Σε ανακοίνωσή του το Υπουργείο Παιδείας παρουσιάζει τις αλλαγές που θα ισχύσουν από τη νέα σχολική χρονιά. Ειδικότερα, όπως αναφέρει στη σχετική ανακοίνωση «ένα σχολείο σύγχρονο, δημιουργικό, αναβαθμισμένο υποδέχτηκε χθες τους μαθητές και τις μαθήτριές μας σε όλη την Ελλάδα. Σε εφαρμογή των νόμων που ήδη έχουμε ξεκινήσει και υλοποιούμε, το σχολείο άνοιξε με καινοτομίες».
Στις καινοτομίες της νέας σχολικής χρονιάς, σε περίοπτη θέση αναφέρονται η «μεγαλύτερη αυτονομία της σχολικής μονάδας και των εκπαιδευτικών» (στην οποία προβλέπεται για παράδειγμα η ενίσχυση του ρόλου του Διευθυντή) και η «Αξιολόγηση σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών» και η «Τράπεζα Θεμάτων, με την οποία διευκολύνεται η συγκριτική αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος»
Παράλληλα, ιδιαίτερα την τελευταία περίοδο, με το άνοιγμα των σχολείων η Υπουργός Παιδείας, κλείνοντας σε όλες τις πτώσεις τη λέξη αναβάθμιση, επαναλάμβανε μονότονα ότι «οδηγούμε την Παιδεία σε ένα αναβαθμισμένο σήμερα και ένα ακόμη καλύτερο αύριο» και ότι «βγάζουμε εξουσίες από πάνω μας για να δώσουμε αρμοδιότητες στα σχολεία».
Αν εξαιρέσουμε τους κυβερνητικούς κρατικούς φορείς, όπως π.χ. το ΙΕΠ, ο μόνος φορέας που δεν μπόρεσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του για τις “καινοτομίες” του ΥΠΑΙΘ ήταν ο Σύνδεσμος των Ιδιωτικών Σχολείων (ΣΙΣ), οι επιχειρηματίες, δηλαδή, της «γνώσης», που ως γνώστες των επιχειρήσεων είναι σε θέση να εκτιμούν ότι μπορεί να αυγατίσει τα κέρδη τους.
Γιατί αυτοί γνωρίζουν ότι οι “καινοτομίες” του υπουργείου Παιδείας ενσωματώνουν στρατηγικές κατευθύνσεις του ΟΟΣΑ, της ΕΕ και του ΣΕΒ, όπως είναι η λεγόμενη αυτονομία, η αποκέντρωση, η χρηματοδότηση μέσω χορηγιών και δωρεών, που οδηγούν ευθέως στην κατηγοριοποίηση σχολείων, στη διεύρυνση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων, για εκπαίδευση εξαρτημένη από τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων που θα «παράγει» φτηνό, πειθαρχημένο και «ευέλικτο» εργατικό δυναμικό.
Η λεγόμενη αυτονομία της σχολικής μονάδας είναι ένα «μοντέλο» που δίνει έμφαση στην υιοθέτηση ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων λειτουργίας, στη διαφοροποίηση του περιεχομένου του σχολείου, στη μετατροπή των σχολείων σε οικονομικές μονάδες που θα προσπαθούν να εξασφαλίσουν το ψωμί τους μόνες τους (προφανώς από τους γονείς, από κάποιους χορηγούς ή από ενοικίαση των υποδομών τους σε τρίτους), στην ενίσχυση του ρόλου της γονεϊκής επιλογής, της δυνατότητας δηλαδή των γονιών να επιλέξουν σχολείο και στη λεγόμενη «ελεύθερη επιλογή» του διδακτικού προσωπικού (που σημαίνει εδραίωση μηχανισμών ρουσφετιού) που είναι η επόμενη «φαεινή» ιδέα του ΥΠΑΙΘ.
Με το άρθρο 93 ορίζεται με σαφήνεια ότι η κυβέρνηση επιδιώκει τη σταδιακή αποδέσμευση του κράτους, ως βασικού χρηματοδότη, από τη δημόσια εκπαίδευση. Η παρότρυνση και η προώθηση πρακτικών με σκοπό την προσέλκυση ιδιωτικών επιχορηγήσεων και χορηγιών, μετουσιώνει το όραμα της κυβέρνησης για την ενίσχυση της ιδιωτικοποίησης κόντρα στο δημόσιο χαρακτήρα της εκπαίδευσης.
Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση είναι το στρατηγικό εργαλείο αφενός για την κατηγοριοποίηση των σχολείων και αφετέρου για την ένταση του καθεστώτος χειραγώγησης και ομηρίας των εκπαιδευτικών και δραστικής ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων. Είναι φανερό ότι η αυτοαξιολόγηση – αξιολόγηση θα συνδέει την αξιολόγηση των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών με τις κοινωνικά προσδιορισμένες επιδόσεις των μαθητών τους, με στοιχεία μάλιστα που θα έχουν αναγωγή σε επίπεδο χώρας, διαδικασία που επιχειρείται να δρομολογηθεί μέσω της «Ελληνικής PISA»για να περάσει στη συνέχεια στα διεθνή project αξιολόγησης των εκπαιδευτικών συστημάτων (PISA)
Οι διαφορετικές επιδόσεις των σχολείων στη βάση μετρήσιμων δεικτών, θα συμβάλουν τάχιστα στην κατηγοριοποίησή τους, τη διαφοροποιημένη χρηματοδότησή τους, αλλά και στο κλείσιμο πολλών εξ αυτών. Η σχεδιαζόμενη «άρση των γεωγραφικών ορίων» και η «ελεύθερη επιλογή σχολείου», δημόσιου και ιδιωτικού, που εισάγεται ως «οδηγία» στα επίσημα κείμενα, θέλει να σπρώξει τα δημόσια σχολεία σε έναν ανελέητο ανταγωνισμό προς «άγραν πελατών», από την οποία θα συναρτούν τη χρηματοδότηση και τη συνέχιση της λειτουργίας τους.
Δημιουργείται μια εκτεταμένη ιεραρχική δομή σε όλο το εύρος της Εκπαίδευσης (Οι, έως σήμερα, 540 συντονιστές εκπαιδευτικού έργου γίνονται 800 σύμβουλοι εκπαίδευσης με διαβαθμίσεις, αφού μέσα από το σώμα αυτό θα επιλέγονται οι Επόπτες ανά περιφέρεια και νομό). Είναι φανερό ότι τα στελέχη όλης αυτής της δομής, λόγω των γραφειοκρατικών και κυρίως λόγω των αξιολογικών τους καθηκόντων, αντικειμενικά θα βρίσκονται απέναντι, και δεν θα μπορούν ποτέ να σταθούν δίπλα στους εκπαιδευτικούς για να τους βοηθούν στη δύσκολη εκπαιδευτική τους καθημερινότητα.