Την ώρα που επιχειρείται μία γενικότερη αναδιάρθρωση της Παιδείας, έρχεται η εξαγγελία του Κώστα Γαβρόγλου για αλλαγή στο ωράριο έναρξης των μαθημάτων από τη νέα σχολική χρονιά για να… δέσει το γλυκό.
Ο Υπουργός Παιδείας, λοιπόν, προετοίμασε το έδαφος για τη νέα ώρα έναρξης των μαθημάτων, δηλαδή στις 9, ενώ μέσα στα επιχειρήματά του, εκτός της ξεκούρασης των παιδιών που, σύμφωνα με τον κ.Γαβρόγλου, δεν χρειάζεται να ξυπνούν από τα μαύρα χαράματα, είναι ο τερματισμός των… καυγάδων στο σπίτι. Μάλιστα, τόνισε χαρακτηριστικά σε ραδιοφωνική του συνέντευξη: «οι μεγάλοι καβγάδες σε ένα σπίτι γίνονται για τρία θέματα: άφησε το κινητό σου και πιάσε βιβλία, κοιμήσου νωρίς και ξύπνα-ξύπνα».
Ας θέσουμε ως βάση συζήτησης ότι μπορεί το συγκεκριμένο (νέο) μέτρο να είναι αποδοτικό. Ή ας πούμε, βρε αδερφέ, ότι δεν χάθηκε ο κόσμος ή ότι δεν είναι τόσο μεγάλο θέμα να αρχίζουν τα σχολεία στις 9.
Σε μία τέτοια συζήτηση, όμως, πρέπει να σκεφτούμε και την αντίπερα όχθη. Ναι, θα σταματήσουν οι καυγάδες για το ξύπνημα των παιδιών, θα σταματήσει και η γκρίνια που ακολουθεί του ξυπνήματος, αλλά τι θα γίνει, κ.Υπουργέ, με τις δουλειές των γονιών; Όσοι έχουν ακόμα, τέλος πάντων; Γιατί αν είναι να σταματήσουν οι καυγάδες στο σπίτι και να μεταφερθούν στον εργασιακό χώρο από τα απαιτητικά αφεντικά που θα ζητούν επιτακτικά εξηγήσεις από τους καθυστερημένους, στην προσέλευση στην εργασία, γονείς, τότε δεν λύνεται το πρόβλημα, αλλά δημιουργείται ένα άλλο.
Δεν πρόκειται να στήσουμε στον τοίχο τον Κώστα Γαβρόγλου. Θα συμφωνήσουμε μαζί του ότι υπάρχουν σοβαρές επιστημονικές έρευνες σχετικά με το πρωινό ξύπνημα ενός εφήβου και πως αντιδρά ο οργανισμός, όπως θα συμφωνήσουμε πως η αλλαγή του ωραρίου θα βοηθήσει οικογένειες με ειδικές ανάγκες.
Υπάρχουν, όμως, αστερίσκοι. Και αυτούς τους αστερίσκους καλείται να λάβει σοβαρά υπόψιν ο υπουργός. Ή, για να το θέσουμε πιο σωστά, για μία καλύτερη παιδεία υπάρχουν οι σχετικές προτεραιότητες στις αλλαγές. Και η αλλαγή ωραρίου δεν είναι μία από αυτές. Ισως, τη δεδομένη χρονική στιγμή και με τα δεδομένα προβλήματα, να είναι το τελευταίο γράμμα του αλφάβητου, για να μιλήσουμε με… εκπαιδευτικούς όρους.