Οι εξετάσεις PISA προκαλούν νέα δικαστική διαμάχη ανάμεσα στο Υπουργείο Παιδείας και τις ομοσπονδίες των εκπαιδευτικών.
Η υπουργός, κ. Νίκη Κεραμέως, κατέθεσε κατεπείγουσα αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδος (ΔΟΕ) και της Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΟΛΜΕ), ζητώντας να αναγνωριστεί ως παράνομη και καταχρηστική η κηρυχθείσα απεργία – αποχή από τις εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα για τους μαθητές/μαθήτριες της ΣΤ’ Τάξης των δημοτικών σχολείων και τους μαθητές/μαθήτριες της Γ’ Τάξης των γυμνασίων σε θέματα ευρύτερων/γενικών γνώσεων των γνωστικών αντικειμένων της Νεοελληνικής Γλώσσας και των Μαθηματικών – «Ελληνικής PISA» – που είναι προγραμματισμένες να πραγματοποιηθούν αύριο, Τετάρτη 18 Μαΐου, δειγματοληπτικά σε 6.000 περίπου μαθητές και 300 σχολεία ανά τάξη. Η αγωγή θα εκδικαστεί σήμερα, λόγω του κατεπείγοντος.
Η ίδια, σε ανάρτησή της, αναφέρει πως «τα τελευταία δύο χρόνια οι συνδικαλιστικές ηγεσίες έχουν προκηρύξει απεργία 1) την ημέρα πανελλαδικών εξετάσεων, 2) την ημέρα εξέτασης μαθητών για εισαγωγή σε πρότυπα σχολεία, 3) κατά της αξιολόγησης – για να αναφέρω μόνο κάποιες.
Τώρα απεργούν κατά της ελληνικής PISA – του συστήματος που θεσπίσαμε πρόσφατα και το οποίο πρώτη φορά θα καταγράψει με ανώνυμο τρόπο το πώς τα παιδιά μας αφομοιώνουν γνώσεις και δεξιότητες, με στόχο το εκπαιδευτικό σύστημα να γίνει καλύτερο. Όπως και τις προηγούμενες φορές, έτσι και τώρα, θα αγωνιστούμε για να μην μπει τίποτα εμπόδιο στην καλύτερη εκπαίδευση των παιδιών μας. Προσφύγαμε μόλις στο Πρωτοδικείο ζητώντας να κηρυχθεί παράνομη και αυτή η απεργία.ª
Σε ανακοίνωση του Υπουργείου αναφέρονται τα εξής «το ζήτημα που εγείρεται αφορά την εφαρμογή ή μη ψηφισμένου Νόμου από τη Βουλή των Ελλήνων (Ν. 4823/2021), τον οποίο οι συνδικαλιστικές ηγεσίες αυθαίρετα αποπειρώνται να καταργήσουν στην πράξη, αρνούμενες διαρκώς την οποιαδήποτε προσπάθεια βελτίωσης της ποιότητας της εκπαίδευσης.
Με τις εν λόγω εξετάσεις θεσμοθετείται, για πρώτη φορά στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, ένα κατοχυρωμένο πλαίσιο που θα συλλέγει συστηματικά, δειγματοληπτικά, σε εθνικό επίπεδο και σε ανώνυμη βάση, μετρήσιμα στοιχεία για την ποιότητα της εκπαίδευσης, μέσω έγκυρης και αξιόπιστης διάγνωσης των γνώσεων, ικανοτήτων και δεξιοτήτων των μαθητών σε θέματα Γλώσσας – Κατανόησης Κειμένου και Μαθηματικών. Αλλά και η πρώτη φορά που το ΥΠΑΙΘ ζητά συντεταγμένα την άποψη των εκπαιδευτικών, ώστε να αξιοποιήσει τα αποτελέσματα αυτών των διαδικασιών για την καλύτερη χάραξη εκπαιδευτικής πολιτικής βάσει μετρήσιμων δεδομένων.
Η οπισθοδρομική στάση των συνδικαλιστικών ηγεσιών προκαλεί αλγεινή εντύπωση, καθώς οι ίδιες οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, που έπρεπε να πρωτοστατούν διεκδικώντας σταθερά τη βελτίωση της εκπαίδευσης στη χώρα, θέτουν μονίμως προσκόμματα στις διεθνώς αποδεκτές μεθόδους αναβάθμισης του εκπαιδευτικού έργου. Αψηφούν συστηματικά ότι:
δεν μπορεί να υπάρξει βελτίωση χωρίς πρότερη αποτύπωση της υφιστάμενης κατάστασης με συγκεκριμένα, αντιπροσωπευτικά, μετρήσιμα στοιχεία,
η Ελλάδα αποτελεί μια από τις τελευταίες ανεπτυγμένες χώρες που δεν έχουν ως σήμερα έναν τέτοιο θεσμό (ενδεικτικά, παρόμοιοι θεσμοί λειτουργούν ήδη σε Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία, Αυστρία, Ουγγαρία, Φινλανδία, Σουηδία, Κροατία, Τσεχία),
οι ενέργειες των συνδικαλιστικών ηγεσιών στρέφονται ευθέως κατά των μαθητών και του εκπαιδευτικού συστήματος εν συνόλω, παρεμποδίζοντας τη βελτίωσή του,
η εφαρμογή ψηφισθέντων νόμων στις ευνομούμενες χώρες δεν επαφίεται στις συνδικαλιστικές ηγεσίες,
ο διδακτικός τους ρόλος και η συνακόλουθη ευθύνη τους απέναντι στους μαθητές τους δε σταματά στην τάξη, αλλά συνεχίζεται και με το παράδειγμα και την ευρύτερη στάση τους”