Αμέτρητα είναι τα θαύματα του Οσίου Χατζή Ανανία εδώ και πάρα πολλά χρόνια, καθώς και αμέτρητες οι μαρτυρίες αρκετών πιστών για την παρουσία του Οσίου στην Ζωή τους.
Εκτός από τις επώνυμες μαρτυρίες για το χάρισμα της ιάσεως ασθενών, ήταν προικισμένος από το Θεό και με το προορατικό χάρισμα, με το οποίο βοήθησε πολλούς πιστούς να συναισθανθούν την αμαρτωλότητά τους και να μετανοήσουν.
Ο Όσιος ήταν αγιασμένος ως έμβρυο ακόμα (εκ κοιλίας μητρός του) και τα θαύματα που έκανε τόσο εν ζωή, όσο και αφού κοιμήθηκε ξεπερνούν το νου του ανθρώπου, θαύματα εξαίσια, πρωτάκουστα, σημάδια θεϊκά που συντελούν στην αλήθεια και την ενδυνάμωση της πίστης μας.
Σε ηλικία μόλις 10 μηνών, ένωσε τα δάχτυλα του όπως κάνουμε το σταυρό μας, σταύρωσε τη μητέρα του και έγινε καλά από αρρώστια που ως θανατικό είχε πέσει στο χωριό τους. Τα θαύματα συνεχίστηκαν σε όλη τη ζωή του Οσίου η οποία ήταν υποδειγματική, αλλά δεν σταμάτησαν και μετά τον θάνατο του.
[blockquote style=”3″]Δείτε Ακόμη: 1. Όσιος Χατζή Ανανίας: Πλήθος κόσμου στην εορτή του σύγχρονου αγίου (Video, photos) 2. Μητροπολίτης Κύριλλος: Έχουμε κάνει αναφορά στο Πατριαρχείο για την αγιοποίηση του Χατζή Ανανία (Video)[/blockquote]
Τα τελευταία χρόνια ο γέροντας Ιωαννίκιος Ανδρουλάκης ήταν εκείνος που αξιώθηκε να κάνει την ανακομιδή των λειψάνων του Οσίου και από τότε, μέσα από τις προσευχές και τις μεσιτείες του στον Άγιο, καθώς και μέσα από την ασκητική ζωή του, βοήθησε ώστε να γίνουν δεκάδες θαύματα τα οποία είναι καταγεγραμμένα σε τρία βιβλία που γράφτηκαν για τον Όσιο Χατζή Ανανία. Ο γέροντας Ιωαννίκιος ύμνησε και δόξασε τον όσιο Χατζή Ανανία όσο κανείς άλλος και τον έκανε γνωστό στα πέρατα του κόσμου.
Παρακάτω κάνουμε αναφορά στα Θαύματα του Χατζή Ανανία, τα οποία έγιναν όταν ήταν ακόμη εν ζωή, ενώ για τα θαύματα που έχουν γίνει μετά το θάνατο του, όπως προαναφέραμε είναι τα πιο πολλά καταγεγραμμένα σε βιβλία, από τους ίδιους τους πιστούς που βίωσαν το θαύμα.
Το πυρωμένο καμίνι
Μια καλόγρια που ήταν τότε στην Ιερά Μονή Καψά, ομολόγησε το πρώτο θαύμα του Χατζή-Ανανία στον Καψά όταν ήταν νεαρός και άκουγε στο όνομα Αντώνιος. Το όνομα της καλογριάς ήταν Ευσεβεία Παναγιωτάκη.
Η καλόγρια περιγράφει το εν λόγω θαύμα ως εξής:
«Τον καιρό εκείνο έκτισαν ένα ασβεστοκάμινο για τις ανάγκες του Μοναστηριού. Το καμίνι καιγόταν τρία μερόνυχτα. Ο Γεροντογιάννης φώναξε τον υποτακτικό Αντώνιο.
-Αντώνιε;
-Ευλόγησον Γέροντα!
-Έβγα παιδί μου να ρίξεις μια ματιά στον τρούλο του καμινιού και προσπάθησε μήπως μπορέσεις να φέρεις μία πέτρα να δοκιμάσουμε εάν είναι ψημένο το καμίνι.
Να είναι ευλογημένο είπε ο Αντώνιος και τρέχοντας ανέβηκε στο καμίνι.
Πάνω από τον τρούλο του καμινιού, που καιγόταν τρία μερόνυχτα, ο νεαρός υποτακτικός Αντώνιος άπλωσε το χέρι του και γυμνό όπως ήταν πήρε μια καυτή πέτρα, την έχωσε στον κόρφο του και τρέχοντας την πήγε στον Γέροντα και του είπε:
– Ορίστε Γέροντα μου να δει η αγιοσύνη σου που ξέρει καλύτερα και καταλαβαίνει πιο πολύ από εμένα. Τότε ο Γεροντογιάννης τον επέπληξε αυστηρά, λέγοντάς του·
– Ε, Αντωνιό-Αντωνιό. Δεν σου φαίνεται ότι πολύ γρήγορα άρχισες να μπαίνεις πολλά μέσα; Μάζεψε το νου σου.
Την παρατήρηση αυτή του την έκαμε ο Γεροντογιάννης φοβούμενος μήπως ο σατανάς πει στο αυτί του νεαρού Αντωνίου ότι είναι κιόλας άγιος, αφού με τα γυμνά του χέρια έβαλε την καυτή πέτρα στον κόρφο του και δεν τον έκαψε και αποκτήσει έπαρση και υπερηφανευθεί, διότι σε τέτοια ηλικία κατόρθωσε ένα τέτοιο φοβερό και πρωτάκουστο θαύμα για την ανθρωπότητα.
Που ακούστηκε μάνα να μη θέλει το παιδί της!
Στην `Ιερά Μονή Παναγίας Εξακουστής έρχονταν πολλοί άνθρωποι από τη Σητεία, το Μεραμπέλο, τήν Ιεράπετρα, τη Βιάννο, το Ηράκλειο και αλλού, για να πάρουν την ευχή τού Γέροντα, να τού πουν τα προβλήματα πού τους απασχολούσαν, τον πόνο πού είχαν στην καρδιά τους και να του ζητήσουν να μεσιτεύσει στην Παναγία για τη λύση αυτών των προβλημάτων.
0 Γέροντας τούς δεχόταν όλους με αγάπη, με στοργή, άκουγε αυτά πού είχαν να τού πουν, τούς έδινε συμβουλές και πολλές φορές τούς θεράπευε κιόλας στο όνομα τού Κυρίου ‘Ιησού Χριστού και τής Παναγίας Μητέρας Του.
Αυτό όμως κίνησε το φθόνο μερικών και τον συκοφάντησαν στον διερχόμενο από τη Μονή Εξακουστής δια περιόδευαν Επίσκοπον `Ιεράς καί Σητείας ‘Αμβρόσιο Σφακιανάκη ότι έκανε δήθεν μέ μαγική δύναμη θαύματα και ότι σκανδάλιζε τούς συνασκητές του και τούς πιστούς.
0 ‘Επίσκοπος πείστηκε από τούς κατηγόρους τού Γέροντα και τον κάλεσε στο Ηγουμενείο όπου τον επέπληξε αυστηρά λέγοντάς του να σταματήσει αμέσως να κάνει όσα πράττει και κυρίως τη θεραπεία ασθενών, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα τον τιμωρούσε αυστηρά. `0 Γέροντας έσκυψε το κεφάλι με ταπείνωση, έβαλε εδαφιαία μετάνοια στον ‘Επίσκοπο και τού είπε:
– Άγιε Δέσποτα, δεν είμαι ούτε μάγος ούτε αγύρτης είμαι απλώς ένας αμαρτωλός και ανάξιος μοναχός πού θρηνώ για τις αμαρτίες μου και παρακαλώ τον Θεό να με ελεήσει.
Ο Επίσκοπος όμως του επανέλαβε με αυστηρότατο ύφος να σταματήσει «να παριστάνει το θαυματουργό», γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα τον έδιωχνε από το Μοναστήρι. «Ύστερα ανέβηκε πάνω στην ετοιμόγεννη φοράδα του και επέστρεψε στήνω έδρα τής Επισκοπής του, στον Αγιασμένο Ιεράπετρας.
Μετά από μερικές ημέρες ή φοράδα γέννησε ένα αλογάκι. «Όμως αμέσως κατελήφθη από «μανία», δεν άφηνε το αλογάκι να την πλησιάσει για να θηλάσει και έδειχνε επιθετική και άγρια διάθεση εις βάρος του και σε όποιον άλλο προσπαθούσε να την πλησιάσει.
Ο Επίσκοπος πληροφορήθηκε το γεγονός από τον αγωγιάτη του και αφού το διαπίστωσε και ο ίδιος, έκανε έναν αγιασμό, ράντισε τη φοράδα και το μικρό της και παρακάλεσε τον Θεό να βοηθήσει την κατάσταση. Η φοράδα όμως δεν άλλαξε συμπεριφορά και το αλογάκι κινδύνευε να πεθάνει από την πείνα, από την αδιαφορία και την επιθετική συμπεριφορά τής μητέρας του. Βλέποντας αυτά ο Επίσκοπος, θυμήθηκε τον Χατζη-Ανανία και έστειλε το διάκο του π. Ιερόθεο στην Εξακουστή με την εντολή να βρει το Χατζη-Ανανία και να του πει να τον ακολουθήσει στον Αγιασμένο όπου τον ήθελε ο Δεσπότης.
Το πρωί στην Εξακουστή ό Χατζη-Ανανίας μετά την Ακολουθία ετοιμάστηκε για ταξίδι. Φόρεσε το ρασάκι του, έδεσε το σκούφο του με το μαντίλι τής κεφαλής, όπως συνήθιζε να κάνει, όταν έβγαινε από το Μοναστήρι και κάθισε στην αυλή κάνοντας κομποσκοίνι και περιμένοντας το Διάκο του Δεσπότη!!
Γνώριζε ήδη ότι ο Δεσπότης θα τον καλούσε στο Επισκοπείο, τον λόγο πού τον ήθελε και ότι ο Διάκος του ήταν καθ’ οδόν προς την Εξακουστή!
Πραγματικά, σε λίγο έφτασε στη Μονή ο Διάκος, είπε στο Γέροντα την εντολή του Δεσπότη, χωρίς να τού πει το λόγο πού τον ήθελε και τον πήρε μαζί του, για να πάνε στον Αγιασμένο. Αυτοί πού τον είχαν κατηγορήσει χάρηκαν, γιατί νόμισαν ότι ο Επίσκοπος θα τον τιμωρούσε και δεν θα τον άφηνε να επιστρέψει στη Μονή. Καθώς πήγαιναν προς την Ιεράπετρα ο Γέροντας διηγήθηκε στο Διάκονο τα συμβάντα και το λόγο πού τον κάλεσε στον Αγιασμένο ό Δεσπότης κι ο Διάκονος έμεινε με ανοιχτό το στόμα!
Όταν έφθασαν στο Επισκοπείο, ο ‘Επίσκοπος Αμβρόσιος είπε στο Γέροντα τα καθέκαστα και τού ζήτησε τη γνώμη του. Υστέρα πήγαν μαζί στο μέρος πού είχαν την αγριεμένη φοράδα και το δύστυχο αλογάκι της. Μόλις ή φοράδα αντίκρισε το Γέροντα, «τινάχτηκε», μάζεψε τα πόδια της «σε όσο τόπο χωρεί ένα πιάτο», έτρεμε σύγκορμη και κοίταξε το Γέροντα φοβισμένη. 0 Γέροντας Χατζη-Ανανίας την πλησίασε, τη σταύρωσε και στη συνέχεια τής είπε:
Πού ακούστηκε μάνα, να μη θέλει το παιδί της!
και δε θες κι εσύ το δικό σου; Ντροπή σου, ντροπή σου!
Αμέσως ή φοράδα ηρέμησε, άνοιξε τα πόδια της, κούνησε την ούρα της, πλησίασε ή ίδια το αλογάκι της και το άφησε να θηλάσει. 0 Επίσκοπος έμεινε με ανοιχτό το στόμα βλέποντας αυτό το θαυμαστό γεγονός.
Αυθόρμητα έπιασε το χέρι τού Γέροντα, το φίλησε και τού ζήτησε συγγνώμη και συγχώρηση για όσα είχαν γίνει τις προηγούμενες ήμερες.
Μάλιστα τού είπε να συνεχίσει να βοηθά τούς ανθρώπους, όπως έκανε μέχρι τότε, και έδωσε εντολή στον Ηγούμενο να μην τον ενοχλεί κανείς, αλλά να τον αφήσουν απερίσπαστο στο έργο του.
Ο τότε Διάκονος τού ‘Επισκόπου Αμβροσίου `Ιερόθεος Πετράκης, μετέπειτα Ηγούμενος τής Μονής Φανερωμένης και κατά τα έτη 1949-1952 Ηγούμενος τής Μονής Τοπλού, αφηγήθηκε ό ίδιος το παραπάνω περιστατικό στον Αρχιμανδρίτη Ιωαννίκιο Ανδρουλάκη.
Μάλιστα του είπε ότι, όταν ο Επίσκοπος φίλησε το χέρι τού Γέροντα Ανανία, όσοι ήταν εκεί παραξενεύτηκαν γι’ αυτή την πράξη τού Δεσπότη και τη σχολίασαν. Θεώρησαν μάλιστα ότι μ’ αυτόν τον τρόπο ο ‘Επίσκοπος «ταπείνωσε τον εαυτόν του και το αρχιερατικό του αξίωμα».
0 Αμβρόσιος το αντιλήφθηκε και το βράδυ μετά το δείπνο τούς είπε:
-Αντιλήφθηκα ότι με σχολιάζετε και θέλω να μάθω το λόγο.
Ένας Ιερομόναχος ονόματι Ευμενιος τού είπε, εκπροσωπώντας και τούς άλλους:
– Θεοφιλέστατε, ή χειρονομία σας να φιλήσετε το χέρι τού Μοναχού Ανανία μας έκαμε εντύπωση, έχοντας μάλιστα ύπ’ όψιν μας ότι «το έλασσον υπό τού κρείττονος ευλογείται».
0 Δεσπότης τού απάντησε:
-Και στην προκειμένη περίπτωση, παιδιά μου, αυτό έγινε. Δε φίλησα το χέρι του Μοναχού Άνανία ως υφισταμένου μου, ως κατωτέρου. Άλλα προσκύνησα την Αγιότητά του, πού δεν έχω εγώ ό ‘Επίσκοπος. Αγιότητα πού είναι ανωτέρα από εμέ τον Επίσκοπο. «Έτσι λοιπόν και σ’ αυτήν την περίπτωση «το έλασσον υπό τού κρείττονος ευλογήθη».
Πως ταξίδευαν στην θάλασσα
Τόσο ο Γεροντογιάννης, όσο και ο Χατζή-Ανανίας, όσες φορές μετέβαιναν στο απέναντι από το Μοναστήρι νησί, το Κουφονήσι, αντί για βάρκα ή κάποιο άλλο πλεούμενο, χρησιμοποιούσαν το ράσο τους.
Έκαναν το σταυρό τους και μια σύντομη προσευχή, σταύρωναν τη θάλασσα με το ραβδί τους, άπλωναν το ράσο πάνω στη θάλασσα, άφοβα ανέβαιναν πάνω και ως κατάρτι είχαν την πίστη στον Θεό, ως πανιά την αδιάλειπτη προσευχή, συνοδοιπόρο την Παναγία και τον Τίμιο Πρόδρομο και Κυβερνήτη το Χριστό.
Με αυτό το θαυματουργικό και απίστευτο για τούς ανθρώπους τρόπο, οι επίγειοι αυτοί άγγελοι, πήγαιναν στο νησί και επέστρεφαν.