Τη σύσταση χορήγησης του εμβολίου της ευλογιάς σε επαφές επιβεβαιωμένου κρούσματος ευλογιάς των πιθήκων, σε υγειονομικούς που περιθάλπουν κρούσματα αλλά και σε άτομα που εργάζονται σε εργαστήρια και επεξεργάζονται δείγματα του ιού, αποφάσισε η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών κατά τη συνεδρίαση της Τρίτης.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν διαθέσιμα εμβόλια, καθώς ο εμβολιασμός έναντι της ευλογιάς έχει σταματήσει από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, οπότε και εκριζώθηκε η νόσος. Ωστόσο, η προμήθεια των εμβολίων θα είναι κεντρική, δηλαδή οι ευρωπαϊκές αρχές θα προχωρήσουν σε κοινή προμήθεια εμβολίων για την ευλογιά, όπως έγινε και με τον κορονοϊό.
Στην τελευταία Έκθεση Αξιολόγησης Κινδύνου για τη νόσο, η οποία δημοσιεύτηκε τη Δευτέρα (23/5), το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC) αναφέρει: «το εμβόλιο κατά της ευλογιάς μπορεί να εξεταστεί για προφύλαξη μετά την έκθεση σε κρούσμα, σε επαφές με αυξημένο κίνδυνο σοβαρής νόσου, ωστόσο θα πρέπει να γίνεται προσεκτική αξιολόγηση οφέλους/κινδύνου για το εκτεθειμένο άτομο». Σύμφωνα με το ECDC, «λείπουν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τη χρήση των διαθέσιμων εμβολίων κατά της ευλογιάς σε ομάδες αυξημένου κινδύνου για σοβαρή νόσο».
Ο προηγούμενος εμβολιασμός κατά της ευλογιάς μπορεί να προσφέρει διασταυρούμενη προστασία από την ευλογιά των πιθήκων, η οποία από παλαιότερες μελέτες εκτιμάται έως και 85%. Ωστόσο, η προστατευτική δράση του εμβολιασμού εξασθενεί με την πάροδο του χρόνου. Οι ορολογικές μελέτες δείχνουν ότι μπορεί να διαρκέσει για περισσότερα από 20 χρόνια, αλλά πιστεύεται ότι -παρά την φθίνουσα επίδραση- προσφέρει δια βίου προστασία έναντι της σοβαρής νόσου, λόγω των Β και Τ κυττάρων μνήμης. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να αναμένεται κάποιος βαθμός προστασίας στον πληθυσμό των ενηλίκων στην ΕΕ/ΕΟΧ.
Με βάση την επιδημιολογική αξιολόγηση του ευρωπαϊκού Οργανισμού, αν και τα περισσότερα κρούσματα στις τρέχουσες επιδημίες έχουν εμφανίσει ήπια συμπτώματα, ο ιός μπορεί να προκαλέσει σοβαρή νόσο σε ορισμένες ομάδες του πληθυσμού (μικρά παιδιά, έγκυες γυναίκες, ανοσοκατασταλμένα άτομα).
Ωστόσο, η πιθανότητα εμφάνισης περιπτώσεων με σοβαρή νοσηρότητα δεν μπορεί να εκτιμηθεί ακόμη με ακρίβεια. Ο συνολικός κίνδυνος αξιολογείται ως μέτριος για τα άτομα που έχουν πολλαπλούς σεξουαλικούς συντρόφους (συμπεριλαμβανομένων ορισμένων ομάδων MSM) και χαμηλός για τον ευρύτερο πληθυσμό.