«Δέκα μήνες μετά το κλείσιμο του έτους 2023 και 16 μήνες μετά το κλείσιμο του πρώτου εξαμήνου του 2023, οι εταιρείες-μέλη μας έλαβαν τα σημειώματα για το νοσοκομειακό clawback για την περίοδο αυτή, με τις υποχρεωτικές επιστροφές για τη μεγαλύτερη μερίδα της αγοράς να φτάνουν στο εξωφρενικό 83%, ενώ στο νοσοκομείο Παπαγεωργίου αγγίζουν το 92%», επισημαίνει ο ΣΦΕΕ.
Στην επιστολή υπογραμμίζεται ότι «παρά τις συνεχείς επισημάνσεις του σε όλες τις επαφές με τα αρμόδια υπουργεία και επιτροπές, το πρόβλημα παραμένει. Και η Πολιτεία συνεχίζει να κωφεύει, αρνούμενη να αναγνωρίσει το λάθος της και να αναλάβει τις απαραίτητες πρωτοβουλίες για τη διόρθωσή του. Τόσο προεκλογικά όσο και πριν από 6 μήνες στη συνάντησή σας με τους προέδρους της παγκόσμιας φαρμακοβιομηχανίας, δεσμευθήκατε για έμπρακτη στήριξη της καινοτομίας και τη βελτίωση της προβλεψιμότητας και βιωσιμότητας των φαρμακευτικών εταιρειών. Ωστόσο, οι τελευταίες εξελίξεις συνηγορούν υπέρ του αντιθέτου. Υπό αυτές τις συνθήκες υπάρχει μεγάλος κίνδυνος οι μητρικές εταιρείες να αποφασίσουν ότι η είσοδος των καινοτόμων φαρμάκων στο νοσοκομείο δεν είναι πλέον βιώσιμη, δεδομένου ότι το κόστος τους καλύπτεται πλέον από τις ίδιες τις φαρμακευτικές εταιρείες».
Ο ΣΦΕΕ δηλώνει στην επιστολή του ότι το «πρωτοφανές» για τα Ευρωπαϊκά και Παγκόσμια δεδομένα ύψος των επιστροφών στα νοσοκομειακά φάρμακα «καταδεικνύει τη διαχρονικά αποτυχημένη πολιτική που ακολουθείται στον τομέα του φαρμάκου, καθώς και την ακραία υποχρηματοδότηση του νοσοκομειακού φαρμακευτικού προϋπολογισμού. Είναι ξεκάθαρο πως ένας λανθασμένος κλειστός προϋπολογισμός, ακόμη και σε ένα ελεγχόμενο περιβάλλον, όπως τα δημόσια νοσοκομεία, μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες για τις εταιρείες που προμηθεύουν φάρμακα και τους ασθενείς που τα χρειάζονται».
Παράλληλα ο ΣΦΕΕ αναρωτιέται: «πώς είναι δυνατόν ένα φάρμακο που τιμολογείται με βάση τις δύο χαμηλότερες τιμές στην Ευρωζώνη, χωρίς ποτέ να αυξηθεί η τιμή του, να θεωρείται οικονομικά βιώσιμο όταν επιστρέφει το 83% των τιμολογημένων πωλήσεών του; Η πολιτεία θεωρεί ότι μπορούν όλα αυτά τα φάρμακα να συνεχίσουν να διατίθενται στην Ελλάδα;».