Θέλει να κόψει τμήματα από τα πανεπιστήμια το υπουργείο Παιδείας, αλλά δεν μπορεί! Κάτι που άλλωστε ήταν πιθανότατα και η αρχική πρόθεση πίσω από την πρόχειρη, άνευ αξιολόγησης ή μελέτης βιωσιμότητας και σκοπιμότητας «πανεπιστημιοποίηση» των ΤΕΙ της χώρας προ τριετίας, με την προσμονή ότι τα πανεπιστήμια θα «έκοβαν» τελικά με την βούληση τους τα αδύναμα τμήματα στο εσωτερικό τους. Και έτσι θα έκλεινε …αναίμακτα το κεφάλαιο «ανώτατα τμήματα χαμηλού ενδιαφέροντος και χαμηλών απαιτήσεων» .
Ωστόσο, ούτε τότε ούτε τώρα, είχε υπολογιστεί μια κρίσιμη προϋπόθεση: η συναίνεση των ΑΕΙ. Τα οποία δεν «επέβαλαν» τελικά τα αδύναμα τμήματα, αλλά αντίθετα σε πολλές περιπτώσεις τα αντιμετώπισαν ως μια μέθοδο αύξησης της χωροταξικής επιρροής τους.
Μια και μοναδική απάντηση πήρε το υπουργείο Παιδείας στα αιτήματα που στέλνει επί μήνες προς τα πανεπιστήμια για να προτείνουν καταργήσεις, συγχωνεύσεις ή μετονομασίες τμημάτων τους ενόψει της εξεταστικής περιόδου του καλοκαιριού. Και αυτή ήταν από το πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, που πράγματι μελέτησε τα δεδομένα και πρότεινε συγχώνευση ενός τμήματός του και μετονομασία ενός άλλου. Ουδείς άλλος απάντησε.
Πέρυσι, στο αντίστοιχο αίτημα της Πολιτείας, το μόνο πανεπιστήμιο που πρότεινε αλλαγές και συγχώνευση 4 τμημάτων του ήταν το πανεπιστήμιο Πάτρας.
Επανέρχεται λοιπόν τώρα το υπουργείο Παιδείας στο σχέδιο αναδιάρθρωσης των ΑΕΙ με νέο αίτημα προς τα πανεπιστήμια να στείλουν προτάσεις για την χωροταξική αναδιάρθρωση τους και με επιστολή της υπουργού Παιδείας επ αυτών. Είχαν προηγηθεί συζητήσεις επι συζητήσεων στις Συνόδους πρυτάνεων ΑΕΙ για το θέμα και προφορικά αιτήματα, στα οποία τα πανεπιστήμια δεν ανταποκρίθηκαν (πλην του πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας).
Πρόθεση του υπουργείου Παιδείας είναι να «κοπούν» έως και 20 τμήματα των ΑΕΙ από το φετινό μηχανογραφικό δελτίο των υποψηφίων με βάση τα δεδομένα που δημιούργησε πέρυσι ο θεσμός της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής, η εφαρμογή του οποίου έδειξε ποια προγράμματα σπουδών είναι αδύναμα.
Να σημειωθεί εδώ ότι η νέα Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) της χώρας, δεν έχει παρουσιάσει ως σήμερα ούτε μια έκθεση στην οποία να αναφέρεται πόσα τμήματα στη χώρα έχουν αλληλοκαλυπτόμενο επιστημονικό αντικείμενο, παρεμφερή προγράμματα σπουδών ή πρέπει να επικαιροποιηθούν. Αντιθέτως, οι εκθέσεις της των τελευταίων δυο ετών αναλώνονται απλά στην παράθεση πανευρωπαϊκών στατιστικών στοιχείων.
Κατ επέκταση, δεν περιμένει κανείς ούτε από την ΕΘΑΑΕ να προτείνει άμεσα συγχωνεύσεις ή καταργήσεις τμημάτων, καθώς η πρόταση αυτή θα απαιτούσε μελέτες και …τόλμη.
Το φετινό μηχανογραφικό
Σ αυτό το φόντο αναμένεται ωστόσο ως τον Απρίλιο να έχει αποφασιστεί ποια (ή πόσα) τμήματα ΑΕΙ φέτος βαίνουν προς τον… βιολογικό τους θάνατο. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι και το φετινό μηχανογραφικό δελτίο των υποψηφίων για την ανώτατη εκπαίδευση της χώρας θα έχει λιγότερα τμήματα από πέρυσι, αλλά δεν είναι ακόμη ξακάθαρο πόσα. Αυτή τη στιγμή, περίπου 15-20 τμήματα των πανεπιστημίων βρίσκονται στην κατηγορία των υποψηφίων για κλείσιμο ή μετονομασία και συγχώνευση.
Σύμφωνα με την επιστολή που διαβιβάστηκε χθες στα πανεπιστήμια της χώρας από το υπουργείο Παιδείας, οι διοικήσεις τους καλούνται να καταθέσουν την πρότασή τους, αξιολογώντας, πέραν των στρατηγικών και αναπτυξιακών στόχων του κάθε Ιδρύματος, μια σειρά από στοιχεία που αφορούν στην οργάνωση, τη λειτουργία και τη βιωσιμότητα των προγραμμάτων σπουδών.
Οι διοικήσεις των ΑΕΙ καλούνται να υποβάλουν τα σχέδιά τους προς την κατεύθυνση της εξυγίανσης και εξορθολογισμού του ακαδημαϊκού χάρτη έως το τέλος Μαρτίου, προτείνοντας μεταβολές στην ακαδημαϊκή διάρθρωση, όπως:
-καταργήσεις τμήματος/τμημάτων
-συγχωνεύσεις με άλλο ή με άλλα τμήμα ή τμήματα του ίδιου ή άλλου Ιδρύματος
-ουσιαστική αναμόρφωση και αναδιοργάνωση του προγράμματος σπουδών τους, προκειμένου να ανταποκρίνονται πληρέστερα στις εξελίξεις της επιστήμης, τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, της κοινωνίας και της οικονομίας.
Το υπουργείο Παιδείας κρίνει την κίνηση αυτή επιβεβλημένη εξ αιτίας των αλλαγών που έγιναν στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα πριν τρία χρόνια, με κυριότερη την πρόσφατη «πανεπιστημιοποίηση» των ΤΕΙ και την ίδρυση νέων προγραμμάτων σπουδών χωρίς προηγούμενη γνώμη από την αρμόδια Ανεξάρτητη Αρχή και χωρίς να υφίστανται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη βιωσιμότητά τους.
«Συνακόλουθα» αναφέρει το υπουργείο Παιδείας, «έχουν ανακύψει σημαντικές στρεβλώσεις, όπως π.χ. η αλληλοεπικάλυψη αρκετών γνωστικών αντικειμένων από διαφορετικά πανεπιστήμια, η ύπαρξη συγγενών τμημάτων εντός του ίδιου Ιδρύματος και ο κατακερματισμός των γνωστικών αντικειμένων σε επιμέρους τμήματα, η αναντιστοιχία των προγραμμάτων σπουδών με το υπάρχον ανθρώπινο δυναμικό, ζητήματα υποδομών και εξοπλισμού, η αναντιστοιχία των προγραμμάτων σπουδών με τις διεθνείς επιστημονικές εξελίξεις, τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας και της αγοράς εργασίας».
Στο πλαίσιο αυτό καλείται κάθε Ίδρυμα της χώρας να συνεκτιμήσει ανα τμήμα τα ακόλουθα:
Στοιχεία σχετικά με το γνωστικό τους αντικείμενο (στοιχεία πληρότητας για την κάλυψη του γνωστικού αντικειμένου που θεραπεύει, όπως η καταλληλότητα της διάρθρωσης του προγράμματος σπουδών ως προς την κάλυψη του εύρους του επιστημονικού πεδίου, την κάλυψη αναγκών σύμφωνα με τις εξελίξεις κάθε επιστήμης, στοιχεία σχετικά με την εξέλιξη του γνωστικού αντικειμένου που θεραπεύει το τμήμα και συγκριτικά στοιχεία σχετικά με αντίστοιχα προγράμματα σπουδών στον ευρωπαϊκό και διεθνή ακαδημαϊκό χώρο, την επικάλυψη του επιστημονικού πεδίου που υπηρετεί κάθε πρόγραμμα σπουδών τόσο στην ίδια πόλη όσο και στην Επικράτεια).
Στοιχεία βιωσιμότητας όπως το ενδιαφέρον υποψηφίων τα τελευταία έτη.
Στοιχεία πρόσβασης των αποφοίτων στην αγορά εργασίας καθώς και ο βαθμός απορρόφησής τους σε αυτήν, αλλά και οι ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας.
Στοιχεία λοιπών δραστηριοτήτων και αναπτυξιακών δράσεων κάθε ακαδημαϊκής μονάδας, όπως οι δράσεις εξωστρέφειας και διεθνοποίησης των ακαδημαϊκών μονάδων, η ύπαρξη συνεργασιών με άλλα πανεπιστήμια, ερευνητικούς και λοιπούς φορείς.
Και να προτείνουν χάρτη, μεταβολές στην ακαδημαϊκή διάρθρωση (καταργήσεις τμήματος/τμημάτων, συγχωνεύσεις με άλλο/-α τμήμα/τμήματα του ίδιου ή άλλου Ιδρύματος, ουσιαστική αναμόρφωση και αναδιοργάνωση του προγράμματος σπουδών του/τους, προκειμένου να ανταποκρίνεται/-ονται πληρέστερα στις εξελίξεις της επιστήμης, τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, της κοινωνίας και της οικονομίας).