Με αφορμή τις δυσοίωνες εκτιμήσεις και προοπτικές σε σχέση με τον πληθυσμό της χώρας μίλησε στο Πρώτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας 91,6 και 105,8 o Βύρων Κοτζαμάνης, Καθηγητής Δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας αλλά και Επιστημονικός Υπεύθυνος του ερευνητικού προγράμματος (ΕΛΙΔΕΚ) “Δημογραφικά Προτάγματα στην Έρευνα και Πρακτική στην Ελλάδα’’, καλεσμένος στην εκπομπή «Ναι μεν, Αλλά» και την Ευαγγελία Μπαλτατζή.
Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο κ. Κοτζαμάνης στην αρχή της συνομιλίας του με τη δημοσιογράφο «είναι δυσοίωνες οι προοπτικές σε σχέση με τον πληθυσμό της χώρας, με την έννοια, πρώτον, ότι ο πληθυσμός μας γηράσκει. Τι σημαίνει αυτό; Ότι το πλήθος και το ειδικό βάρος στο ποσοστό των ηλικιωμένων αυξάνεται συνεχώς στα 23% σήμερα. Ήμασταν γύρω στα 6% πριν από 70 χρόνια και θα ανέλθει γύρω στο 30 με 33% το 2050 δηλαδή σε 25 χρόνια. Αυτό είναι αποτέλεσμα από τη μια μεριά μιας θετικής εξέλιξης, ότι ζούμε όλο και περισσότερα χρόνια, αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής μας και όλοι μας θέλουμε να ζήσουμε περισσότερα χρόνια και σε καλύτερη κατάσταση υγείας. Επομένως είναι θετικό αλλά όλο αυτό ταυτόχρονα οδηγεί και σε μια γήρανση. Το δεύτερο είναι ότι έχουμε στη χώρα μας μετά το 1980 μια συνεχή μείωση των γεννήσεων, η οποία οφείλεται στο ότι γενιές οι οποίες έρχονται από το 1980 και μετά, κάνουν όλο και λίγο λιγότερα παιδιά από τους γονείς τους. Επομένως, έχουμε μια μείωση της γονιμότητας και αυτή αποτυπώνεται και στις γεννήσεις».
Εν συνεχεία, ο κ . Κοτζαμάνης προσθέτει επίσης το εξής «ταυτόχρονα έχουμε μια αναστροφή του μεταναστευτικού ρεύματος στη χώρα μας. Μέχρι το 2010 η χώρα μας ήταν ελεγκτική, προφανώς είχαμε προσέλθει ξανά με οικονομικούς μετανάστες, κυρίως από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Μετά το 2010 η χώρα μας δεν είναι ελεγκτική, παρόλο που είχαμε το προσφυγικό κύμα και με αποτέλεσμα η ζυγαριά εισόδου και εξόδου να είναι αρνητική. Επομένως έχουμε δύο ζυγαριές αρνητικές, περισσότερους θανάτους από γεννήσεις, περισσότερες εξόδους από εισόδους, με αποτέλεσμα το συνολικό αποτέλεσμα κάθε χρόνο ο πληθυσμό μας να μειώνεται και αυτό θα συνεχιστεί ούτως ή άλλως, ό,τι και να κάνουμε τις επόμενες δεκαετίες. Εκείνο όμως, το οποίο μπορούμε να κάνουμε είναι το εξής: να επιβραδύνουμε με μέτρα πολιτικής, να επιβραδύνουμε τη μείωση του πληθυσμού μας, να επιβραδύνουμε τη γήρανση του πληθυσμού μας και ταυτόχρονα να επιβραδύνουμε-κάτι πολύ σημαντικό-τη μείωση των ατόμων που είναι κάτω 65 ετών, γιατί τα άτομα που είναι πάνω από 65 ετών έχουν ήδη γεννηθεί, ξέρουμε με σχετική ακρίβεια πώς θα πεθάνουν και επομένως αυτοί θα αυξηθούν κατά 650.000 (…). Η μείωση θα προέλθει δηλαδή από τη μεγάλη μείωση των ατόμων αυτών που λέμε νέων ατόμων μέχρι τα 20 χρόνια και από των ατόμων παραγωγικής ηλικίας 20-64 ετών».
«Στη χώρα μας δεν υπάρχει ένα ευνοϊκό περιβάλλον για να δημιουργηθεί οικογένεια και παιδί» σημείωσε έπειτα ο κ. Κοτζαμάνης συμπληρώνοντας «σε καμία χώρα ευρωπαϊκή ή διεθνώς τα ζευγάρια που γεννήθηκαν το ‘70, το ’80, τα παιδιά αυτά δεν έκαναν παραπάνω από δυο παιδιά ανά γυναίκα και ορισμένες χώρες κάνανε κοντά στο 2. Στη χώρα μας και σε όλες τις χώρες τις αναπτυγμένες ο μέσος όρος των παιδιών που επιθυμούν τα νέα ζευγάρια-αυτά που γεννήθηκαν το ’70, το ’75, το ‘85 είναι γύρω στα 2. Είναι λοιπόν, χώρες που η διαφορά ανάμεσα στο επιθυμητό και στο πραγματικό είναι πάρα πολύ μικρή αλλά υπάρχουν όμως και χώρες όπως η δική μας όπου η διαφορά ανάμεσα στο επιθυμητό και στο πραγματοποιημένο είναι πάρα πολύ μεγάλη. Με άλλα λόγια, εμείς θέλουμε να κάνουμε κατά μέσο όρο δύο παιδιά, όπως και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι αν θέλετε και κάνουμε ενάμιση. Που οφείλεται αυτό; Οφείλεται στο ότι στη χώρα μας δεν υπάρχει ένα ευνοϊκό περιβάλλον. Πιο συγκεκριμένα, δεν έχει δημιουργηθεί και δεν υπάρχει προφανώς ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την οικογένεια και το παιδί. Εκεί είναι η διαφορά».
«Έχουμε κάποιες ιδιαιτερότητες σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Είμαστε πολύ προσανατολισμένοι στην ιδιοκτησία» υπογράμμισε ο κ. Βύρων Κοτζαμάνης, στη πορεία της συζήτησης με τη δημοσιογράφο.
«Είμαστε προσανατολισμένοι στην ιδιοκτησία και οι διαδοχικές κυβερνήσεις ακολουθούν το ρεύμα, αν και κατά τη γνώμη μου δεν πρόκειται να λυθεί κανένα θέμα, όχι από την παρούσα κυβέρνηση, οποιαδήποτε κυβέρνηση, αν δεν αναπτυχθεί ένα διευρυμένο πρόγραμμα κοινωνικής κατοικίας. Θα σας πω το εξής: υπήρχαν χώρες που δεν το είχαν. Για παράδειγμα, η Ισπανία που ήταν ανθεκτικό τους, πήρε ένα τεράστιο ποσό για να χτίσει, αν δεν κάνω λάθος 200.000 κατοικίες σε τέσσερα χρόνια. Εδώ όμως, υπάρχουν και κάποιες ιδιαιτερότητες της χώρας μας, όπως, επίσης υπάρχουν και κάποια μέτρα για τις γονικές άδειες οι οποίες επιβλήθηκαν στον ιδιωτικό τομέα. Εδώ υπάρχει μόνο το θεσμικό πλαίσιο, το οποίο αν θέλετε έχει προσαρμοστεί στο ευρωπαϊκό. Η χώρα μας είναι γεγονός, ότι έχει πάρα πολλές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, όπου ένα μεγάλο τμήμα των εργαζομένων είναι σε αυτές εδώ πέρα. Επομένως, το θεσμικό πλαίσιο που ισχύει, είναι πολύ δύσκολο να γίνει πράξη και να εφαρμοστεί ο νόμος (…). Έχουμε ανάγκη λοιπόν, από μια εθνική στρατηγική η οποία θα λαμβάνει υπόψη μας και τις ιδιαιτερότητές μας και ταυτόχρονα και τις χωρικές διαφοροποιήσεις. Αυτό που θέλει ένα πρόγραμμα για να αποδώσει είναι μια στρατηγική, μια δημογραφική πολιτική η οποία για να υλοποιηθεί πρέπει να έχει σαφείς στόχους. Οι στόχοι αυτοί πρέπει να μπαίνουν μεσοπρόθεσμα και όχι μόνο μακροπρόθεσμα. Να είναι δυνατόν να υπάρχουν τα μέσα για την υλοποίησή της και να μπορούν να αξιολογηθούν».
Τέλος, ερωτηθείς αν μέσω του μεταναστευτικού θα μπορέσουμε με έναν τρόπο να αντιμετωπίσουμε το δημογραφικό μας πρόβλημα ο κ. Κοτζαμάνης επισημαίνει «μέσω του μεταναστευτικού θα μπορέσουμε να επιβραδύνουμε τη μείωση του πληθυσμού μας, τη μείωση της γήρανσης, μεσοπρόθεσμα και βραχυπρόθεσμα και όχι μακροπρόθεσμα. Οι αλλοδαποί μπορεί μεσοπρόθεσμα και βραχυπρόθεσμα εν μέρει να λύσουν, να αμβλύνουν τις αρνητικές επιπτώσεις, τις δημογραφικές επιπτώσεις και να αμβλύνουν και άλλες δυσκολίες που έχουμε στην αγορά εργασίας αλλά μιλάω για το δημογραφικό τώρα, αλλά δεν είναι λύση μακροπρόθεσμα (…). Κατά τη γνώμη μου, ένα ήπιο μεταβατικό ισοζύγιο είναι αναγκαίο και από δημογραφική σκοπιά και από οικονομική σκοπιά, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία».