνήθεια να διευθύνουν τα Ιδρύματα ανεχόμενοι και συνυπάρχοντας με τις ακραίες βίαιες μειοψηφίες, δεν αποτελεί προσόν, είναι μέρος του προβλήματος. Είναι κατά κάποιο τρόπο εθισμένοι στην απειλή κακοποίησης θεωρώντας την αναγκαίο κακό». Μάλιστα χαρακτηριστικά ανέφερε πως τα θλιβερά γεγονότα στην ΑΣΟΕΕ με τον πρύτανη «είναι μια κραυγαλέα απόδειξη» αυτής της «ανοχής» καθώς την κακοποίηση του πρύτανη «τη μάθαμε από ανάρτηση των εγκληματιών. Όχι από καταγγελία ή κινητοποίηση των πρυτανικών αρχών». Αυτό, είπε, που έγινε στην ΑΣΟΕΕ ήταν αυτό που συγκλόνισε και αφύπνισε για να ειπωθεί το «ως εδώ» καθώς αυτό που έγινε συνιστά ντροπή. Όχι για τους πρυτάνεις αλλά για την πολιτεία διαχρονικά. Οι πρυτάνεις είναι ακαδημαϊκοί, η δουλειά τους δεν είναι η αντιμετώπιση της βίας. Μακάρι είπε ο υπουργός «σε μερικά χρόνια η Αστυνομία να μη χρειάζεται ούτε μέσα ούτε έξω από τα Πανεπιστήμια. Σήμερα, όμως, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς».
Τα Πανεπιστήμια, ανέφερε δυστυχώς έχουν αποτύχει στην αντιμετώπιση της βίας με πρώτα θύματα τους ίδιους τους καθηγητές και του φοιτητές. Και η πολιτεία θα «είναι δυο φορές υπεύθυνη αν κάτσει με σταυρωμένα χέρια». Επισήμανε ότι «οι φόβοι και οι αναφορές σε μαύρες για τη δημοκρατία εποχές δεν οδηγούν πουθενά». Και πρόσθεσε πως «η κατάργηση του ακαταδίωκτου, που πολλοί την λένε άδικα ως κατάργηση του ασύλου, βοήθησε στο να μειωθούν σημαντικά όχι τόσο οι παραβατικές, αλλά οι καθαρά εγκληματικές συμπεριφορές στην ΑΣΟΕΕ, στο Μετσόβιο, στις φοιτητικές εστίες στου Ζωγράφου και στη Θεσσαλονίκη, οι γιάφκες, τα ναρκωτικά, το παρεμπόριο και τα ορμητήρια κάθε είδους. Δεν εμποδίστηκαν οι ιδέες αλλά οι ναρκέμποροι και εκείνοι που είχαν σπορ να καίνε κάδους, λεωφορεία και αστυνομικούς κάθε Σαββατοκύριακο». Γι’ αυτό, όπως είπε ο υπουργός, «το δίλημμα δεν είναι δημοκρατία ή αστυνομικό κράτος, αστυνομία ή όχι στα πανεπιστήμια. Το δίλημμα είναι συνεχίζουμε να κάνουμε τα στραβά μάτια και σε κάθε Μπουραντώνη [σ.σ. πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου] αγανακτούμε για τρεις μέρες ή έχουμε το θάρρος να λύσουμε το θέμα γιατί δεν ανέχεται άλλο η δημοκρατική μας συνείδηση αυτόν τον ευτελισμό; Η απάντηση για αυτή την κυβέρνηση είναι αυτονόητη. Κάτω από το χαλί δεν έκρυψε ούτε κρύβει, ούτε θα κρύψει πρόβλημα».