Αλλαγή σκηνικού για τον δημόσιο και τον ιδιωτικό δανεισμό και τα εισοδήματα φέρνει η αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, η οποία θα ξεκινήσει από τον Ιούλιο, σε ένα περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο μέλημα του οικονομικού επιτελείου, τον δημόσιο δανεισμό, τα αποτελέσματα από τις χθεσινές ανακοινώσεις της ΕΚΤ είναι ήδη ορατά και μετρήσιμα. Η απόδοση του ελληνικού 10ετούς βρέθηκε χθες πάνω από 4%, από 3,8% που ήταν την Τετάρτη, ενώ ανάλογες αυξήσεις είχαν και οι αποδόσεις υπολοίπων ελληνικών τίτλων. Τούτο, παρά τις διαβεβαιώσεις (οι οποίες επαναλήφθηκαν και χθες) από την πρόεδρο της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ ότι θα συνεχίσει να στηρίζει τα ελληνικά ομόλογα, πέρα από το όριο της επανεπένδυσης στους τίτλους που λήγουν, αν κάποιες εκδόσεις αντιμετωπίζουν πρόβλημα από τις αγορές.
Σε κάθε περίπτωση, το Υπουργείο Οικονομικών γνωρίζει πια ότι όποτε αποφασίσει να δανειστεί από τις αγορές, θα μπορεί να το κάνει μόνο με αυξημένο κόστος. Η μερική εξομάλυνση της κατάστασης αυτής θα έρθει μόνο με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, που αναμένεται μέσα στο 2023.
Μέχρι τότε, ο δανεισμός θα είναι προσεκτικά σχεδιασμένος και οι – χαμηλές – χρηματοδοτικές ανάγκες θα καλύπτονται με την χρήση και των ταμειακών διαθεσίμων, τα οποία σήμερα ξεπερνούν τα 39 δισ. ευρώ.
Ιδιωτικός δανεισμός και εισοδήματα
Η αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ θα έχει άμεση συνέπεια την αύξηση των επιτοκίων δανεισμού από τις εμπορικές τράπεζες για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Παράγοντες της αγοράς εκφράζουν φόβους ότι η αγορά εταιρικών ομολόγων που είχε διευρυνθεί από το 2019 θα περιοριστεί τώρα λόγω υψηλού κόστους. Οι μικρότερες επιχειρήσεις που δεν είχαν εύκολη πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό θα δούν τις πόρτες των τραπεζών να κλείνουν περισσότερο,
Τα νοικοκυριά που εξυπηρετούν σήμερα στεγαστικά ή καταναλωτικά δάνεια θα δούν τις δόσεις τους να μεγαλώνουν λόγω των υψηλότερων επιτοκίων, ενώ τα νέα δάνεια θα είναι εκ των πραγμάτων “ακριβότερα”. Για ένα διάστημα η αύξηση των επιτοκίων θα επηρεάσει την κατανάλωση, αφού η πίστωση από πλαστικό χρήμα θα γίνει ακριβότερη.
Κερδισμένες θα είναι οι εμπορικές τράπεζες, οι οποίες αναμένεται μετά από χρόνια αν αυξήσουν τα κέρδη τους από την καταναλωτική πίστη.
Στο επίπεδο των εισοδημάτων, οι επιπτώσεις θα είναι έμμεσες Σε συνθήκες υψηλών τιμών και αυξημένου κόστους χρήματος, οι εργαζόμενοι θα απαιτήσουν αναπλήρωση της απώλειας της αγοραστικής αξίας των εισοδημάτων τους.
Λεπτές ισορροπίες
Την αναγκαιότητα λεπτών χειρισμών στην πορεία της αύξησης των επιτοκίων επεσήμανε με τον δικό του τρόπο από την υπουργική σύνοδο του ΟΟΣΑ στο Παρίσι ο προκάτοχος της κ. Λαγκάρντ στην προεδρία της ΕΚΤ, νυν πρωθυπουργός της Ιταλίας Μάριο Ντραγκι.
Ο κ. Ντράγκι, υπενθύμισε ότι ο πληθωρισμός στην Ευρώπη δεν είναι τόσο αποτέλεσμα της αυξημένης ζήτησης, όσο διαταραχών της προσφοράς. Τόνισε επίσης ότι ο δομικός πληθωρισμός (δηλαδή ο πληθωρισμός χωρίς τα τρόφιμα και τα καύσιμα) έχει μεν αυξηθεί στο 4%, που είναι μια μεγάλη αύξηση, αλλά πολύ μικρότερη από εκείνη στις ΗΠΑ.
Τόνισε επίσης, ότι η κατανάλωση βρίσκεται ακόμη χαμηλότερα από την περίοδο προ της πανδημίας, ενώ και η ανεργία βρίσκεται στο 7%, άρα υπάρχει ακόμη “πλεονάζουσα ικανότητα” στην ευρωπαϊκή οικονομία. Με τις επισημάνσεις αυτές ο τέως κεντρικός τραπεζίτης της ευρωζώνης υπογράμμισε δύο συνθήκες που θα πρέπει να τηρηθούν το επόμενο διάστημα.
Η πρώτη είναι ότι οι αυξήσεις επιτοκίων θα πρέπει να γίνονται με μεγάλη προσοχή, για να μην επιβραδύνουν την ανάκαμψη της Ευρώπης. Ο κ. Ντράγκι απάντησε έτσι σε όσους ζητούν άμεσα επιθετική αύξηση επιτοκίων από την ΕΚΤ.
Η δεύτερη συνθήκη αφορά τα κράτη-μέλη, που θα αντιμετωπίσουν τις αυξήσεις. Όπως είπε ο κ. Ντράγκι, οι μισθοί θα πρέπει να αυξηθούν για να ανακτήσουν οι εργαζόμενοι την αγοραστική τους δύναμη. Αυτό όμως πρέπει να γίνει μέχρι έναν βαθμό, ώστε να μην δημιουργήσει ένα νέο πληθωριστικό σπιράλ μισθών – τιμών, το οποίο θα οδηγούσε με τη σειρά του σε ακόμη υψηλότερα επιτόκια.