Ο χάρτης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα τίθεται πάλι στο τραπέζι του υπουργείου Παιδείας, με πιθανές καταργήσεις και συγχωνεύσεις τμημάτων. Το ίδιο και η θέσπιση «διπλής βάσης εισαγωγής» στα πανεπιστήμια – μία γενική βάση που θα οριστεί από το υπουργείο, και μία ειδική που θα οριστεί από τα ίδια τα ΑΕΙ σε μαθήματα βαρύτητας. Επίσης, ο αριθμός των εισακτέων θα ορίζεται σε συνεννόηση με τα ΑΕΙ, ενώ θα ενισχυθεί και η επαγγελματική εκπαίδευση ώστε να μην κατευθύνονται όλοι οι απόφοιτοι λυκείου στα ΑΕΙ.
Αυτοί είναι οι τέσσερις άξονες των αλλαγών που προωθεί το υπουργείο Παιδείας, τον σχεδιασμό των οποίων αναπτύσσει σήμερα στην «Κ» ο αρμόδιος υφυπουργός για την ανώτατη εκπαίδευση Βασίλης Διγαλάκης.
«Δεν θα πρέπει να μελετήσουμε και να αποφασίσουμε ποιες είναι οι ειδικότητες που έχει ανάγκη η πατρίδα μας; Προφανώς στη συνέχεια ο ακαδημαϊκός χάρτης θα αλλάξει, όμως μόνο έτσι θα μπορέσουν τα ίδια τα ΑΕΙ να θέσουν τα δικά τους κριτήρια εισαγωγής», παρατηρεί στην «Κ» ο Κυριάκος Κουβελιώτης, καθηγητής και πρύτανης του Berlin School of Business and Innovation στο Βερολίνο.
Ειδικότερα, όπως φάνηκε και από την πρόσφατη ανακοίνωση των βάσεων εισαγωγής, μεγάλος αριθμός πανεπιστημιακών τμημάτων δέχονται φοιτητές με χαμηλή βαθμολογία και έχουν βάση κάτω από τις 10.000 μονάδες. Οχι πως κάποιος που εισήχθη σε ΑΕΙ με χαμηλή βαθμολογία δεν μπορεί να καταφέρει να είναι συνεπής στις σπουδές του. Αλλωστε, οι επιδόσεις των υποψηφίων εξαρτώνται από τον βαθμό δυσκολίας των θεμάτων στις Πανελλαδικές Εξετάσεις κάθε χρόνο, αλλά και από ειδικές συνθήκες, όπως η φετινή πανδημία. Ωστόσο η ένταση και το εύρος του φαινομένου που πλέον έχει καταστεί διαχρονικό, προβληματίζουν την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας αλλά και τους πανεπιστημιακούς, οι οποίοι διαμαρτύρονται για το χαμηλό επίπεδο των φοιτητών.
«Το πρόβλημα των χαμηλών βάσεων εισαγωγής είναι διαχρονικό, και έχει ενταθεί με τις αλλαγές Γαβρόγλου στον χάρτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε συνδυασμό με την αύξηση των εισακτέων τα τελευταία χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Συγκεκριμένα, την τελευταία διετία το ποσοστό των τμημάτων με βάση κάτω από 10.000 εκτινάχθηκε από το περίπου 25% που ήταν μεσοσταθμικά τα προηγούμενα χρόνια, στο 40% φέτος», παρατηρεί ο κ. Διγαλάκης.
Η διαχρονική έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού στη διαμόρφωση του χάρτη της ανώτατης εκπαίδευσης έχει οδηγήσει στην υπερπροσφορά προγραμμάτων σπουδών, «τα οποία συχνά δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας και στις εξελίξεις της οικονομίας και της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Την ίδια στιγμή, απουσιάζουν οι αξιόπιστες δομές μεταλυκειακής τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης», παρατηρεί ο κ. Διγαλάκης.
Οι νέοι, μη έχοντας ουσιαστική διέξοδο μετά το λύκειο, προτιμούν να εισαχθούν σε ΑΕΙ με χαμηλή βαθμολογία, χρησιμοποιώντας την επιλογή αυτή ως ένα προσωρινό «καταφύγιο», που θα αναβάλει για κάποιο χρονικό διάστημα την έξοδο σε μία δύσκολη αγορά εργασίας.
Ενδεικτικά, ποσοστό περίπου 80% των αποφοίτων λυκείου, διπλάσιο από τη διεθνή πρακτική, εισάγεται σε ΑΕΙ. Ετσι, στην πραγματικότητα καλύπτεται το έλλειμμα στην επαγγελματική εκπαίδευση και ως εκ τούτου αλλοιώνεται ο σκοπός και ο ρόλος των ΑΕΙ.
Οι «λιμνάζοντες» φοιτητές
Και αυτό αποδεικνύεται και από την ποιοτική υποβάθμιση των σπουδών, που παρατηρείται στα πανεπιστήμια, με χαμηλά ποσοστά αποφοίτησης και υψηλά ποσοστά «λιμναζόντων» φοιτητών. Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Παιδείας, η Ελλάδα κατατάσσεται στην τελευταία θέση στην Ευρώπη στον δείκτη του ποσοστού αποφοίτων επί του συνόλου των φοιτητών. Το 2017 ο δείκτης στην Ελλάδα ήταν 9,41%, ενώ ο μέσος όρος της Ευρώπης των «28» ήταν 24,15%.
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος οι λύσεις που μελετώνται, σχεδιάζονται –όπως ανέφερε στην «Κ» ο κ. Διγαλάκης– πάνω στους εξής τέσσερις άξονες:
– Τη θεσμοθέτηση γενικής βάσης εισαγωγής στα ΑΕΙ (π.χ. 10 με άριστα το 20) από το υπουργείο Παιδείας, αλλά και ειδικής βάσης σε ένα ή δύο μαθήματα που θα κρίνει κάθε σχολή ως απαραίτητα για τους υποψήφιους φοιτητές της (π.χ. τα Μαθηματικά για τα τμήματα Μαθηματικών).
– Την αναδιάταξη του χάρτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Σήμερα υπάρχουν 459 τμήματα στα πανεπιστήμια. Η Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ), στο πλαίσιο του στρατηγικού σχεδιασμού και της αξιολόγησης και πιστοποίησης ακαδημαϊκών μονάδων και προγραμμάτων σπουδών, μπορεί να εισηγηθεί την κατάργηση ή τη συγχώνευση ενός τμήματος και τη διακοπή ενός προγράμματος σπουδών.
– Την κατάρτιση πολυετών προγραμματικών συμφωνιών μεταξύ ΑΕΙ – υπουργείου Παιδείας, κατόπιν εισήγησης της ΕΘΑΑΕ, οι οποίες θα περιλαμβάνουν και τον αριθμό εισακτέων για τα επόμενα 4 χρόνια.
– Την αναβάθμιση της μεταλυκειακής επαγγελματικής εκπαίδευσης, με κεντρικό σχεδιασμό για τα προσφερόμενα προγράμματα σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, βάσει των αναγκών και της στρατηγικής ανάπτυξης της χώρας. Αλλωστε, το επόμενο νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας θα αφορά την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση.
Ταυτόχρονα, βέβαια, οι πανεπιστημιακοί επισημαίνουν ότι οι αλλαγές θα πρέπει να στοχεύουν και στη βελτίωση της εκπαίδευσης από τη βάση. «Ο μαγικός αριθμός 10 από μόνος του δεν θα μπορούσε να θεραπεύσει ένα συνονθύλευμα παθογενειών που συνοδεύει τις νέες γενιές δεκαετίες τώρα. Το κύριο ζήτημα όπως και σε όλα τα προβλήματα είναι η αποτροπή τους και όχι ο χειρισμός τους όταν έχουν εξελιχθεί σε κρίση. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να εξαφανίσουμε τις κακές επιδόσεις εν τη γενέσει τους και όχι στη Γ΄ Λυκείου», παρατηρεί ο κ. Κουβελιώτης. Και προσθέτει: «Η τεχνολογία αποτελεί έναν από τους καλύτερους συμμάχους μας. Δεν μας παρέχει απλά μια δέσμη εργαλείων, αλλά έχει δημιουργήσει η ίδια νέες εκπαιδευτικές μεθοδολογίες. Ας τις αξιοποιήσουμε στο έπακρο. Σε κάθε περίπτωση, ένα νέο παιδί που ξεκινάει τώρα τις σπουδές του θα πρέπει να γνωρίζει ότι θα χρειασθεί να αποκτά συνεχώς νέες δεξιότητες, να σπουδάσει αργότερα στη ζωή του ένα νέο γνωστικό αντικείμενο και να αλλάξει καριέρα ίσως ακόμα και δέκα φορές».
Η «βροχή» των πτυχίων και οι αιτίες της
«Οι χιλιάδες υποψήφιοι που έγραψαν κάτω από τη βάση έχουν απολυτήριο λυκείου! Δεν υπάρχουν ευθύνες σε κανέναν γι’ αυτό; Οι γονείς δεν ανησυχούν γι’ αυτό;» λέει στην «Κ» η Ευγενία Μπουρνόβα, ιστορικός, καθηγήτρια στο τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών, εστιάζοντας στο πρόβλημα της υποβαθμισμένης μέσης εκπαίδευσης.
Από την άλλη, η κοινωνική πίεση είναι ισχυρή, καθώς οι γονείς θέλουν απλώς τα παιδιά τους να μπουν στο πανεπιστήμιο, ακόμα και αν οι πραγματικές γνώσεις τους δεν θα το επέτρεπαν.
Και η ίδια περιγράφει τις πτυχές του προβλήματος και πώς αναπτύσσεται: «Η ελληνική κοινωνία, μαζί με τις πολιτικές ηγεσίες σε πλήρη συνενοχή, απαιτεί πανεπιστημιακά πτυχία για τα παιδιά της. Γι’ αυτό, αφού το παιδί εισαχθεί στο πανεπιστήμιο, αρχίζει τις πιέσεις για να περνάει τα μαθήματα, όπως είχε μάθει να πιέζει ο μπαμπάς ή η μαμά τούς καθηγητές για μεγάλους βαθμούς στο σχολείο. Το κάνει διότι θέλει να βγει στην αγορά εργασίας.
Ετσι, όταν ο αριθμός των φοιτητών που συσσωρεύονται στα διάφορα μαθήματα αυξάνει πολύ, για κάποιους πολύ παλιούς φοιτητές το γραπτό τους, που αξίζει να βαθμολογηθεί με 3-4, φτάνει στο 5. Επιπλέον, για κάποια χρόνια το υπουργείο Παιδείας –προστατεύοντας τους λεγόμενους “αιώνιους” φοιτητές– είχε εγκρίνει και επιπλέον εξεταστική περίοδο για όσους ήταν εγγεγραμμένοι πάνω από 4 έτη. Φέτος, μετά την πανεπιστημιοποίηση των ΤΕΙ και τη δημιουργία πολλών νέων τμημάτων ανά την επικράτεια –η πιο λαϊκίστικη πολιτική που έγινε ποτέ–, προς μεγάλη ικανοποίηση των ελληνικών οικογενειών, τα παιδιά εισάγονται πλέον αποκλειστικά σε πανεπιστήμιο, χωρίς τον φόβο να μειωθεί το κύρος της οικογένειας από πιθανή είσοδο στα ΤΕΙ. Τι θα γίνει, όμως, στα πανεπιστήμια; Οσο η τεχνολογική εκπαίδευση δεν αναβαθμίζεται και όσο τα πανεπιστημιακά τμήματα δεν έχουν τη δυνατότητα να ορίζουν την κατώτερη βαθμολογία εισαγωγής στα βασικά μαθήματα της επιστήμης τους (η πρόταση έχει κατατεθεί πριν από χρόνια), η καθοδική πορεία στην εκπαίδευση θα συνεχίζεται».