«Ειδικά στο θέμα της παιδικής παχυσαρκίας, η Ελλάδα είναι πρώτη σε όλη την ΕΕ, ενώ το 63% των Ελλήνων που είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι είναι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό και για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Δεν φτάνουμε τα ποσοστά των ΗΠΑ όπου 7 στους 10 Αμερικανούς είναι παχύσαρκοι ή υπέρβαροι, αλλά είναι ένα πολύ υψηλό νούμερο», τόνισε ο διευθυντής Περιεχομένου της διαΝΕΟσις, Θοδωρής Γεωργακόπουλος, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8 και στην εκπομπή «Καθρέφτης» με τον Χρήστο Μιχαηλίδη, με αφορμή μεγάλη έρευνα για την παχυσαρκία, η οποία αθροίζει, συγκεντρώνει να αναλύει δεδομένα των τελευταίων 10 ετών από Ελλάδα και Ευρώπη.
Έκανε λόγο για ένα θέμα πολυπαραγοντικό που έχει πολύ σοβαρές υγειονομικές, οικονομικές και κοινωνικές προεκτάσεις, το οποίο αφορά πάνω από 2 δισεκατομμύρια ανθρώπους στον κόσμο, κυρίως στις πιο πλούσιες χώρες. Προκαλεί πολλά προβλήματα υγείας στα παχύσαρκα και τα υπέρβαρα άτομα, με μεγάλες επιπτώσεις στην κοινωνική τους ζωή, στο πώς δραστηριοποιούνται, σε θέματα κοινωνικού στιγματισμού. «Στη δική μας κοινωνία ασχοληθήκαμε ιδιαίτερα επειδή φαίνεται ότι το αντιμετωπίζουμε πιο σοβαρά από ότι οι περισσότερες άλλες παρόμοιες ευρωπαϊκές χώρες» σημείωσε, λέγοντας πως «το 9% των δαπανών Υγείας στη χώρα μας τον χρόνο, οφείλεται στο πρόβλημα της παχυσαρκίας» και επομένως «αν το μειώναμε στο μισό θα είχαμε πολύ περισσότερους πόρους για τις υπόλοιπες ανάγκες και την Πρωτοβάθμια Υγεία».
Σύμφωνα με τον ίδιον, σε παλαιότερη έρευνα σε ευρωπαϊκές χώρες για την ποιότητα της γειτονιάς των ερωτηθέντων, «τα ποσοστά των Ελλήνων που λένε για παράδειγμα ότι η γειτονιά τους δεν είναι ασφαλής, δεν τους ικανοποιεί αισθητικά, ή δεν έχει τις κατάλληλες υποδομές για να βγουν έξω να αθληθούν ή να παίξουν με τα παιδιά τους, είναι διπλάσια από τα ποσοστά του μέσου όρου άλλων ευρωπαϊκών χωρών».
Όπως εξήγησε, οι ερευνητές παίρνουν αυτό το στοιχείο, βλέπουν και τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που απαντούν και συμπεραίνουν ότι αν κάποιος ζει σε μια γειτονιά η οποία δεν είναι ασφαλής, δεν μπορεί να βγει, δεν μπορεί να βγάλει τα παιδιά του να παίξουν έξω, έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να είναι υπέρβαρος ή παχύσαρκος και το πρόβλημα να εμφανίζεται στην οικογένειά του. «Οπότε με αυτή την προσέγγιση, με τη βιβλιογραφία, τις υπάρχουσες έρευνες από ελληνικούς κι ξένους οργανισμούς, κάνουμε μια χαρτογράφηση για το πρόβλημα. Στη συνέχεια βάζοντας όλα τα στοιχεία κάτω, οι ερευνητές μπορούν να σχεδιάσουν ένα πρόγραμμα παίρνοντας αφορμή από αυτά που έχουν ήδη σχεδιαστεί και λειτουργούν σε άλλες χώρες, που θα μπορούσε να εφαρμοστεί και εδώ», διευκρίνισε.
Αναφορικά με την έλλειψη επαρκούς άθλησης στα σχολεία, ο κ. Γεωργακόπουλος είπε ότι δεν διαφέρουμε πολύ από άλλες ευρωπαϊκές χώρες στην κατανάλωση λιπαρών τροφών χαμηλής διατροφικής ποιότητας, αλλά διαφέρουμε πάρα πολύ στη σωματική άσκηση, καθώς το 68% των Ελλήνων δηλώνουν ότι δεν ασκούνται, δεν αθλούνται και δεν γυμνάζονται καθόλου. Είναι το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ και μόνο κάποιες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες εμφανίζουν τόσο υψηλά ποσοστά. «Αυτό είναι ένα μέρος του προβλήματος. Αλλά, το πρόβλημα της παχυσαρκίας είναι πολυπαραγοντικό, είναι πάρα πολλοί παράγοντες που το επηρεάζουν. Δεν είναι μόνο η σωματική άσκηση, δηλαδή δεν σημαίνει ότι λύνεται το πρόβλημα αν ξαφνικά αποκτήσουμε ποδηλατοδρόμους και στα σχολεία κάνουν 3 ώρες γυμναστική την εβδομάδα. Υπάρχουν ακόμη και θέματα περιγεννητικά που επηρεάζουν το φαινόμενο πριν γεννηθεί ένας άνθρωπος. Από το εάν η μητέρα καπνίζει κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μέχρι εάν το εάν παιδί πάρει γρήγορα βάρος στα πρώτα 2 χρόνια», υπογράμμισε.
Μίλησε για το ρόλο και πολιτισμικών θεμάτων, υπενθυμίζοντας ότι μια έρευνα του 2010 δείχνει πως τα παιδιά που μεγαλώνουν με τη φροντίδα κυρίως γιαγιάδων και παππούδων έχουν 53% μεγαλύτερη πιθανότητα να γίνουν υπέρβαρα ή παχύσαρκα, σε σχέση με τα παιδιά που μεγαλώνουν με τους γονείς τους.
Μανιός: Οι γονείς δεν αντιλαμβάνονται το πρόβλημα
«Υποψιαζόμασταν ότι όντως έχουμε πρόβλημα βάρους στη χώρα μας. αποδεικνύει ότι όντως είμαστε από τους πιο υπέρβαρους και παχύσαρκους λαούς στην Ευρώπη και δυστυχώς έχουμε τα πρωτεία στην παιδική παχυσαρκία. Το ξέραμε και τώρα το καταγράψαμε», τόνισε από την πλευρά του στον σταθμό μας ο καθηγητής Διατροφικής Αγωγής- Διατροφικής Αξιολόγησης στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Γιάννης Μανιός.
Όπως είπε, ήδη στο νηπιαγωγείο το20% των παιδιών είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα, ενώ το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στο 40% στην Ε’ και Στ’ τάξη του Δημοτικού, όταν τα αντίστοιχα ποσοστά σε κεντρική και βόρεια Ευρώπη είναι κοντά στο 10%, δηλαδή έχουμε υπερδιπλάσια ποσοστά.
Και ο κ.Μανιός αποδίδει το πρόβλημα σε ένα άθροισμα πολλών παραγόντων και εσφαλμένων αντιλήψεων στην κοινωνία, όπως για παράδειγμα στην πίεση προς τοις εγκύους να τρώνε πολύ και να παίρνουν μεγάλο βάρος ή εμφανίζουν διαβήτη κύησης, αυξάνοντας τον κίνδυνο για το έμβρυο και στη συνέχεια για το βρέφος να είναι υπέρβαρο. Αναφέρθηκε επίσης στα μικρά ποσοστά θηλασμού, στη γρήγορη αύξηση βάρους κατά τον πρώτο χρόνο ζωής και στο γεγονός ότι οι γονείς δεν αντιλαμβάνονται σωστά το βάρος των παιδιών.
«Σχεδόν το 80% που έχουν παχύσαρκο ή υπέρβαρο παιδί στην ηλικία του Δημοτικού, θεωρούν φυσιολογικό το βάρος του παιδιού. Και το 25%, ένας στους τέσσερις γονείς, που έχει αγόρι σε αυτή την ηλικία με φυσιολογικό σωματικό βάρος, το θεωρεί ελλιποβαρές, αδύνατο και πιέζουν να πάρει βάρος. Στα κορίτσια είναι λίγο καλύτερη η εικόνα γιατί θεωρούμε ότι πρέπει να είναι αδύνατα», επισήμανε.
Ερωτηθείς για το χαμηλό επίπεδο των αθλητικών δραστηριοτήτων στα σχολεία, παραδέχθηκε ότι έχει και αυτό τη σημασία του, αλλά ζήτησε να γίνεται διάκριση ανάμεσα στον πρωταθλητισμό και στον αθλητισμό, γιατί δεν είναι όλοι γεννημένοι για να γίνουν αθλητές. «Στο εξωτερικό υπάρχει τέτοια πρόνοια που δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Τα παιδιά στο εξωτερικό πολύ πιο συχνά αφιερώνουν χρόνο στην ενεργητική μετακίνηση προς το σχολείο- όπως και οι ενήλικες προς τη δουλειά- με τα πόδια ή με ποδήλατο. Το περιβάλλον τους διευκολύνει. Η πρόσβαση στην παιδική χαρά, στο πάρκο και τους παιδότοπους. Αυτές οι δραστηριότητες διαφέρουν από τα αθλήματα στο ότι δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, άρα και τα παχύσαρκα ή τα παιδιά με χαμηλές δραστηριότητες μπορούν να είναι χαρούμενα από τη συμμετοχή τους», δήλωσε.
Τόνισε τον αυξημένο κίνδυνο για νοσηρότητα και θνησιμότητα από κορονοϊό, παχύσαρκων ή διαβητικών.
Ο κ. Μανιός έκανε ιδιαίτερη αναφορά στο πώς μπορούν οι γονείς να βοηθήσουν τα παιδιά τους. «Κατά την παιδική ηλικία, οι γονείς είναι αυτοί που καθορίζουν και την πρόσβαση στα τρόφιμα και την ευκαιρία για σωματική δραστηριότητα. Είμαστε οι πάροχοι και τα πρότυπα, τα παιδιά μας αντιγράφουν. Πρέπει πρώτα εμείς οι ίδιοι να υιοθετήσουμε σωστές συνήθειες διατροφής, άσκησης, να μην καπνίζουμε. Να αλλάξουμε το περιβάλλον του σπιτιού», σημείωσε μεταξύ άλλων.