Έντονη ανησυχία για νέες αυξήσεις στις τιμές των ενοικίων κυριαρχεί στην αγορά, ιδίως από τα τέλη Αυγούστου και έπειτα, οπότε και είτε είθισται να γίνονται ανανεώσεις παλαιότερων συμβολαίων είτε οι φοιτητές να αναζητούν κατοικία, προκειμένου να στεγαστούν.
Πέραν όλων, η άνοδος του κατασκευαστικού κόστους, λόγω των ανατιμήσεων στις πρώτες ύλες, φαίνεται να ενισχύει την αύξηση των αξιών στα νεόδμητα.
Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι θα υπάρξουν νέες αυξήσεις μέσα στο επόμενο βραχυχρόνιο διάστημα, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να υπάρξει κάμψη σε μεσοπρόθεσμο. Ο υψηλός πληθωρισμός, σε συνδυασμό με την αύξηση των επιτοκίων που θα αυξήσει το κόστος δανεισμού, καθιστόντας πιο δύσκολη την αγορά κατοικίας, ενδεχομένως να συμβάλει σε αυτό. Πάντως, η κατάσταση είναι ιδιαιτέρως επιβαρυντική για τους ενοικιαστές, ιδίως σε μια περίοδο που η ενεργειακή κρίση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.
«Πρωταθλήτρια» στο κόστος στέγασης η Ελλάδα
Είναι χαρακτηριστικό πως η Ελλάδα κατέχει την πρωτιά σε ό,τι αφορά το κόστος στέγασης για το έτος 2020.
Σύμφωνα με την Eurostat, ένας στους τρεις Έλληνες (το 33,3% του πληθυσμού) δίνει περισσότερο από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για την κάλυψη των αναγκών στέγασης. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό αυτό είναι υπερδιπλάσιο σε σχέση με κάθε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στα έξοδα αυτά περιλαμβάνονται το ενοίκιο για τους ενοικιαστές, ή η δόση του στεγαστικού δανείου για τους ιδιοκτήτες, καθώς και τα κοινόχρηστα και οι δαπάνες θέρμανσης, ύδρευσης, ηλεκτρικής ενέργειας, τηλεφωνίας και κοινοχρήστων.
Μάλιστα τα στοιχεία αυτά αφορούν το 2020, κάτι το οποίο συνεπάγεται πως οι σημερινές συνθήκες είναι ακόμη χειρότερες, καθότι το κόστος στέγασης έχει αυξηθεί κατακόρυφα, τόσο εξαιτίας της ανόδου των τιμών στην ενέργεια (ηλεκτρισμός, πετρέλαιο) όσο και σε ό,τι αφορά τα ενοίκια, τα οποία έχουν εκτοξευτεί.
Οι άλλες χώρες
Κατά μέσο όρο, το 7,8% των κατοίκων της Ε.Ε. έδινε τουλάχιστον το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για το κόστος στέγασης. Ωστόσο, σημειώθηκαν πολύ μεγάλες διαφορές ανάμεσα στα κράτη μέλη. Συγκεκριμένα, σε 13 κράτη μέλη το ποσοστό αυτό ανερχόταν κάτω από 5%. Χαμηλότερο ήταν το ποσοστό στην Κύπρο (1,9%), στη Λιθουανία (2,7%), τη Μάλτα (2,8%) και τη Σλοβακία (3,2%).
Αντιθέτως, το μεγαλύτερο ποσοστό καταγράφηκε στη Δανία (14,1%), τη Βουλγαρία (14,4) και πρώτη με διαφορά ήταν η Ελλάδα (33,3%).
Όσον αφορά τις συνθήκες διαβίωσης, τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν πως το 17,5% του πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζούσε σε συνωστισμένα νοικοκυριά το 2020.
Η άνοδος του πρώτου τριμήνου
Την ίδια ώρα, κατά 8,6% αυξήθηκαν κατά μέσο όρο οι τιμές των διαμερισμάτων στην Ελλάδα το α’ τρίμηνο του 2022, σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2021, σύμφωνα με στοιχεία που ανακοίνωσε η Τράπεζα της Ελλάδος.
Οι τιμές των νέων ακινήτων αυξήθηκαν με ετήσιο ρυθμό 10,3% και των παλαιών κατά 7,4%.
Μεγαλύτερες ήταν οι αυξήσεις στην Αθήνα, όπου ο ετήσιος ρυθμός αύξησης ανήλθε στο 9,7% έναντι 8,3% στη Θεσσαλονίκη και 8,2% στις άλλες μεγάλες πόλεις και 6,4% στις λοιπές περιοχές της χώρας.
Για το 2021, οι τιμές των διαμερισμάτων αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 7,4% (αναθεωρημένα στοιχεία), έναντι αύξησης 4,5% το 2020.
Πιο αναλυτικά, η αύξηση των τιμών το α΄ τρίμηνο του 2022 σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2021 ήταν 10,3% για τα νέα διαμερίσματα, δηλ. ηλικίας έως 5 ετών, και 7,4% για τα παλαιά, δηλ. ηλικίας άνω των 5 ετών. Με βάση τα αναθεωρημένα στοιχεία, για το 2021, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των τιμών για τα νέα διαμερίσματα ήταν 7,9%, έναντι αύξησης 4,9% το 2020, ενώ ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης για τα παλαιά διαμερίσματα ήταν 7,0% το 2021, έναντι αύξησης 4,2% το 2020.
Τι γίνεται σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη
Από την ανάλυση των στοιχείων κατά γεωγραφική περιοχή προκύπτει ότι η αύξηση των τιμών των διαμερισμάτων το α΄ τρίμηνο του 2022 σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2021 ήταν 9,7% στην Αθήνα, 8,3% στη Θεσσαλονίκη, 8,2% στις άλλες μεγάλες πόλεις και 6,4% στις λοιπές περιοχές της χώρας.
Για το σύνολο του 2021, η αύξηση των τιμών στις ίδιες περιοχές σε σχέση με το 2020 ήταν 9,4%, 7,2%, 5,7% και 4,8% αντίστοιχα (αναθεωρημένα στοιχεία). Τέλος, για το σύνολο των αστικών περιοχών της χώρας, το α΄ τρίμηνο του 2022 οι τιμές των διαμερισμάτων αυξήθηκαν σε σύγκριση με το α΄ τρίμηνο του 2021 κατά 9,2%, ενώ για το 2021 η μέση ετήσια αύξηση διαμορφώθηκε στο 7,8% (αναθεωρημένα στοιχεία).
Την ίδια στιγμή, βάσει των στοιχείων του διεθνούς δικτύου της Knight Frank, οι τιμές των κατοικιών στην Ελλάδα ενισχύθηκαν κατά 9% το πρώτο τρίμηνο, συγκριτικά με το αντίστοιχο του 2021, με το συγκεκριμένο ποσοστό να είναι 10,2% σε 56 χώρες που παρακολουθεί το μεσιτικό δίκτυο. Εάν όμως, αποπληθωριστεί η άνοδος των τιμών κατοικιών, το πρώτο τρίμηνο του 2022, συγκριτικά με το αντίστοιχο διάστημα του 2021, τοποθετείται στο 3,7%. Παραμένει όμως, υψηλότερη, εάν συγκριθεί με την άνοδο του 3,3% στις 56 αγορές που αναλύει η Knight Frank.
Άνοδος και στα γραφεία
Αυξημένα έως 12% σε ετήσια βάση και 8% κατά μέσον όρο ήταν τα ενοίκια των κτιρίων γραφείων κατά τη διάρκεια του φετινού πρώτου τριμήνου, τόσο λόγω των αναπροσαρμογών των μισθωμάτων, από την άνοδο του πληθωρισμού, όσο και εξαιτίας της ανοδικής πορείας της ζήτησης, τη στιγμή που οι ποιοτικοί χώροι είναι περιορισμένοι.
Σύμφωνα με σχετική έρευνα της εταιρείας πιστοποιημένων εκτιμητών Geoaxis, τη μεγαλύτερη αύξηση ενοικίων για αυτοτελή κτίρια γραφείων (με θέσεις στάθμευσης) κατέγραψε ο άξονας της Λ. Μεσογείων με 12% σε 10,3 ευρώ/τ.μ. σε μηνιαία βάση, ενώ ακολουθεί ο άξονας της Λ. Βουλιαγμένης, όπου η αύξηση σε σχέση με το περυσινό πρώτο τρίμηνο διαμορφώθηκε σε 7,22% και 9,2 ευρώ/τ.μ. (από 8,6 ευρώ/τ.μ.). Στη Λ. Κηφισίας, το μέσο μηνιαίο ενοίκιο διαμορφώνεται σήμερα σε 11,53 ευρώ/τ.μ., αυξημένο κατά 6,56% σε ετήσια βάση, ενώ στη Λ. Συγγρού, το μέσο ενοίκιο αγγίζει τα 9,6 ευρώ/τ.μ., αυξημένο κατά 2,78% από πέρυσι.