Άρθρο της Γιώτας Ιωαννίδου
Δίνουν και παίρνουν αυτές τις ημέρες οι χαρακτηρισμοί περί αδαών μαθητών που πλήττουν το κύρος της ελληνικής εκπαίδευσης, αφού εισάγονται στις πανεπιστημιακές σχολές με βαθμολογίες πανελληνίων «κάτω της βάσης». Εντείνεται η συζήτηση για επαναφορά της βάσης του 10 ή/και «αναβάθμισης» του απολυτηρίου Λυκείου μέσω δυσκολότερων και διενεργούμενων εξωτερικά προς το σχολείο εξετάσεων (ως προς το ποιος βάζει τα θέματα, ποιος τα διορθώνει κλπ).
Η κ. Κεραμέως και η κυβέρνηση της ΝΔ υπόσχονται υλοποίηση των προεκλογικών τους δεσμεύσεων για θέσπιση βάσης εισαγωγής αλλά και απολυτήριο Λυκείου που θα προκύπτει από τους βαθμούς και των τριών τάξεων με εξετάσεις και ενεργοποίηση της Τράπεζας Θεμάτων, που συνεχίζει να υπάρχει. Το ΚΙΝΑΛ επιμένει στην αύξηση του βαθμού δυσκολίας απόκτησης απολυτηρίου, ως τρόπου αναβάθμισής του, και ο ΣΥΡΙΖΑ μέσω του πρώην υπουργού παιδείας κ. Γαβρόγλου συναινεί δηλώνοντας ότι δεν γίνεται τίποτε όσο το απολυτήριο, όπως δίνεται σήμερα, δεν αντιπροσωπεύει τίποτα. Έτσι επανέρχεται η κεντρική συντηρητική αφήγηση, ότι για την απαξίωση της εκπαίδευσης φταίει κατά βάση η «χαλαρότητα» και η ευκολία, ενώ αν δυσκολέψουν τα πράγματα εξεταστικά οι «ένοχοι» μαθητές του «πίσω θρανίου και του χαβαλέ» ή θα αναγκαστούν να συμμορφωθούν ή να φύγουν. Εξ άλλου δεν κάνουν κι όλοι για τα γράμματα. Ιδίως τα πανεπιστημιακά. Έτσι σίγουρα αφενός δεν θα διασύρεται το κύρος των Πανεπιστημίων, αφετέρου θα μείνουν κενές θέσεις για φοιτητές από το εξωτερικό με δίδακτρα, λένε οι πιο επιχειρηματικοί…
Βέβαια η παραπάνω αφήγηση «ξεχνά» κάτι ουσιαστικό: αυτό που αμφισβητεί την αξία του απολυτηρίου και των τίτλων σπουδών δεν είναι ούτε ο βαθμός ούτε η δυσκολία απόκτησής τους. Οι ίδιοι αυτοί που χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για τους χαμηλούς βαθμούς είναι εκείνοι που αμφισβητούν την αξία των τίτλων σπουδών με όσο κόπο και με όποιον βαθμό έχουν αποκτηθεί, αφού λένε στους απόφοιτους και στους πτυχιούχους ότι πρέπει να μπουν στην αρένα του ανταγωνισμού, κυνηγώντας συνεχώς κι άλλα προσόντα, σε μια πορεία που δεν έχει τέλος. Η συζήτηση που άνοιξε για το προσοντολόγιο για τους εκπαιδευτικούς είναι τρανό παράδειγμα.
Να ξεκαθαρίσουμε εξ αρχής. Το θέμα της ποιότητας της δημόσιας εκπαίδευσης που παίρνουν τα παιδιά των εργαζόμενων και του λαού και η συνεχής συρρίκνωσή της, είναι από τα πρώτα ζητήματα που παλεύει στον δρόμο και τις σχολικές τάξεις το κομμάτι των μαχόμενων εκπαιδευτικών.
Η σπουδαιοφανής όμως συζήτηση περί «βάσεων» και τα επιχειρήματα του παραπάνω καθεστωτικού πολιτικού προσωπικού και των κονδυλοφόρων τους δεν αφορά τη συνεισφορά σε αυτό. Ίσα ίσα αυτή ενδιαφέρεται να υψώσει νέους ταξικούς φραγμούς αποκλεισμού των πιο φτωχών μαθητών. Γι’ αυτό και στο κέντρο της έχει για μια ακόμη φορά τις εξετάσεις κι όχι το σύνολο του εκπαιδευτικού συστήματος και το πώς τα παιδιά φτάνουν μέχρι εκεί. Η αυστηρότητά της εξαντλείται στη δημόσια εκπαίδευση και αναπτύσσεται με τρόπο που να τροφοδοτεί την ιδιωτική. Γίνεται ώστε να αποπροσανατολίζει από τη συνολική θέαση του ζητήματος. Αποσιωπά λόγου χάρη τα θέματα των εξετάσεων που πολλές φορές προσεγγίζουν με τη δυσκολία τους τις γνώσεις που πρέπει να έχουν φοιτητές προχωρημένων ετών και καμιά σχέση δεν έχουν με τις απαιτούμενες γνώσεις για να παρακολουθήσει κάποιος πανεπιστημιακή σχολή. Ή τους μαθητές που σε αυτά τα θέματα έγραψαν και δεκαεξάρια και δεκαοκτάρια κι ωστόσο δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τη σχολή που επιθυμούν λόγω ανταγωνισμού και περιορισμένου αριθμού εισακτέων κλπ. Και το πιο αποκαλυπτικό, όλη αυτή η συζήτηση γίνεται σε μια περίοδο που η συγκρότηση της πλειοψηφίας των τμημάτων των Ομάδων Προσανατολισμού στα Λύκεια δεν έχει εγκριθεί και οι μαθητές είναι στον αέρα, αφού αυτά έχουν χαρακτηριστεί ως ολιγομελή και μπορεί να καταργηθούν, με βάση την εγκύκλιο Γαβρόγλου, δυο εβδομάδες πριν τις εκλογές, που τώρα εφαρμόζει η κυβέρνηση της ΝΔ!
Η θέσπιση της βάσης του 10 έχει εφαρμοστεί και έχει πετύχει ταξικά ενώ έχει αποτύχει μορφωτικά
Η βάση του 10 (του 9,5 ή του 9 ή όποιου βαθμού θέλει κάθε Σχολή), δεν θα είναι παρά η αναγκαία για την εξουσία στρόφιγγα ρύθμισης των μαθητικών ροών προς το Πανεπιστήμιο, με βάση τον κάθε φορά βαθμό δυσκολίας των θεμάτων. Ήδη θεωρείται δεδομένο από την εμπειρία ότι τα θέματα των πανελληνίων εξετάσεων καμιά σχέση δεν οφείλουν να έχουν με το επίπεδο των σχολικών βιβλίων. Πολύ περισσότερο αυτό νομιμοποιείται στη συνείδηση των μαθητών και των γονιών τους αφού οι εξετάσεις είναι ανταγωνιστικές και όχι διαγνωστικές. Δεν μπαίνει όποιος ξέρει αλλά αυτός που στη δεδομένη εξέταση προσπερνά τον άλλον βαθμολογικά έστω και για ελάχιστα μόρια αφού ο αριθμός των θέσεων είναι συγκεκριμένος. Τώρα θα έχει μπει και ένα επιπλέον φίλτρο αποκλεισμού με τη βάση εισαγωγής.
Η βάση του 10, ως πρώτη προϋπόθεση εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο, εφαρμόστηκε πάλι από το 2006 έως το 2010. Με βάση την έρευνα του ΙΟΒΕ, τον Ιούλιο του 2017, «Εκπαιδευτικές ανισότητες στην Ελλάδα. Πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και επιπτώσεις της κρίσης», το μέτρο είχε ως επιπτώσεις τη μεγάλη μείωση των εισακτέων στα ΤΕΙ και τη συνολική μείωση του αριθμού των φοιτητών που προέρχονταν από οικογένειες με μεσαίο και χαμηλό κοινωνικό-μορφωτικό επίπεδο (από περίπου 60% σε 50%των φοιτητών), έναντι αυτών που προέρχονταν από υψηλό έως πολύ υψηλό επίπεδο. Πέρα από το ότι έμειναν εκτός πανεπιστημιακών σχολών περισσότερα παιδιά από οικογένειες χαμηλού ή μεσαίου εισοδήματος, καμιά αξιοσημείωτη πρόοδος δεν σημειώθηκε στο μορφωτικό επίπεδο ούτε των μαθητών των Λυκείων ούτε των φοιτητών και των Πανεπιστημίων.
Οι εξετάσεις και η βάση εισαγωγής αφορούν μόνο τα δημόσια Πανεπιστήμια και όχι τα ιδιωτικά. Εκεί βάση εισαγωγής είναι… τα χρήματα.
Έχεις να πληρώσεις; Μπαίνεις και σπουδάζεις ό,τι θέλεις, όπου θέλεις και όποτε θέλεις. Όσοι αποκλείονται με τη βάση εισαγωγής του δέκα από το δημόσιο πανεπιστήμιο μια χαρά μπορούν να σπουδάσουν σε ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο. Κι όχι μόνο αυτό. Σε αντίθεση με το δημόσιο πανεπιστήμιο μπορούν στην πιο προχωρημένη εκδοχή του Πανεπιστήμιου – επιχείρηση να «αγοράσουν» και το πτυχίο. Η διαμόρφωση βάσης εισαγωγής στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο δεν είναι μόνο μια στρόφιγγα αποκλεισμού από την πρόσβαση σε αυτό, αλλά ανοίγει τη ροή προς την ανάπτυξη της ιδιωτικής εκπαίδευσης, εξασφαλίζοντάς της πελάτες.
Προφανώς αυτό ευνοεί τα παιδιά των «εχόντων» και κατεχόντων, αλλά υπάρχουν λύσεις και για όλα τα βαλάντια στην ελεύθερη αγορά. Εξάλλου το ιδιωτικό πανεπιστήμιο ως επιχείρηση δεν ενδιαφέρεται για την ταξική προέλευση όποιου καταναλώνει τα προϊόντα του. Για όσους πληρώνουν δεν ισχύει το «δε θέλουμε άλλους γιατρούς και δικηγόρους» ούτε ότι «κόβονται γιατί έγραψαν κάτω από τη βάση». Και δεν μιλάμε μόνο για αυτούς που πληρώνουν στην πολυπληθή αγορά των κολλεγίων και των πτυχίων του συρμού, που με τον τελευταίο νόμο Γαβρόγλου ισοτιμούνται εύκολα με τα πτυχία των ελληνικών Πανεπιστημίων.
Αλλά και για τους αποφοίτους του Χάρβαρντ και του Γειλ, που κατέχουν με τη βούλα της αριστείας στελεχικούς, υπουργικούς και πρωθυπουργικούς θώκους. Κατά τα άλλα βοά ακόμη ο τόπος από το τελευταίο σκάνδαλο, που έσκασε τον Μάρτιο του 2019 με την εξάρθρωση μεγάλου δικτύου παράνομων δωροδοκιών Συμβούλων για την αγορά θέσης σε μεγάλα πανεπιστήμια όπως το Γέιλ, το Στάνφορντ και το Τζορτζτάουν. Ποια εισαγωγή στο πανεπιστήμιο;! Οι άνθρωποι της αγοράς έχουν προχωρήσει! Και όπως αναφέρουν σε σχολιασμό τους οι New York Times, με βάση τα στοιχεία του βιβλίου «Η τιμή της εισαγωγής σε ένα πανεπιστήμιο», οι νόμιμες «δωροδοκίες» ονομάζονται προσφορές και γίνονται απευθείας στο Πανεπιστήμιοαπό γονείς με ηχηρά επώνυμα. Κάπως έτσι εξασφάλισε την εισαγωγή του στο Χάρβαρντ ο γαμπρός του Τραμπ.
Η συζήτηση περί βάσεων εισαγωγής είναι υποκριτική όταν δεν έχουν εγκριθεί από το Υπουργείο τα περισσότερα τμήματα Ομάδων Προσανατολισμού της Γ’ Λυκείου στα Λύκεια όλης της χώρας
Με βάση στοιχεία των ΕΛΜΕ που έχουν δημοσιοποιηθεί, δεν έχουν εγκριθεί 228 τμήματα μόνο στη Θεσσαλονίκη, από τα οποία τα 107 είναι στη Δυτική Θεσσαλονίκη και αφορούν 815 μαθητές. Αυτοί που συζητούν τόσο σπουδαιοφανώς για την αμάθεια των μαθητών που δίνουν εισαγωγικές κρύβουν κάτω από το χαλί ότι εδώ και μερικά χρόνια, όλες οι κυβερνήσεις τους διαχρονικά έχουν εφεύρει τον πολύ εκπαιδευτικό όρο (!), «ολιγομελές τμήμα». Εν ολίγοις οι φοβερές εκπαιδευτικές τους αρχές, του μάνατζμεντ της αγοράς, μας λένε ότι το δικαίωμα ενός παιδιού να φοιτήσει στο σχολείο της γειτονιάς του στην κατεύθυνση που θέλει (ή στην ειδικότητα που θέλει αντίστοιχα για τα ΕΠΑΛ) εξαρτάται από το πόσους μαθητές έχει το τμήμα. Αν π.χ. σε ένα Λύκειο με τρία τμήματα στη Γ’ Λυκείου ένα τμήμα Ομάδας Προσανατολισμού έχει κάτω από 20 μαθητές σε μια πόλη ή κάτω από 15 σε απομακρυσμένη περιοχή εναπόκειται στη μεγαλοθυμία του Υπουργείου αν θα δημιουργηθεί ή αν ο μαθητής θα αναγκαστεί να μετακινηθεί σε άλλο σχολείο. Αυτά όρισε με Υπουργική Απόφαση δύο εβδομάδες πριν τις εκλογές ο κ. Γαβρόγλου και υλοποιεί η ΝΔ τώρα!
Η συζήτηση για τη βάση του 10, θέλει να προετοιμάσει την κοινή γνώμη για την αποδοχή της σκλήρυνσης του συστήματος απόκτησης Εθνικού Απολυτήριου στα πλαίσια της συνολικότερης αντιδραστικής εκπαιδευτικής αναδιάρθωσης
Την προετοιμασία για την αποδοχή μιας τέτοιας εξέλιξης όπως και της μείωσης των μαθητών της γενικής παιδείας προς όφελος της κατάρτισης και της μαθητείας την εξασφάλισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με τον νόμο Γαβρόγλου και τη συρρίκνωση του Γενικού Λυκείου κατά μια τάξη. Ωστόσο διατηρώντας τις διατάξεις του νόμου Αρβανιτόπουλου, ο πρώην υπουργός παιδείας, άφησε τον τρόπο απόκτησης του απολυτηρίου να καθοριστεί με Υπουργική Απόφαση ή Προεδρικό Διάταγμα, που οφείλει η κυβέρνηση της ΝΔ να φέρει εντός του αμέσως επόμενου διαστήματος. Τι εξετάσεις σε ομάδες σχολείων με εξωτερικά θέματα και διορθωτές, που υποσχέθηκε η προηγούμενη κυβέρνηση, τι εξετάσεις με Τράπεζα Θεμάτων που λέει η κ Κεραμέως, η απόσταση «ένα (απαγορευμένο) τσιγάρο δρόμος»…
Εν ολίγοις, το σύστημα θέλει κόφτες της ροής στα Πανεπιστήμια ενώ τη δεκαετία του 1990 επέτρεψε στην Ελλάδα μια μεγάλη διεύρυνση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το ίδιο ισχύει και στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. Γιατί το κεφάλαιο βρίσκει ασύμφορο για το κράτος του να «πληρώνει» πτυχιούχους που μεταναστεύουν ή που διεκδικούν διορισμούς στο Δημόσιο ή που στον ιδιωτικό τομέα έχουν μεγαλύτερες προσδοκίες μισθού, εργασιακών σχέσεων και δικαιωμάτων λόγω πτυχίου από έναν ανειδίκευτο εργάτη.
Και τα παιδιά των υψηλών βαθμολογιών δέχονται πλήγμα στη μορφωτική τους υπόσταση
Όχι μόνο γιατί αρκετά δεν θα σπουδάσουν το επιστημονικό αντικείμενο που θέλουν. Είτε γιατί δεν φτάνουν τα μόρια είτε γιατί έχουν μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον καθορισμού των «θέλω» με βάση τις επιθυμίες της οικογένειας της αγοράς.
Αλλά και γιατί η διαδικασία των εξετάσεων έχει στρεβλώσει τη σχέση τους με τη γνώση. Προς όφελος της τυποποίησης και σε βάρος της αυθεντικής περιέργειας και της αναζήτησης. Προς όφελος των τεχνικών επίλυσης προβλημάτων και σε βάρος της σκέψης για τη λύση. Προς όφελος του ανταγωνισμού και σε βάρος της ανταλλαγής γνώσεων και της ανατροφοδότησής τους μέσα από τη συνεργασία. Προς όφελος μιας τεχνοκρατικής, ανιστορικής αντίληψης και σε βάρος της ανθρωπιστικής σκέψης και ενός δημιουργικού ιστορισμού. Προς όφελος του ανορθολογισμού των «ευλογημένων στυλό» και σε βάρος της κριτικής σκέψης και της ελευθερίας.
Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια να ξαναβρούν τον εαυτό τους, να αποτινάξουν όλα αυτά τα βαρίδια και να αποκτήσουν μια ουσιαστική σχέση με τη γνώση και τους γύρω τους. Πολύ περισσότερο να σκεφτούν με κοινωνικές προτεραιότητες και να αμφισβητήσουν τα «αυτονόητα» της επιστήμης και της ζωής αλλάζοντάς τα.
Γιατί τέτοιους μορφωμένους χρειαζόμαστε. Μην ξεχνάμε ότι και το Άουσβιτς και όλο το ναζιστικό επιτελείο λειτούργησε με στράτευση επιστημόνων αλλά και σήμερα πολλοί έγκριτοι επιστήμονες πάσχουν από ανίατο ρατσισμό, τεχνοκρατισμό αλλά και κοινωνική και περιβαλλοντική αδιαφορία για τα αποτελέσματα των «επιστημονικών» τους επιτευγμάτων.
Υπάρχει τελικά ένα «δίκαιο σύστημα» εισαγωγής στα Πανεπιστήμια σήμερα, μορφωτικά προωθητικό;
Για όποιον καλοπροαίρετα θέλει να αντιμετωπίσει επί της ουσίας το παραπάνω ερώτημα κι όχι ως άλλοθι επιβολής των αντιεκπαιδευτικών μέτρων κι αναδιαρθρώσεων, έχουμε να πούμε τα εξής.
Προφανώς η κατάκτηση της γνώσης σε όλα τα επίπεδα θέλει σκληρή δουλειά, επιμονή, πάθος και έμπνευση. Αλλά είναι αναφαίρετο δικαίωμα όλων των παιδιών. Δεν υπάρχουν παιδιά που παίρνουν ή δεν παίρνουν τα γράμματα. Αλλά υπάρχουν συνθήκες και όροι, πρώτα από όλα κοινωνικοί – ταξικοί, που τους το επιτρέπουν και το καλλιεργούν περισσότερο ή λιγότερο.
Με βάση το παραπάνω είναι «δίκαιο» να μπορούν να σπουδάσουν σε μια δημόσια και δωρεάν Ανώτατη Εκπαίδευση, όσα παιδιά ή άνθρωποι άλλης ηλικίας θέλουν, σε όποιο αντικείμενο θέλουν, φτάνει να έχουν τις γνώσεις και τη σκέψη που θα τους το επιτρέψουν ή τους δρόμους και τον τρόπο να το εξασφαλίζουν αυτό, όποτε το αποφασίσουν. Και αυτά είναι υποχρέωση του κράτους κι όχι ατομική υπόθεση. Αυτό σημαίνει ελεύθερη πρόσβαση για τα παιδιά της εργατικής τάξης κι όχι μόνο για τους «έχοντες».
Για να είναι όμως πραγματική το ουσιαστικό ερώτημα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε βρίσκεται στον πυρήνα του εκπαιδευτικού συστήματος και είναι πώς αυτό με το σύνολο των λειτουργιών του, θα εξασφαλίζει όλα τα απαραίτητα μέτρα, σε όλα τα επίπεδα, για όλα τα παιδιά ώστε να έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν τα παραπάνω. Έτσι που στο τελικό αποτέλεσμα να αποτυπώνεται πραγματικά σχετικά το μέτρο της ατομικής προσπάθειας του καθενός και η συνάφεια με τις κλίσεις και τα «θέλω» του κάθε παιδιού. Και λέμε σχετικά γιατί πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι με την προσπάθεια και την πάλη μας μπορούμε να αμβλύνουμε τις ταξικές ανισότητες για κάποια παιδιά. Και όλοι γνωρίζουμε πόσο πολύτιμο είναι αυτό. Όμως δεν μπορούμε να τις ξεπεράσουμε αν δεν αλλάξουμε το σχολείο συνολικά και την κοινωνία που το κατευθύνει. Δεν μπορούμε όσα εργαλεία και να δώσουμε σε ένα παιδί να του εξασφαλίσουμε υλική, συναισθηματική ασφάλεια, να του αναπτύξουμε προσδοκία, φιλοδοξία και αυτοπεποίθηση όταν καθημερινά επιστρέφει σε ένα σπίτι που επικρατεί η φτώχεια, η ανεργία, η γκρίνια και η ανασφάλεια της επόμενης ημέρας. Δεν μπορούμε να του εξασφαλίσουμε πλούσιο λεξιλόγιο και παραστάσεις που τους έλειψαν στην προηγούμενη ζωή του. Μπορούμε να αλαφρύνουμε τις ταξικές αποσκευές των παιδιών και είναι πολύ σημαντικό αυτό, αλλά πρέπει να φιλοδοξούμε να τις ξεφορτώσουμε από όλα τα βαρίδια της ταξικής τους προέλευσης. Όλα αυτά καθιστούν την προσπάθειά μας σαν εκπαιδευτικών όχι άσκοπη αλλά όσο ποτέ αναγκαία. Η πάλη μας μαζί με το εργατικό κίνημα για να αποτρέπονται αντιεκπαιδευτικά μέτρα και να κατακτιούνται μέτρα που να αμβλύνουν τις κοινωνικές ανισότητες, οφείλει να αποκαλύπτει τα ταξικά όρια και να βάζει σκοπό την ανατροπή τους.
Τα παραπάνω ερωτήματα δεν ενδιαφέρουν το κράτος του ιδιωτικού κέρδους και την κυβέρνηση που κάθε φορά το αντιπροσωπεύει. Η καπιταλιστική κοινωνία, πολύ περισσότερο αυτή της κρίσης, δεν είναι παρά μια αρένα που πρέπει να επιβιώσει όποιος μπορέσει να υπερπηδήσει τα εμπόδια. Τα παιδιά της εργατικής τάξης και των πιο φτωχών στρωμάτων πρέπει να πείθονται ότι δεν μπορούν και άρα είναι μάταιο να θέλουν. Κι αυτό αποτυπώνεται σε όλη την εκπαίδευσή τους. Γι’ αυτό δεξιότητες κατά ΕΕ. Γι’ αυτό δύο ώρες Χημείας, τρεις ώρες Βιολογίας στο Γυμνάσιο ενώ έξι ώρες Θρησκευτικών. Γι’ αυτό υποβάθμιση της εργαστηριακής παιδείας και αποθέωση της τυποποίησης. Γι’ αυτό το αντιεκπαιδευτικό αίσχος των λεγόμενων ολιγομελών τμημάτων και το στοίβαγμα των μαθητών στα τμήματα… Γι’ αυτό πολλά προγράμματα και ευφάνταστες λέξεις αλλά η πραγματική δημιουργικότητα στο απόσπασμα. Γι’ αυτό καθηγητές ελαστικά εργαζόμενοι και «ντελιβεράδες» από σχολείο σε σχολείο με μειωμένη δυνατότητα σχέσεων. Γι’ αυτό αξιολόγηση και επίφαση δημοκρατίας, «πες τη γνώμη σου – συμπλήρωσε ένα κουτάκι». Και πολλά άλλα…
Το μεγάλο θέμα της αντίστασης στη μορφωτική καταβύθιση και τις εκπαιδευτικές ανισότητες πρέπει να μπει στο κέντρο της συζήτησης του μαχόμενου εκπαιδευτικού και εργατικού κινήματος, απέναντι στις μεθοδεύσεις όλου του αστικού πολιτικού προσωπικού κυβέρνησης, αντιπολίτευσης.
Για μια αποκλειστικά δημόσια, δωρεάν, δημοκρατική εκπαίδευση όλων των παιδιών. Με τη δίχρονη προσχολική αγωγή – εκπαίδευση, το ενιαίο δωδεκάχρονο σχολείο. Ένα σχολείο πολυτεχνικό που θα συνδυάζει τη γενική παιδεία, την ευρεία ανθρωπιστική μόρφωση με επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, ικανότητες για βασικούς κλάδους της παραγωγής, που θα καλλιεργεί την ισόρροπη γνωστική, καλλιτεχνική, ηθική και σωματική ανάπτυξη των παιδιών, την κριτική – δημιουργική σκέψη, τα ιδανικά της αλληλεγγύης, τη συλλογικότητα. Με την πραγματική δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης σε μια ενιαία πανεπιστημιακή εκπαίδευση, αλλά και της δυνατότητας ελεύθερης πρόσβασης στο δημόσιο, δωρεάν σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης μετά το δωδεκάχρονο σχολείο, για όσα επαγγέλματα δεν απαιτείται πανεπιστημιακή μόρφωση. Για μια κοινωνία που η μόρφωση θα αναδύεται από όλους τους αρμούς της και θα εξασφαλίζει όλους τους υλικούς πόρους, ώστε κάθε μια και κάθε ένας, να έχει πρόσβαση σε όποιο κομμάτι της εκπαίδευσης επιθυμεί, όποτε το επιλέξει.