Ψυχραιμία απέναντι στο κύμα έξαρσης των ιογενών λοιμώξεων συνιστά η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, καθηγήτρια Παιδιατρικής, κ. Μαρία Θεοδωρίδου.
Σε συνέντευξή της, στο ertnews.gr , επισημαίνει ότι εκείνο το οποίο πρέπει να γίνει, χωρίς καθυστέρηση, είναι ο αντιγριπικός εμβολιασμός όλων εκείνων, οι οποίοι ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου για την πρόκληση επιπλοκών.
«Η κόπωση από τους εμβολιασμούς αναλογεί και στον αντιγριπικό», σχολιάζει κ. Θεοδωρίδου, εξαιρώντας, ωστόσο, όσους είναι άνω των 60 ετών. «Οι άνω των 60 ετών έχουν την κουλτούρα του εμβολιασμού και κάνουν σε σημαντικό ποσοστό το αντιγριπικό εμβόλιο, τα τελευταία χρόνια», προσθέτει.
Σε ό,τι αφορά τα παιδιά, η καθηγήτρια Παιδιατρικής αναφέρει:
«Δεν υπάρχει μια γενική σύσταση όλα τα παιδιά να εμβολιαστούν. Γίνεται μια εξατομίκευση της σύστασης, από τον παιδίατρο, ο οποίος γνωρίζει το ιστορικό του παιδιού, το οικογενειακό περιβάλλον του και, αναλόγως, υποδεικνύει ή όχι να εμβολιαστεί».
Αναφορικά με την έξαρση των ιογενών λοιμώξεων, που φέρνει κατά εκατοντάδες τα παιδιά στις εφημερίες των νοσοκομείων Παίδων, η κ. Θεοδωρίδου διευκρινίζει:
«Eξαρση των ιώσεων υπάρχει, αυτήν την περίοδο. Από ιούς, που, πάντα υπήρχαν. Γενικά, δεν μου αρέσει το πνεύμα πανικού και σύγχυσης που μπορεί να δημιουργείται στους γονείς ότι είναι, πια, μια καταστροφική περίοδος. Πάντα έχουμε τις ιώσεις, πάντα ζορίζονται τα μικρότερης ηλικίας παιδιά, πάντα υπάρχουν οι απουσίες από τα σχολεία και από τους παιδικούς σταθμούς.
Εφέτος, θα είναι μεγαλύτερο το κύμα των ιώσεων, λόγω της προηγούμενης ηρεμίας των δύο ετών (με τη χρήση της μάσκας), αλλά αυτή η αύξηση των περιστατικών ήταν και αναμενόμενη».
Η κ. Θεοδωρίδου επισημαίνει ότι η έξαρση ιογενών λοιμώξεων της εποχής, δεν πρέπει να μας ανησυχεί σε βαθμό που να μας οδηγεί σε ενέργειες υπερβολικές ή και περιττές, πολλές φορές. Όπως, να κλείνουν τα παιδιά στα σπίτια τους, να μην βγαίνουν έξω, να κλείνουν παιδικοί σταθμοί, να ψάχνουν οι γονείς αντιβιοτικά, να ψάχνουν βιταμίνες…
Και για το πότε θα πρέπει να αναζητήσουν οι γονείς, άμεσα, ιατρική βοήθεια, η καθηγήτρια της Παιδιατρικής αναφέρει:
«Τα παιδιά κάνουν 39-40 πυρετό, στο πλαίσιο μιας ίωσης. Δεν χρειάζεται να τρέχουν οι γονείς, αμέσως, στο νοσοκομείο ή στο γιατρό. Αυτό πρέπει να γίνει, χωρίς καθυστέρηση, όταν το παιδί – κατά το κριτήριό τους – συμπεριφέρεται διαφορετικά από ό,τι σε άλλα εμπύρετα νοσήματα».
Σε ό,τι αφορά τα περιστατικά στρεπτόκοκκου, που προκάλεσαν το θάνατο δεκαπέντε παιδιών στη Μ. Βρετανία, η κ. Θεοδωρίδου αναφερόμενη στη χώρα μας, εξηγεί:
«Αυτό δεν μας έχει αγγίξει. Και οι γονείς και οι παιδίατροι είναι πολύ ευαισθητοποιημένοι. Οταν υπάρχει μια σοβαρή λοίμωξη στα παιδιά, οι γονείς τα πηγαίνουν στο γιατρό, έγκαιρα.
Στη Μ. Βρετανία δεν υπάρχει άρρωστο παιδί και παιδίατρος, υπάρχει άρρωστο παιδί, γενικός γιατρός και εν συνεχεία παιδίατρος. Ίσως, αυτή η απώλεια χρόνου να είναι σημαντική. Λειτουργεί, διαφορετικά το σύστημα. Μπορεί να είναι αυτό ή μπορεί να είναι κάποιο καινούργιο στέλεχος πιο λοιμογόνο. Πάντως, δεν έχει φτάσει στην Ελλάδα».
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, η κ. Θεοδωρίδου μας λέει ότι το Strep Test, στο οποίο υποβάλλονται τα παιδιά από τον παιδίατρο, γίνεται για το στέλεχος που κάνει την απλή αμυγδαλίτιδα (και, ενίοτε, την οστρακιά).
«Στην περίπτωση των κρουσμάτων στη Μ. Βρετανία, πρόκειται για μια διεισδυτική, όπως λέμε, συστηματική νόσο, σοβαρή. Tο γνωρίζουμε, το προσέχουμε, δεν είναι πρωτοεμφανιζόμενο – δεν είναι κάτι που χαρακτηρίζεται ως καινούργιο φαινόμενο, είναι γνωστή νοσολογική οντότητα. Στρεπτόκοκκος είναι και αυτό, αλλά έχει άλλα χαρακτηριστικά λοιμογονικότητας. Είμαστε, πάντα, σε εγρήγορση – για τα πάντα».
Χθες, ο ΕΟΔΥ, στο πλαίσιο της εβδομαδιαίας έκθεσης για την πορεία της εποχικής γρίπης, ανακοίνωσε ότι οι επισκέψεις στους γιατρούς, από ασθενείς με συμπτώματα γριπώδους συνδρομής αυξήθηκαν κατά 41,5 % την τελευταία εβδομάδα, έναντι της προηγούμενης.
Από τις αρχές Οκτωβρίου, έχουν καταγραφεί πέντε σοβαρά κρούσματα γρίπης με νοσηλεία σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, σε ασθενείς ηλικίας, από 8 έως 82 ετών. Τα τρία από αυτά αφορούσαν ασθενείς υψηλού κινδύνου. Ανάμεσά τους ήταν και η 78χρονη γυναίκα η οποία έπασχε από υποκείμενα νοσήματα και έχασε τη ζωή της, τον περασμένο μήνα.