Οριακά προς τα πάνω αναθεωρεί η Κομισιόν την ανάπτυξη για την ελληνική οικονομία το 2019 και προς το χειρότερο για το 2021. Σε έκθεσή της με τις καλοκαιρινές οικονομικές της προβλέψεις προβλέπει μείωση κατά 9% το 2020 και αύξηση κατά 6% το 2021. Στις προηγούμενες, τις εαρινές της προβλέψεις που είχε πραγματοποιήσει στις 6 Μαΐου, προέβλεπε μεγαλύτερη ύφεση για το 2020 στο -9,7% και μεγαλύτερη όμως ανάπτυξη το 2021 το 7,9%.
Με την πανδημία να έχει πλήξει τον τουρισμό και τις μεταφορές, η Ελλάδα είναι από τις χώρες που πλήττονται περισσότερο από την κρίση, μετά την Ιταλία, την Ισπανία, τη Γαλλία και την Κροατία. Συνολικά, για την Ευρωζώνη προβλέπεται μεγαλύτερη μείωση από τις εαρινές προβλέψεις στο -8.7 (ήταν -7,7%) το 2020 και μικρότερη αύξηση 6.1 (ήταν 6,3%) το 2021. «Ο οικονομικός αντίκτυπος είναι μεγαλύτερος και πιο σοβαρός από αυτόν που είχαμε προβλέψει», δήλωσε ο εκτελεστικός Αντιπρόεδρος της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόφσκις.
Η οικονομία γενικά της ΕΕ προβλέπεται να συρρικνωθεί κατά 8,3% το 2020 και να αυξηθεί κατά 5,8% το 2021. «Ως εκ τούτου, η συρρίκνωση το 2020 αναμένεται να είναι σημαντικά μεγαλύτερη από το 7,7% που προβλεπόταν για την Ευρωζώνη και 7,4% για την ΕΕ συνολικά στις εαρινές προβλέψεις», αναφέρει η έκθεση της Κομισιόν.
Ήδη, το ΑΕΠ της Ελλάδας μειώθηκε κατά 1,6% κατά το πρώτο τρίμηνο το 2020 σε σύγκριση με το προηγούμενο, αντανακλώντας την αρχή των μέτρων της καραντίνας στο τέλος Μαρτίου. Η μείωση του ΑΕΠ οφείλεται στη μείωση των επενδύσεων και των μικρότερων εξαγωγών, ενώ οι κυβερνητικές δαπάνες και η ιδιωτική κατανάλωση συνέβαλε θετικά. Η οικονομική δραστηριότητα μειώθηκε πρώτα στις υπηρεσίες, και σε μικρότερο βαθμό στη βιομηχανία και το γεωργικό τομέα, ενώ η κατασκευή απορροφάται από την ύφεση, πιθανώς λόγω της μείωσης του ΦΠΑ τον Ιανουάριο.
Η πλήρης οικονομική επίδραση της καραντίνας αναμένεται να φανεί στο δεύτερο τρίμηνο με έντονη πτώση στην εγχώρια αγορά και στις εξαγωγές. Καθώς τα μέτρα κοινωνικής απόστασης σταδιακά χαλαρώνουν, η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να αρχίσει να ανακάμπτει, οδηγώντας σε μερική ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης. Η γρήγορη εφαρμογή φορολογικών μέτρων ύψους περίπου το 9½% του ΑΕΠ για την αντιμετώπιση του οικονομικού αντίκτυπου τα πανδημίας αναμένεται να μετριάσει την εγχώρια ζήτηση σε κάποιο βαθμό. Αναμένεται επίσης να βοηθήσει να αποτραπούν οι επιπτώσεις της υστέρησης στην αγορά εργασίας, καθώς και εκτεταμένες χρεοκοπίες.
Η ανάκαμψη των εξαγωγών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις προοπτικές σχετικά με τους κύριους εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας. Ειδικότερα, ο τουρισμός και οι μεταφορές αναμένεται να χτυπηθούν «δυνατά» από την κρίση. Η συγκέντρωση του τουρισμού τους καλοκαιρινούς μήνες κάνει την Ελλάδα ιδιαίτερα ευάλωτη στους ταξιδιωτικούς περιορισμούς και η πανδημία προκάλεσε αλλαγές στη συμπεριφορά των ταξιδιωτών.
Μετά την εισαγωγή των περιοριστικών μέτρων, η κινητικότητα εντός και εκτός της αγοράς εργασίας επίσης καθυστέρησαν τον Μάρτιο και τον Απρίλιο λόγω και των μέτρων προστασίας της απασχόλησης και των διαθέσιμα εισοδημάτων. Η οικονομική ύφεση αναμένεται να οδηγήσει σε σχετικά βραχύβια αύξηση της ανεργίας.
Οι τιμές καταναλωτή αυξήθηκαν κατά 0,6% το πρώτο τρίμηνο, αλλά μειώθηκαν κατά 0,8% και 0,6% τον Απρίλιο και τον Μάιο. Το επίπεδο τιμών αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω κατά το υπόλοιπο του έτους και μόνο το 2021 θα αρχίσει να αυξάνεται μαζί με την οικονομική ανάκαμψη.
Το επίπεδο αβεβαιότητας της πρόβλεψης παραμένει μεγάλο, ιδίως λόγω της μεγάλης έκθεσης σε κίνδυνο γύρω από τα ταξίδια και τον αντίκτυπό τους στον ελληνικό τουριστικό τομέα. Στα «καλά ρίσκα» βρίσκεται και η προοπτική για αύξηση της εσωτερικής ζήτησης, στην περίπτωση ταχύτερης βελτίωσης του θετικού συναισθήματος των πολιτών.