Θα πίνουμε κρασιά και ποτά συνοδεία αλλαντικών και για επιδόρπιο θα έχουμε τεχνητές γλυκαντικές ουσίες. Αυτά είναι τα μοναδικά είδη τροφίμων και ποτών σε σύνολο 63 στα οποία καταγράφηκε μείωση τιμών τον Απρίλιο του 2022 σε σύγκριση με τον Απρίλιο του 2021.
Βεβαίως και σε αυτές τις περιπτώσεις οι όποιες μειώσεις είναι πενιχρές και δύσκολα θα αλλάξει κάτι προς το καλύτερο για το «καλάθι του νοικοκυριού» το οποίο αναγκαστικά αναμένεται να «ελαφρύνει» περαιτέρω, με την τάση να έχει ξεκινήσει ήδη από τα τέλη του 2021. Στα κρασιά η μείωση τιμής είναι της τάξης του 1,03%, στα ποτά 0,71%, στα αλλαντικά 1,35%. Στις τεχνητές γλυκαντικές ουσίες καταγράφηκε η μεγαλύτερη μείωση τιμής (4,09%).
Οι ανατιμήσεις στα τρόφιμα και κυρίως οι πολύ μεγάλες αυξήσεις στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος και στα καύσιμα είναι αυτά που επιφέρουν ισχυρό πλήγμα στο διαθέσιμο εισόδημα προς κατανάλωση ενώ απειλούν με σκληρό αγώνα επιβίωσης τα ασθενέστερα οικονομικά νοικοκυριά.
Κι αυτό διότι από την επεξεργασία των στοιχείων της Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών και των στοιχείων για τον πληθωρισμό προκύπτει ότι η χαμηλότερη εισοδηματικά ομάδα (εισόδημα έως 750 ευρώ) έχει δαπάνες που υπερκαλύπτουν το εισόδημα κατά 123 ευρώ περίπου μηνιαίως. Συγκεκριμένα το νοικοκυριό αυτό καλείται να καλύψει δαπάνες….918 ευρώ!
Η κατάσταση, ειδικά εάν πληρώνει ενοίκιο, κάθε άλλο παρά ιδανική ήταν και πέρυσι, καθώς και πάλι οι μηνιαίες δαπάνες υπερέβαιναν το εισόδημα, έστω και κατά 45 ευρώ. Εάν το ίδιο νοικοκυριό πέρυσι πλήρωνε μηνιαίως 167 ευρώ για τρόφιμα, 300 ευρώ ενοίκιο, 43 ευρώ για ηλεκτρικό ρεύμα, 13 ευρώ για θέρμανση (κεντρική θέρμανση με πετρέλαιο) και 40 ευρώ για μετακινήσεις, δηλαδή 562,83 ευρώ για την κάλυψη των πλέον βασικών αναγκών (σ.σ. δεν έχουν περιληφθεί οι δαπάνες για ένδυση – υπόδηση, εστιατόρια, επικοινωνίες κλπ.) δηλαδή το 75% του εισοδήματός του, τώρα απαιτείται το 88% του εισοδήματός του.
Για μια τετραμελή οικογένεια (ζευγάρι με δύο ανήλικα παιδιά) που καταβάλει ενοίκιο 650 ευρώ για την κύρια κατοικία της, η επιπλέον επιβάρυνση υπολογίζεται σε τουλάχιστον 215 ευρώ κάθε μήνα ή 2.580 ευρώ ετησίως, περισσότερο δηλαδή από δύο μέσους μισθούς πλήρους απασχόλησης (σ.σ. ο μέσος μισθός για το σύνολο των επιχειρήσεων υπολογίζεται σε 1.143,5 ευρώ σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ).