Ξεπερνούν τα τρία δισεκατοµµύρια ευρώ τα χρήµατα που δίνουν ετησίως οι ελληνικές οικογένειες για τα παιδιά τους, µε στόχο να αναπληρώσουν τις ελλείψεις που αφήνει πίσω της η δημόσια εκπαίδευση.
Τα φροντιστήρια είναι εκείνα που έχουν τη μερίδα του λέοντος στις οικογενειακές δαπάνες για εκπαίδευση, με το εισιτήριο για ένα καλό πανεπιστημιακό πτυχίο και τις απαραίτητες δεξιότητες να κοστίζει ακριβά. Ουσιαστικός στόχος των γονιών είναι το παιδί να πραγματοποιήσει τα όνειρά του και να βγει επαρκώς θωρακισμένο στη δύσκολη αγορά εργασίας.
Βέβαια, το «ψωμί όλων», όπως τις χαρακτήρισε στην «Κ» έμπειρος διευθυντής φροντιστηρίου, είναι οι Πανελλαδικές Εξετάσεις και η ανάγκη για γνώση ξένων γλωσσών. Τα δίδακτρα σε φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα αποτελούν το 40,9% της συνολικής δαπάνης των οικογενειών για την εκπαίδευση των παιδιών. Μάλιστα, τα ιδιαίτερα μαθήματα έχουν αυξήσει το μερίδιό τους τα τελευταία χρόνια, κάτι που αποδίδεται στη βελτίωση του οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα.
Από 4.000-8.000 ευρώ το «πακέτο» για εισαγωγή σε ΑΕΙ
Την ίδια στιγμή, γονείς επιλέγουν ιδιωτικές δομές (ιδιωτικά σχολεία, ΙΕΚ, παιδικοί σταθμοί), δίνοντας ετησίως πάνω από 950 εκατομμύρια ευρώ σε δίδακτρα. Εξ αυτών τα 461,2 εκατ. ευρώ δόθηκαν σε δίδακτρα ιδιωτικών σχολείων, ενώ εντυπωσιακή είναι και η αύξηση των διδάκτρων για μεταπτυχιακές σπουδές.
Η μεγάλη έρευνα του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) της ΓΣΕΕ, την οποία παρουσιάζει η «Κ», σκιαγραφεί με ευκρίνεια τις ευρύτερες αλλαγές στην οικονομική κατάσταση των Ελλήνων την τελευταία εικοσαετία, όπως αυτές αποτυπώνονται στη μέριμνά τους για την εκπαίδευση των παιδιών. Συγκεκριμένα, η έρευνα καταγράφει τις ετήσιες δαπάνες των νοικοκυριών για αγορά αγαθών και υπηρεσιών εκπαίδευσης από το 2004 έως και το 2020.
Σύμφωνα με τον Νίκο Παΐζη, μαθηματικό-ερευνητή, επιστημονικό συνεργάτη του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ και υπεύθυνο για την επεξεργασία της έρευνας, τα στοιχεία βασίζονται στις αντίστοιχες έρευνες οικογενειακών προϋπολογισμών της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), ενώ για τα έτη 2005, 2006 και 2007 έχει γίνει αναγωγή των δαπανών με βάση την ετήσια συνολική μεταβολή του υποδείκτη τιμών καταναλωτή για εκπαίδευση. Τα βασικότερα συμπεράσματα είναι τα εξής:
• Το 2020 τα νοικοκυριά έδωσαν 3.181,9 εκατομμύρια ευρώ για αγαθά και υπηρεσίες εκπαίδευσης. Το ποσό εκτιμάται ότι επηρέασε και η πανδημία, καθώς μειώθηκε σε σχέση με το 2019 (τότε ήταν 3.244,9 εκατ. ευρώ, ποσό αυξημένο από τα 3.176,5 εκατ. ευρώ του 2018). Βέβαια, η ανώτερη τιμή κατεγράφη στο τέλος της μακράς περιόδου ευημερίας –με δανεικά– για την Ελλάδα: το 2009, όταν από τους Ελληνες δόθηκαν 5.531,4 εκατ. ευρώ για αγαθά και υπηρεσίες εκπαίδευσης, αυξημένα κατά 26,1% από τα 4.386,9 εκατομμύρια ευρώ που δόθηκαν το 2004. Μάλιστα, σχεδόν σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες εκπαιδευτικών υπηρεσιών οι δαπάνες σημειώνουν την ανώτατη τιμή τους το 2009. Από το 2010 αρχίζει η μείωση των δαπανών, η οποία συγκεντρωτικά για την περίοδο 2010-2020 είναι 42,3%.
• Το 2020 το 40,9% των συνολικών ετήσιων δαπανών δόθηκε σε φροντιστήρια, δηλαδή 1.301,6 εκατομμύρια ευρώ. Από αυτά τα 680,9 εκατ. (το 21,4%) για ξένες γλώσσες. Μάλιστα είναι εντυπωσιακή η αύξηση του κονδυλίου το 2020 για ξένες γλώσσες, αφού το 2019 ήταν 623 εκατ. και το 2018 ήταν 604,4 εκατ. ευρώ.
• Από τα 1.301,6 εκατ. ευρώ το 2020, για την προετοιμασία των μαθητών στα μαθήματα του σχολείου δόθηκαν συνολικά 620,7 εκατομμύρια ευρώ. Εξ αυτών τα 392,8 εκατ. ευρώ δόθηκαν σε φροντιστήρια και τα 227,9 εκατ. ευρώ ήταν δίδακτρα για ιδιαίτερα μαθήματα. Η δαπάνη για φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα αποτελεί το 19,5% της συνολικής ετήσιας οικογενειακής δαπάνης για αγαθά και υπηρεσίες εκπαίδευσης στη χώρα μας το 2020.
• Η δαπάνη για φροντιστήρια το 2020 (392,8 εκατ. ευρώ) μειώθηκε κατά 8,4% σε σχέση με το 2019, αλλά αξιοσημείωτο είναι πως είναι η χαμηλότερη από το 2004. Αυτό ερμηνεύεται, όχι τόσο ως μείωση στα μαθήματα για την προετοιμασία των παιδιών για τις Πανελλαδικές Εξετάσεις, αλλά αποδίδεται στη μείωση –λόγω πανδημίας– των φροντιστηριακών μαθημάτων σε μαθητές του Γυμνασίου και της Α΄ Λυκείου, καθώς και στη στροφή –επίσης, λόγω πανδημίας– των μαθητών Β΄ και Γ΄ Λυκείου στα ιδιαίτερα μαθήματα.
• Ετσι, το μερίδιο των ιδιαίτερων μαθημάτων, παρά τις αυξομειώσεις του, καλά κρατεί. Το 2020 δόθηκαν 227,9 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά 4,4% σε σχέση με τα 238,3 εκατ. του 2019. Ωστόσο, το ποσό του 2020 ήταν από τα μεγαλύτερα της τελευταίας πενταετίας.
• Ενα σημαντικό μέρος των ετήσιων δαπανών των οικογενειών για εκπαίδευση είναι και τα δίδακτρα για ιδιωτικά σχολεία. Σαφώς είναι η επιλογή των γονιών να στείλουν το παιδί σε ιδιωτικό σχολείο και όχι σε δημόσιο, ωστόσο αποτυπώνει την επιλογή τους για μια καλύτερη εκπαίδευση σε σχέση με ό,τι θεωρούν πως προσφέρει το δημόσιο σχολείο. Συγκεκριμένα, το 2020 δόθηκαν 461,2 εκατομμύρια ευρώ για δίδακτρα σε ιδιωτικά νηπιαγωγεία, δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια. Το αντίστοιχο ποσό του 2019 ήταν 384,2 εκατομμύρια ευρώ. Μάλιστα, όπως παρατηρεί ο κ. Παΐζης, στα γυμνάσια κατά την περίοδο 2017-2020 καταγράφεται ιδιαίτερα σημαντική αύξηση κατά 77,3%.
• Εντυπωσιακή είναι η αύξηση των δαπανών για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, η οποία εστιάζεται στις μεταπτυχιακές σπουδές. Το 2020 δόθηκαν 242,1 εκατομμύρια ευρώ, ενώ κατά την περίοδο 2004-2020 καταγράφεται αύξηση κατά 304%.
Απαραίτητοι ακόμη και ψυχολόγοι
Πώς θα διαχειριστώ τον χρόνο μου; Τι θα κάνω εάν αποτύχω; Μήπως θα απογοητεύσω τους γονείς μου; Ερωτήματα καίρια για ένα παιδί που εισέρχεται, από τις αρχές του λυκείου, στη διαδικασία των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Ετσι, οι συμβουλές των ψυχολόγων κρίνονται απαραίτητες, και γι’ αυτό φροντιστήρια διαθέτουν πλέον ψυχολόγους. «Η πανδημία ενέτεινε τα προβλήματα των παιδιών. Τα βοηθάμε πώς να οργανώσουν τον χρόνο τους, αφού πολλά παιδιά κάνοντας μάθημα στο σπίτι ξεσυνήθισαν την πειθαρχία του σχολείου και εμφάνισαν σημάδια αναβλητικότητας», παρατηρεί μιλώντας στην «Κ» η Εύη Τσιρογιαννίδου, υπεύθυνη του προγράμματος χρόνου στα φροντιστήρια «Ελιξ» της Θεσσαλονίκης. «Υπάρχει και ο φόβος της αποτυχίας που μπορεί να επηρεάσει την απόδοση των παιδιών», προσθέτει η ίδια, φωτίζοντας μια κρίσιμη πτυχή προς τους γονείς: «Συχνά, παιδιά που στοχεύουν σε σχολές με υψηλή βαθμολογία έχουν αγωνία, όχι μόνο μήπως αποτύχουν, αλλά –βαθύτερα– μήπως δεν ανταποκριθούν στις προσδοκίες των γονιών τους».