Νέα μελέτη δείχνει ότι τα rapid τεστ σε δείγμα σάλιου μπορούν να δείξουν πιο έγκαιρα τα προσυμπτωματικά άτομα σε σχέση με τα τεστ σε ρινικό δείγμα ενώ συνδέονται και με λιγότερη δυσφορία των ασθενών και με μεγαλύτερη ασφάλεια για τους υγειονομικούς που τα διεξάγουν
Ο γενετικός έλεγχος στο σάλιο δείχνει τον ιό SARS-CoV-2 πιο γρήγορα από τον έλεγχο σε ρινικό δείγμα, σύμφωνα με μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Microbiology Spectrum» της Αμερικανικής Εταιρείας Μικροβιολογίας.
Εγκαιρη ανίχνευση
«Το εύρημα αυτό είναι σημαντικό καθώς τα μολυσμένα άτομα μπορούν να μεταδώσουν την COVID-19 προτού να γνωρίζουν ότι έχουν μολυνθεί» ανέφερε ο Ντόναλντ Μίλτον, καθηγητής Επαγγελματικής και Περιβαλλοντικής Υγείας στο Ινστιτούτο Εφαρμοσμένης Περιβαλλοντικής Υγείας της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου του Μέριλαντ που ήταν εκ των κύριων συγγραφέων της μελέτης και προσέθεσε: «Η έγκαιρη ανίχνευση μπορεί να μειώσει την εξάπλωση της νόσου»
Εντοπισμός των προσυμπτωματικών ατόμων
Στο πλαίσιο της μελέτης ο καθηγητής Μίλτον και οι συνεργάτες του ξεκίνησαν τη διεξαγωγή εβδομαδιαίων τεστ σε δείγμα σάλιου σε υγιείς εθελοντές στην κοινότητα τον Μάιο του 2020 και συνέχισαν για τα επόμενα σχεδόν δύο έτη. Οπως είδαν, από τους ασυμπτωματικούς εθελοντές που διαγνώσθηκαν θετικοί στον SARS-CoV-2, σχεδόν όλοι εμφάνισαν συμπτώματα μια ή δύο ημέρες αργότερα. «Αυτό μας έκανε να αναρωτηθούμε αν το σάλιο μπορεί να ανιχνεύσει αποτελεσματικότερα τα προσυμπτωματικά άτομα σε σύγκριση με τα παραδοσιακά τεστ που βασίζονται σε ανάλυση ρινικού δείγματος» σημείωσε ο δρ Μίλτον.
Η μελέτη στις στενές επαφές κρουσμάτων
Για να λάβει μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα, η ερευνητική ομάδα χρησιμοποίησε δεδομένα από μια άλλη «αδελφή» μελέτη που αφορούσε τις στενές επαφές επιβεβαιωμένων κρουσμάτων COVID-19. «Συλλέξαμε δείγματα σάλιου καθώς και ρινικά δείγματα κάθε δύο με τρεις ημέρες κατά την περίοδο της καραντίνας των στενών επαφών. Ολα τα δείγματα ελέγχθηκαν με RT-PCR για την ανίχνευση του SARS-CoV-2 και τη μέτρηση του ιικού RNA. Στη συνέχεια αναλύσαμε πώς αυτά τα αποτελέσματα άλλαξαν τις ημέρες πριν και μετά την εμφάνιση συμπτωμάτων» εξήγησε ο καθηγητής.
Ο σημαντικός ρόλος της προσυμπτωματικής μετάδοσης
Οπως προέκυψε, το σάλιο ήταν πολύ πιο ευαίσθητο στην ανίχνευση των ατόμων που βρίσκονταν στα πρώτα στάδια της λοίμωξης – και κυρίως πριν από την έναρξη των συμπτωμάτων – σε σύγκριση με το ρινικό δείγμα. Οι ερευνητές σημείωσαν μάλιστα ότι το εύρημα αυτό είναι σημαντικό καθώς προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι η προσυμπτωματική μετάδοση παίζει σημαντικότερο ρόλο από τη συμπτωματική μετάδοση του SARS-CoV-2.
Τα πλεονεκτήματα του τεστ σάλιου
Τα νέα αποτελέσματα μπορούν να συμβάλλουν στην καλύτερη αποδοχή του διαγνωστικού ελέγχου για την COVID-19 από τον πληθυσμό, στη μείωση του κόστους του μαζικού διαγνωστικού ελέγχου και στη βελτίωση της ασφάλειας για τους υγειονομικούς που διεξάγουν αυτούς τους ελέγχους, ανέφεραν οι επιστήμονες πίσω από τη μελέτη. Διευκρίνισαν πως σε ό,τι αφορά το τελευταίο, η λήψη δείγματος σάλιου από τον ίδιο τον ασθενή καταργεί την ανάγκη για στενή επαφή μεταξύ του ασθενούς και του υγειονομικού, η οποία απαιτείται κατά τη λήψη ρινικού δείγματος. Παράλληλα συχνά μετά τη λήψη του ρινικού δείγματος οι ασθενείς φτερνίζονται ή βήχουν καθώς ερεθίζονται οι ρινικές οδοί τους, διασπείροντας έτσι ιικά σωματίδια ενώ κάποιοι αναφέρουν ότι δυσφορούν εξαιτίας της διαδικασίας λήψης.
Για μαζικό διαγνωστικό έλεγχο σε σχολεία και χώρους εργασίας
«Η μελέτη μας ενισχύει την άποψη ότι η χρήση δείγματος σάλιου για μαζικό διαγνωστικό έλεγχο σε χώρους όπως τα σχολεία και οι χώροι εργασίας, μπορεί να βελτιώσει τα ποσοστά διάγνωσης και συγχρόνως να οδηγήσει σε πιο έγκαιρη διάγνωση της COVID-19» υπογράμμισε ο καθηγητής Μίλτον και κατέληξε λέγοντας ότι «αν τα ταχέα τεστ με δείγμα σάλιου καταστούν ευρέως διαθέσιμα, αναμένουμε να επιτύχουμε σημαντική πρόοδο στην έγκαιρη διάγνωση της COVID σε σύγκριση με τα υπάρχοντα ρινικά rapid τεστ».