Έως το 2026 τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης θα αυξήσουν το ΑΕΠ της Ελλάδας κατά περίπου 7%, τις επενδύσεις κατά περίπου 22% και τα φορολογικά έσοδα κατά σχεδόν 3%, εκτίμησε ο Γιάννης Στουρνάρας, σημειώνοντας πως παράλληλα θα δημιουργηθούν 200.000 νέες θέσεις εργασίας.
Σε συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό Mega, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος ανέφερε πως “μέχρι το 2026 το αναπτυξιακό αποτύπωμα του Ταμείου, σύμφωνα με τα υποδείγματα της ΤτΕ, είναι περίπου 7%. Είναι πάρα πολύ σημαντικό. Αλλά δεν ενισχύει μόνο αυτό. Ενισχύει τις επενδύσεις, πάνω από 22%. Ενισχύει την απασχόληση. Υπολογίζουμε ότι θα δημιουργηθούν γύρω στις 200.000 θέσεις εργασίας από τα χρήματα αυτά. Και τα φορολογικά έσοδα θα αυξηθούν γύρω στις 3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Άρα έχει ένα πολύ σημαντικό αποτύπωμα στην ανάπτυξη, στην απασχόληση και στα δημόσια έσοδα”.
Όσο για το 2022, ο κ. Στουρνάρας επισήμανε πως χάρη στο δημοσιονομικό φρένο σε ό,τι αφορά τα μέτρα για την πανδημία, το πρωτογενές έλλειμμα θα υποχωρήσει στο 1,5% από το 6,5% που είναι τώρα.
Η δημοσιονομική συστολή, τόνισε ο κ. Στουρνάρας, δεν πρόκειται να έχει αντίκτυπο στους πολίτες γιατί, όπως εκτιμά, θα αντισταθμιστεί από τους ρυθμούς ανάπτυξης που θα παραμείνουν υψηλοί. Όπως είπε: “Η Ελλάδα είναι η χώρα που έδωσε ίσως τα περισσότερα χρήματα τηρουμένων των αναλογιών του μεγέθους της ως ποσοστό του ΑΕΠ για την πανδημία, από όλες τις άλλες χώρες στην Ευρωζώνη. Αναλόγως, το φρένο που πατάει το 2022 είναι μεγαλύτερο. Για αυτό και το πρωτογενές έλλειμμα θα πέσει από περίπου 6,5 ή 7% του ΑΕΠ σε περίπου 1 ή 1,5% του ΑΕΠ φέτος. Άρα λοιπόν η δημοσιονομική συστολή φέτος είναι εξίσου σημαντική με τη δημοσιονομική αύξηση που είχαμε το 2021 και το 2020”
Σημείωσε ακόμα πως “η δημοσιονομική συστολή δεν θα πιέσει τον κόσμο, γιατί αντικαθίσταται από τη σημαντική οικονομική ανάπτυξη που θα έχουμε και το 2022. Η ανάπτυξη το 2021 τελικά θα εκπλήξει, ίσως να πλησιάσει και το 9%. Εδώ στην ΤτΕ, οι τελευταίες εκτιμήσεις δείχνουν ότι θα είναι γύρω στο 8,5 με 9%. Άρα, θα έχουμε μια πολύ μεγάλη ανάπτυξη το 2021, αλλά και το 2022 τα υποδείγματα μας δείχνουν ότι ένα 4,5 με 5% είναι εφικτό. Αυτή η ανάπτυξη θα λειτουργήσει ως γέφυρα στη δημοσιονομική συρρίκνωση που πρέπει οπωσδήποτε να γίνει για να μην έχουμε προβλήματα βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους”.
Αναφερόμενος στον πληθωρισμό, ο κ. Στουρνάρας εκτίμησε πως θα υποχωρήσει από τα μέσα του έτους. “Η πανδημία αύξησε τον πληθωρισμό γιατί δημιούργησε φραγμούς στην παραγωγή. Όταν η πανδημία φύγει, που φεύγει όπως φαίνεται, αυτοί οι φραγμοί θα αρθούν και άρα ο πληθωρισμός θα αρχίσει να μειώνεται από τα μέσα του έτους φέτος. Επομένως, στην Ευρώπη δεν βλέπουμε τον λόγο γιατί να γίνει αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής, πέραν από την σταδιακή άρση των εκτάκτων μέτρων για την πανδημία”, τόνισε
Παράλληλα, ερωτηθείς για το αίτημα αύξησης του κατώτατου μισθού, το χαρακτήρισε δίκαιο, επισημαίνοντας πως η ΤτΕ συμμετέχει στη σχετική διαβούλευση.
H συνέντευξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα στην εκπομπή του MEGA: «Μεγάλη Εικόνα» με τη δημοσιογράφο Νίκη Λυμπεράκη
Ν. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗ: Κύριε Διοικητά, ποιες μπορεί να είναι οι προσδοκίες μας από το Ταμείο Ανάκαμψης;
Γ. ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ: Το Ταμείο Ανάκαμψης είναι ό,τι πιο σημαντικό συνέβη τα τελευταία χρόνια και είμαι ευτυχής διότι συνέπεσε με τα 20 χρόνια από τη δημιουργία του ευρώ. Είναι ένα σημαντικό βήμα προς τη δημοσιονομική ολοκλήρωση της Ευρώπης, βέβαια μεγάλη κουβέντα αυτή που λέω, είναι όμως ένα μικρό, αλλά σημαντικό βήμα.
Οι προσδοκίες είναι σημαντικές και μου θυμίζει αυτό το «ουδέν κακόν αμιγές καλού». Η πανδημία ήταν αυτή η οποία ώθησε την Ευρώπη και τους θεσμούς της να δημιουργήσουν πολιτικές αμοιβαιότητας και συλλογικής δράσης.
Έχουμε πλέον μια νομισματική πολιτική, η οποία αντέδρασε πολύ σωστά στην πανδημία, και έχουμε και μια δημοσιονομική πολιτική, η οποία αντέδρασε πολύ σωστά στην πανδημία. Φυσικά υπάρχει και η συνεργασία στον επιστημονικό τομέα, στον χώρο της δημόσιας υγείας, αλλά το κομμάτι αυτό του μηχανισμού ανάκαμψης υπάγεται στον χώρο της κοινής δημοσιονομικής πολιτικής και δημιουργεί πολύ θετικές προσδοκίες για το μέλλον, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την Ευρώπη συνολικά.
Ν. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗ: Επομένως, θα συμφωνούσατε κι εσείς ότι η πανδημία στάθηκε καταλύτης σημαντικών εξελίξεων και υπερβάσεων από πλευράς Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπερβάσεις που δεν έγιναν φέρ’ ειπείν κατά το παρελθόν με τη μεγάλη οικονομική κρίση.
Εστιάζοντας στην Ελλάδα θα ήθελα να δούμε τι μπορούμε να περιμένουμε από την εισροή των χρημάτων του Ταμείου, και αν τελικά και πότε – αν θέλετε να κάνετε μια εκτίμηση – ο μέσος πολίτης θα αντιληφθεί μια βελτίωση στην καθημερινότητά του. Γιατί τη χώρα μας η πανδημία τη βρήκε βεβαίως πληγωμένη από μια βαθιά πολιτική κρίση.
Γ. ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ: Είμαι σε θέση να σας πω αρκετά γι’ αυτό, διότι η Κυβέρνηση ανέθεσε στην Τράπεζα της Ελλάδος, με τα οικονομομετρικά υποδείγματα που έχει, να κάνει τον πρώτο υπολογισμό των επιπτώσεων του Ταμείου.
Η Ελλάδα, ως γνωστόν, με τα περίπου 31 δισεκατομμύρια σε σταθερές τιμές του 2018 που θα εισπράξει από το Ταμείο, είναι ίσως η πρώτη ή η δεύτερη χώρα σε όλη την Ευρώπη – όχι μόνο στην Ευρωζώνη, στην Ευρωζώνη είναι πρώτη – που ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχωρίου Προϊόντος θα λάβει τα περισσότερα κονδύλια.
Είναι κονδύλια για επενδύσεις, για να μπορέσει η χώρα να κάνει τη μετάβαση στην ψηφιακή οικονομία, στην πράσινη οικονομία και να ενισχύσει αυτό που λέμε το τρίγωνο της γνώσης, δηλαδή την έρευνα, την καινοτομία και την παιδεία.
Μέχρι το 2026, το αναπτυξιακό αποτύπωμα του Ταμείου, σύμφωνα με τα δικά μας υποδείγματα, με τα υποδείγματα της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι περίπου 7%. Είναι πάρα πολύ σημαντικό, αλλά δεν ενισχύει μόνο αυτό. Ενισχύει τις επενδύσεις πάνω από 22%. Ενισχύει επίσης την απασχόληση, διότι υπολογίζουμε ότι θα δημιουργηθούν γύρω στις 200.000 θέσεις εργασίας από τα χρήματα αυτά. Μόνο από αυτό, έτσι; Και τα φορολογικά έσοδα επίσης θα αυξηθούν γύρω στις 3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.
Άρα έχει ένα πολύ σημαντικό αποτύπωμα στην ανάπτυξη, στην απασχόληση και στα δημόσια έσοδα.
Ν. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗ: Όλα αυτά με ορίζοντα το ’26;
Γ. ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ: Με ορίζοντα το ’26.
Ν. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗ: Υπάρχει πάντα η ανησυχία ότι μετά τα δέκα χρόνια της κρίσης για τα δημοσιονομικά μας, και δυστυχώς η πανδημία έφερε μια χαλάρωση απαιτούμενη, αφήσαμε τα δημοσιονομικά σε δεύτερη μοίρα;
Γ. ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ: Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, φοβάμαι. Σε όλη την Ευρώπη, οι χώρες αντέδρασαν στην ξαφνική πανδημία με τρόπο πολύ καλύτερο από ό,τι αντέδρασαν, για παράδειγμα, στην κρίση του 2010 ή και σε άλλες κρίσεις πριν.
Νομίζω ότι ήταν πολύ σωστή η αντίδραση. Είχαμε, όπως είπα πριν, μια κοινή δημοσιονομική πολιτική, μια κοινή νομισματική πολιτική, μια συνεργασία στον επιστημονικό τομέα. Το δημοσιονομικό κομμάτι ήταν απαραίτητο. Η επέκταση για να επιβιώσει ο παραγωγικός ιστός των οικονομιών που υπέστη τη μεγάλη πίεση της πανδημίας.
Όλες οι χώρες τώρα, το ’22 και το ’23 αρχίζουν και πατάνε φρένο, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Η Ελλάδα ήταν η χώρα που έδωσε ίσως τα περισσότερα χρήματα – πάντα τηρουμένων των αναλογιών του μεγέθους της, δηλαδή ως ποσοστό του ΑΕΠ – για την πανδημία από ό,τι όλες οι άλλες χώρες στην Ευρωζώνη.
Και, αναλόγως, το φρένο που πατάει το 2022 είναι μεγαλύτερο. Γι’ αυτό και το έλλειμμα θα πέσει από περίπου 6,5 ή 7% του ΑΕΠ (το πρωτογενές έλλειμμα εννοώ) σε περίπου 1 με 1,5% του ΑΕΠ φέτος. Άρα η δημοσιονομική συστολή φέτος είναι εξίσου σημαντική με τη δημοσιονομική αύξηση που είχαμε το 2021 ή και το 2020.
Ν. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗ: Ένα βέβαια αυτονόητο ερώτημα είναι αν αυτή η συστολή, όπως την περιγράφετε, σε ένα περιβάλλον αυξημένου πληθωρισμού, είδαμε και τα τελευταία μεγέθη, θα πιέσει τον κόσμο, θα πιέσει το μέσο πολίτη.
Γ. ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ: Όχι, διότι αντικαθίσταται από τη σημαντική οικονομική ανάπτυξη που θα έχουμε και το ’22. Το ’21 η ανάπτυξη τελικά θα εκπλήξει, ίσως να πλησιάσει και το 9%. Εδώ, στην Τράπεζα της Ελλάδος, οι τελευταίες εκτιμήσεις δείχνουν ότι θα είναι γύρω στο 8,5 με 9%. Άρα θα έχουμε μια πολύ μεγάλη ανάπτυξη το ’21, αλλά και το ’22 τα υποδείγματά μας δείχνουν ότι ένα 4,5 με 5% είναι εφικτό.
Άρα αυτή η ανάπτυξη θα λειτουργήσει ως γέφυρα στη δημοσιονομική συρρίκνωση που πρέπει οπωσδήποτε να γίνει, για να μην έχουμε προβλήματα βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους.
Ν. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗ: Μιλώντας για γέφυρες, κ. Διοικητά, αναμέναμε ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα αρχίσει να κλείνει τη στρόφιγγα που εκτάκτως άνοιξε για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης. Η επανεπένδυση αρκεί για την περίπτωση της Ελλάδας και αν έχετε και κάποια εκτίμηση για το πότε θα ανακτήσουμε την επενδυτική βαθμίδα, που θα μας βάλει πια και κανονικά στο πρόγραμμα.
Γ. ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ: Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν πρόκειται να προχωρήσει σε αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής, διότι είμαστε σε διαφορετική φάση του οικονομικού κύκλου στην Ευρώπη από ό,τι είναι η Αμερική ή η Βρετανία, για παράδειγμα. Ακόμη και χτες η κυρία Λαγκάρντ έκανε δηλώσεις και είπε: «μην περιμένετε αύξηση επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας φέτος». Συμφωνώ απολύτως.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι. Για παράδειγμα, πριν από την πανδημία όλοι φοβόμαστε ότι έχουμε πέσει σε αυτό που λέμε διαρθρωτική ύφεση στην Ευρώπη, με πάρα πολύ χαμηλό πληθωρισμό. Δεν άλλαξαν πάρα πολλά πράγματα. Η πανδημία αύξησε τον πληθωρισμό, διότι δημιούργησε φραγμούς στην παραγωγή. Όταν η πανδημία φύγει – που φεύγει όπως φαίνεται – αυτοί οι φραγμοί θα αρθούν, άρα ο πληθωρισμός θα αρχίσει να μειώνεται από τα μέσα του έτους φέτος.
Επομένως, στην Ευρώπη δεν βλέπουμε για ποιο λόγο να γίνει αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής, πέρα βεβαίως από τη σταδιακή άρση των μέτρων, των εκτάκτων μέτρων για την πανδημία. Και, όπως είπατε πολύ σωστά, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πήρε μια πολύ θετική απόφαση για την Ελλάδα τον Δεκέμβριο, που σημαίνει ότι θα συνεχίσει να αγοράζει τα ομόλογά της μέσω της επανεπένδυσης μέχρι και το 2024.
Άρα μας δίνεται ένα παράθυρο ευκαιρίας για να αποκτήσουμε την επενδυτική βαθμίδα. Πρέπει όμως να σπεύσουμε να την αποκτήσουμε, διότι τα οφέλη της ξεπερνούν τα οφέλη που θα έχουμε λόγω ελληνικών ομολόγων και Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, καθώς θα προσελκυστούν κεφάλαια.
Να σας δώσω ένα παράδειγμα: αυτή τη στιγμή γύρω στα 100 περίπου funds – κεφαλαιακοί οργανισμοί – ασχολούνται με την Ελλάδα. Όταν πάρουμε την επενδυτική βαθμίδα, θα γίνουν 1.000. Άρα, καταλαβαίνετε ότι θα ανοίξουν νέοι δρόμοι για την προσέλκυση επενδύσεων, τη χρηματοδότηση επιχειρήσεων και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Εμείς, εδώ στην Τράπεζα της Ελλάδος, δεν αποκλείουμε να γίνει και προς το τέλος του ’22 και σίγουρα το ’23. Αρκεί βέβαια να μην υπάρχουν αρνητικές εκπλήξεις εξωγενείς.
Ν. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗ: Επομένως, λέτε το αργότερο το ’23 θα ανακτηθεί η επενδυτική βαθμίδα.
Γ. ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ: Ναι, έτσι πιστεύω.
Ν. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗ: Επειδή μας παρακολουθούν άνθρωποι που περισσότερο ενδιαφέρονται για το σήμερα παρά για τα μακροοικονομικά μεγέθη, κ. Διοικητά, θα ήθελα να σας ρωτήσω αν σε συνάρτηση με την πληθωριστική πίεση ακούτε θετικά ή θεωρείτε ότι είναι εφικτή μια γενναιότερη αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού. Αν αισθάνεστε ότι αυτό είναι ένα βήμα, που χωράει να γίνει και που θα έχει μια λογική.
Γ. ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ: Ο κατώτατος μισθός κατά την άποψή μου σαφώς πρέπει να αυξηθεί, αλλά πρέπει να ληφθούν υπόψη πάρα πολλοί παράγοντες και είμαι βέβαιος ότι η Κυβέρνηση τους λαμβάνει υπόψη. Όπως ξέρετε, θα υπάρχει μια διαβούλευση. Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι ένας από τους οργανισμούς που θα προσφέρει την τεχνογνωσία της. Δεν μπορώ να μιλήσω ακόμη με αριθμούς, διότι είναι πάρα πολύ νωρίς, αλλά μπορώ να σας πω ποιοι είναι οι παράγοντες εκείνοι οι οποίοι πρέπει να ληφθούν υπόψη.
Σαφώς, η μείωση της αγοραστικής δύναμης είναι ένας παράγων. Μιλάμε για τον κατώτατο μισθό. Με τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα αμείβεται περίπου το 27% του εργατικού δυναμικού. Από τη μία μεριά υπάρχει η αποκατάσταση της χαμένης αγοραστικής δύναμης λόγω του πληθωρισμού, από την άλλη μεριά υπάρχει αύξηση της παραγωγικότητας, που ήταν σημαντική το ’21 και θα είναι και το ’22. Πρέπει όμως να ληφθεί υπόψη η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, ιδιαίτερα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όπου ίσως η πλειοψηφία αυτών των χαμηλόμισθων δουλεύει εκεί.
Πρέπει να ληφθεί υπόψη η αύξηση των τιμών της ενέργειας, που και αυτές επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων και δη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Άρα πρέπει να τα βάλουμε κάτω όλα αυτά και να δούμε τελικά ποια θα είναι η άριστη αύξηση, που θα λαμβάνει υπόψη και τους κοινωνικούς παράγοντες και τους αναπτυξιακούς παράγοντες, αλλά και την ανταγωνιστικότητα.
Ν. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗ: Αισθάνεται πάντως από ό,τι καταλαβαίνω ότι είναι ένα δίκαιο, ένα βάσιμο αίτημα, από το πλήγμα που έχουν δεχτεί στην αγοραστική τους δύναμη.
Γ. ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ: Βεβαίως είναι.
Ν. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗ: Τελευταία ερώτηση για να κλείσουμε όπως αρχίσαμε κ. Διοικητά, από το Ταμείο Ανάκαμψης. Υπάρχει μια συζήτηση, που είμαι σίγουρη ότι την παρακολουθείτε, για μια πιθανή μονιμοποίηση ενός τέτοιου μηχανισμού. Θα ήθελα να σας ρωτήσω πόσο ρεαλιστική βάση μπορεί να έχει μια τέτοια συζήτηση και αν τη συναρτάτε και με την τρέχουσα πολιτική συγκυρία. Στην Ευρώπη έχουν αλλάξει Κυβερνήσεις, ενδεχομένως το έδαφος να είναι πιο γόνιμο.
Γ. ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ: Να ξεκινήσω από το δεύτερο. Πράγματι στην Ευρώπη αρχίζει να φυσά ένας διαφορετικός αέρας. Είδα τη νέα γερμανική κυβέρνηση. Τελείως διαφορετικές δηλώσεις και κλίμα από την κυβέρνηση που είχαμε εμείς απέναντί μας κατά τη διάρκεια των Μνημονίων, της δύσκολης εκείνης περιόδου, κατά την οποία εγώ ήμουν υπουργός Οικονομικών.
Τα πράγματα φαίνονται αρκετά πιο ρεαλιστικά σήμερα, αρκετά πιο φιλικά προς τον ευρωπαϊκό Νότο. Δεν είναι μόνο οι εκλογές που έφεραν νέες κυβερνήσεις, αλλά και η πανδημία. Νομίζω ότι αυτό που είπα πριν, «ουδέν κακόν αμιγές καλού», έχει διαδραματίσει ένα σημαντικό ρόλο.
Ως προς την ερώτησή σας. Ναι, θεωρώ ότι ένα τέτοιο Ταμείο πρέπει να γίνει μόνιμο στην Ευρώπη, να είναι ένας κεντρικός μηχανισμός επενδυτικός, ο οποίος θα λαμβάνει υπόψη τη συνοχή, εξωτερικούς κλυδωνισμούς στις χώρες, όπως αυτό το μεγάλο κλυδωνισμό που είχαμε στην πανδημία. Επίσης, το Ταμείο είναι η μία πλευρά, η άλλη πλευρά είναι η χρηματοδότησή του.
Τον Ιούνιο του ’21, η Ευρώπη δανείστηκε τα πρώτα ποσά. Το σύνολο θα είναι περίπου 750 δισεκατομμύρια σε σταθερές τιμές 2018. Άρα μπορούμε να μιλάμε και για ένα κοινό ευρωπαϊκό ομόλογο, το οποίο θα χρηματοδοτήσει αυτό το Ταμείο Ανάκαμψης.
Ευχής έργο είναι να είναι μόνιμο. Είμαι από τους πρώτους νομίζω που επιχειρηματολόγησα ότι αυτό θα πρέπει να γίνει ένας μόνιμος μηχανισμός.
Ν. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗ: Έχει διανυθεί, πάντως, μεγάλη απόσταση από όταν στην αρχή της κρίσης, στη συζήτηση περί ευρωομολόγου, η τότε καγκελάριος της Γερμανίας είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: «πάνω από το πτώμα μου». Έχει διανυθεί τεράστια απόσταση.
Γ. ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ: Ναι. Το καλό είναι ότι σήμερα βρισκόμαστε εδώ που βρισκόμαστε, έχοντας περάσει τόσο μεγάλες δυσκολίες. Τουλάχιστον αυτά τα παθήματα ας γίνουν μαθήματα και για μας, αλλά και για τους εταίρους μας.
Ν. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗ: Είπα ότι θα είναι τελευταία ερώτηση, αλλά μου δίνετε πάσα για μια ακόμη, με την άδειά σας.
Γ. ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ: Με χαρά μου.
Ν. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗ: Η πανδημία μας προίκισε με μια ευελιξία που δεν είχε η Ευρώπη, τουλάχιστον όχι στο βαθμό στον οποίο τη βλέπουμε τα τελευταία χρόνια. Επανέρχεται τώρα το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, θα το δούμε πως θα είναι, αλλά εν πάση περιπτώσει επανέρχεται μια λογική δημοσιονομικής πειθαρχίας, που για την Ελλάδα είναι ακόμη πιο αυστηρή λόγω των όσων έχουν προηγηθεί.
Είστε αισιόδοξος ότι θα πετυχαίνουμε τους στόχους; Είστε αισιόδοξος ότι θα είναι λιγότερο ασφυκτικό το δημοσιονομικό πλαίσιο ευρωπαϊκά, από ό,τι ήταν στο παρελθόν;
Γ. ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ: Όπως είπα πριν, για να το χρησιμοποιήσω ως γέφυρα με την προηγούμενη ερώτηση, τα παθήματα πρέπει να γίνονται μαθήματα. Ένα μάθημα που έχουμε όλοι μας πάρει είναι ότι δεν πρέπει να ακολουθούνται αυτό που λέμε φιλοκυκλικές δημοσιονομικές πολιτικές.
Τι σημαίνει αυτό; Όταν έχεις ύφεση, δεν μπορείς να ζητάς από αυτόν που έχει ύφεση να παίρνει μέτρα λιτότητας.
Ν. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗ: Αυτό βέβαια συνέβαινε στην Ελλάδα.
Γ. ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ: Βεβαίως συνέβαινε αυτό. Διότι στην Ελλάδα είχαμε το παράδειγμα, παίρναμε μέτρα όπου βελτιώναμε το πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά η λιτότητα η οποία επιβλήθηκε, δημιούργησε μεγαλύτερη ύφεση. Χάναμε έσοδα και ό,τι κερδίζαμε δημοσιονομικά από το πρωτογενές αποτέλεσμα, το χάναμε από την απώλεια εσόδων. Άρα αυτό δεν πρέπει να ξαναγίνει.
Δηλαδή, θα μου επιτρέψετε να μιλήσω λίγο τεχνικά, δεν πρέπει ό,τι κερδίζουμε από το πρωτογενές αποτέλεσμα να το χάνουμε από το λεγόμενο φαινόμενο της χιονοστιβάδας. Και ποιο είναι το φαινόμενο της χιονοστιβάδας; Είναι η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που δανείζεται το δημόσιο και του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης.
Πρέπει πάση θυσία να προσπαθούμε ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης να είναι υψηλότερος από το επιτόκιο με το οποίο δανείζεται το ελληνικό δημόσιο. Αυτό ήταν ένα πολύ σημαντικό μάθημα που πήραμε τότε και προσπαθούμε να επιχειρηματολογήσουμε ότι αυτή η αρχή πρέπει να ενσωματωθεί στο νέο Σύμφωνο Σταθερότητας, δηλαδή να έχει την ευελιξία να μην ακολουθούνται φιλοκυκλικές δημοσιονομικές πολιτικές.
Να πούμε όμως και την άλλη πλευρά για να είμαι δίκαιος…
Ν. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗ: Μας ακούν όμως;
Γ. ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ: Μας ακούν.
Ν. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗ: Με συγχωρείτε που σας διακόπτω, λέτε ότι προσπαθούμε να επιχειρηματολογήσουμε.
Γ. ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ: Στη γνωμοδότηση που ζητήθηκε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα νομίζω ότι αυτό πέρασε.
Για να είμαι όμως δίκαιος και για να μιλάμε συμμετρικά, όπως φιλοκυκλικές πολιτικές δεν πρέπει να ακολουθούνται στη διάρκεια της ύφεσης, δεν πρέπει όμως να ακολουθούνται και στη διάρκεια της άνθησης. Δηλαδή, μια χώρα που έχει υψηλό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης πρέπει να παίρνει δημοσιονομικά μέτρα μείωσης του ελλείμματός της και όχι αύξησης.
Ν. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗ: Σας ευχαριστώ πολύ, κ. Διοικητά.
Γ. ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ: Και εγώ. Χαρά μου.