Καθ’ όλη τη διάρκεια του πρώτου κύματος της κρίσης και του lockdown, εταιρείες που συνδέονται με τοπικές “ανελαστικής ζήτησης” αγορές ή δραστηριοποιούνται κυρίως στον ευρύτερο χώρο των τροφίμων, κατάφεραν να διατηρήσουν δυνάμεις, με απώλειες είναι η αλήθεια, αλλά περιορισμένες σε σχέση με το πλήγμα που δέχθηκε η αγορά στο σύνολό της και δη τα καταστήματα που βρίσκονται στις παραδοσιακές εμπορικές πιάτσες. Απώλειες που περιορίσθηκαν μετά την άρση του lockdown με το άνοιγμα της αγοράς. Σήμερα το ταμείο εξακολουθεί να είναι μείον μεν αλλά κάτω “μόλις” 10%-15% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα έναν χρόνο πριν, αναφέρουν πηγές με γνώση.
Όμως τα συγκεκριμένα καταστήματα, τα οποία εξυπηρετούν ανελαστικές σχετικά ανάγκες ή μία τοπική κοινωνία, ίσως και να αποτελούν την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Γιατί ο κανόνας θέλει τη συντριπτική πλειονότητα του εμπορικού κόσμου να μετρά αυτήν τη στιγμή απώλειες άνω του 30% ενώ τα μηνύματα για το μέλλον, υπό τον φόβο ενός δεύτερου κύματος και των φορολογικών και άλλων υποχρεώσεων του φθινοπώρου, να είναι άκρως ανησυχητικά.
Προβληματισμό και ανησυχία προκαλεί και η επιδείνωση των εκτιμήσεων των καταναλωτών για την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών τους (πηγή: ΙΟΒΕ). Σχετικά με τις εκτιμήσεις για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού, το ποσοστό των καταναλωτών που δηλώνει ότι “μόλις τα βγάζει πέρα” παρέμεινε αμετάβλητο, στο 66%, ενώ αυξήθηκε στο 10% (από 8%) το ποσοστό όσων αναφέρουν ότι αντλούν από τις αποταμιεύσεις τους. Οι καταναλωτές που δηλώνουν ότι αποταμιεύουν λίγο ή πολύ, αποτελούν και πάλι το 18%-19% του συνόλου, ενώ όσοι δηλώνουν ότι “έχουν χρεωθεί” παραμένουν στο 6%. Ας δούμε όμως πως αυτοί οι δείκτες αποτυπώνονται στο ταμείο.
Σε μνημονιακούς ρυθμούς κινείται η εκπτωτική αγορά
Για τις φετινές θερινές εκπτώσεις, που ολοκληρώνονται στις 31 Αυγούστου, τα μηνύματα είναι δυσοίωνα. Το 65% των εμπορικών καταστημάτων στην Αττική δηλώνει πως έχει πληγεί από τη κρίση της πανδημίας και εκτιμά τις απώλειες τζίρου στο -54%. Σύμφωνα με τον κ. Κορκίδη, ο τζίρος των φετινών θερινών εκπτώσεων θα διαμορφωθεί σε επίπεδα μνημονιακής περιόδου και πολύ χαμηλότερα από τα 6 δισ. ευρώ.
Η εκτίμηση αυτή βασίζεται στην πορεία που καταγράφει ο κύκλος εργασιών στο εμπόριο σε ετήσια βάση με μείωση τζίρου από τα 40,1 δισ. ευρώ πέρυσι στα 31,3 δισ. ευρώ φέτος. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι φετινές θερινές εκπτώσεις στις αγορές της Αττικής σε μικρά και μεγάλα καταστήματα των κεντρικών και περιφερειακών αγορών, καθώς και σε εμπορικά κέντρα, πραγματοποιούνται σε ένα περιβάλλον συνεχούς επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης, με ανύπαρκτη τουριστική κίνηση και δυστυχώς απούσα τόσο την “εισαγόμενη” όσο και την “εσωτερική κατανάλωση”. Σε γενικές γραμμές το κλίμα στον εμπορικό κόσμο είναι απαισιόδοξο με αμυδρές ελπίδες και με έντονο προβληματισμό. Ο στόχος για φέτος επαναπροσδιορίζεται στο να περιοριστεί το σοκ της μείωσης του τζίρου στο -12% και των απωλειών κερδών στο -39%.
Με βάση έρευνα της ΕΣΕΕ, μέχρι το τέλος Ιουλίου, σχεδόν επτά στις δέκα επιχειρήσεις (68%) κατέγραψαν πτώση των πωλήσεων και μόλις το 8% αύξηση. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι οι μικρότερες επιχειρήσεις φαίνεται να επλήγησαν σε ισχυρότερο βαθμό. Σχεδόν οκτώ στις δέκα επιχειρήσεις με ετήσιο κύκλο εργασιών κάτω των 45.000 ευρώ εμφάνισαν πτώση πωλήσεων σε σχέση με το αντίστοιχο δεκαπενθήμερο του 2019, έναντι σχεδόν έξι στις δέκα με τζίρο άνω των 45.000 ευρώ.
Για το σύνολο του έτους, με βάση το “αισιόδοξο” σενάριο του ΙΟΒΕ, που “βλέπει” ύφεση 7,5% τη φετινή χρονιά ο αρνητικός πληθωρισμός θα κινηθεί στο 1,5%-2%, η κατανάλωση θα υποχωρήσει κατά 7%, και η ανεργία θα κινηθεί στο 19,3%. Σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο, το οποίο συμπεριλαμβάνει και το ενδεχόμενο να υπάρξει δεύτερο κύμα της υγειονομικής κρίσης, η ύφεση θα αγγίξει το 10,5% με την ονομαστική να κινείται στα επίπεδα του 13%-14%. Η ιδιωτική κατανάλωση θα υποχωρήσει κατά 11% και η ανεργία θα ανέλθει στο 20,5%.
Ζημιά 50 εκατ. από την ακύρωση της ΔΕΘ
Την ίδια στιγμή σημαντική αναμένεται ότι θα είναι η ζημιά για τη Θεσσαλονίκη από την ακύρωση διεξαγωγής της ΔΕΘ. To ΒΕΘ κάνει λόγο για ισχυρό πλήγμα στην οικονομία της Θεσσαλονίκης αλλά και της Βόρειας Ελλάδας, με τον Δήμαρχο της πόλης, κ. Κωνσταντίνο Ζέρβα, να αποτιμά τη ζημιά στα 50 εκατ. ευρώ. Η 85η ΔΕΘ επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στο διάστημα 5-13 Σεπτεμβρίου, με τιμώμενη χώρα τη Γερμανία.
Λόγω του σοβαρούς πλήγματος που δέχεται η συμπρωτεύουσα, ο πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης, Αναστάσιος Καπνοπώλης, ζητά “να σχεδιαστούν άμεσα από την κυβέρνηση ενεργές πολιτικές στήριξης του επιχειρείν της Θεσσαλονίκης και της Κεντρικής Μακεδονίας. Περιμένουμε με την έλευση του πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη να ανακοινωθούν τα μέτρα στήριξης του επιχειρείν για την περιοχή μας”. Σύμφωνα με τα περυσινά στατιστικά στοιχεία, το 38% των εμπορικών επιχειρήσεων κατέγραψαν αύξηση τζίρου κατά τη διάρκεια διεξαγωγής της έκθεσης.
Με τον πρόεδρο της HELEXPO-ΔΕΘ Α.Ε., Τάσο Τζήκα, να αναφέρει σε πρόσφατες δηλώσεις του ότι ο εκθεσιακός φορέας αναζητά πλέον εναλλακτικούς τρόπους για να καλυφθεί έστω ένα μέρος των απωλειών τόσο για την πόλη όσο και για την ίδια την εταιρεία, για την οποία η γενική έκθεση του Σεπτεμβρίου αντιπροσωπεύει περίπου το 1/3 του τζίρου της, ήτοι 3,5-4 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Ένωση Εκθέσεων, φέτος έχουν ακυρωθεί περισσότερες από 10.000 διοργανώσεις με εκτιμώμενες απώλειες για τις σχετιζόμενες με τον εκθεσιακό κλάδο επιχειρήσεις της τάξης των 80 δισ. ευρώ. Μόνον στην Ευρώπη εκτιμάται ότι έχουν χαθεί 29 δισ. ευρώ και 250.000 θέσεις εργασίας.
Στο κόκκινο και η αγορά αυτοκινήτου
Στο “κόκκινο” βρίσκεται και η αγορά αυτοκινήτου. Τον Ιούλιο, σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή, πουλήθηκαν μόλις 10.293 καινούργια αυτοκίνητα, δηλαδή 17,3% λιγότερα από τον αντίστοιχο μήνα του 2019. Ενώ σε επίπεδο επταμήνου, Ιανουάριος-Ιούλιος, η μείωση των πωλήσεων καινούργιων αυτοκινήτων άγγιξε το 40%.
Η εξέλιξη αυτή, η οποία συνδέεται άμεσα με το ξέσπασμα της πανδημίας και τα μέτρα που ελήφθησαν για τον περιορισμό της διάδοσης της νόσου, προοιωνίζεται μια πολύ δύσκολη χρονιά για τον κλάδο του αυτοκινήτου. Στελέχη της αγοράς, μιλώντας στο “Κ”, εκτίμησαν ότι η ζήτηση για νέα αυτοκίνητα θα παραμείνει χαμηλή τουλάχιστον μέχρι το τέλος του έτους ενώ υπολογίζουν πως η χρονιά θα “κλείσει” με πτώση άνω του 30% στις ταξινομήσεις καινούργιων αυτοκινήτων. Τα ίδια στελέχη υπολογίζουν ότι εφέτος οι πωλήσεις καινούργιων αυτοκινήτων θα υποχωρήσουν πολύ κάτω από το “ψυχολογικό” φράγμα των 100.000 και θα κινηθούν στα επίπεδα των 70.000-75.000, όταν το 2019 η αγορά “έτρεξε” με +10,3% αφού πουλήθηκαν 114.109 καινούργια επιβατικά αυτοκίνητα.
Επί ξυρού ακμής και οι εξαγωγές
Εκτός από την εσωτερική αγορά, προβληματισμός υπάρχει και σε επίπεδο βιομηχανίας, μεταποίησης και εξαγωγών. Ήδη οι ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις έχει προχωρήσει σε αναθεώρηση επί τα χείρω, των εκτιμήσεών τους για την πορεία των ελληνικών εξαγωγών τη φετινή χρονιά. Από έρευνα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, προκύπτει πως οι Έλληνες εξαγωγείς αναμένουν οριακή αύξηση 2% της αξίας των ελληνικών εξαγωγών τη φετινή χρονιά σε σχέση με το 2019, από 9% που ήταν η αρχική εκτίμηση τους. Βέβαια από την πρώτη εκτίμηση (αντιστοιχεί σε στοιχεία που είχαν συλλεχθεί τον περασμένο Νοέμβριο-Δεκέμβριο), μέχρι την τελευταία (τα στοιχεία συλλέχθηκαν το διάστημα Απριλίου-Μαΐου), έχει μεσολαβήσει μια πανδημία. Η αναστολή στη λειτουργία αρκετών επιχειρήσεων, ως απότοκο της πανδημίας, προβλήματα στον εφοδιαστική αλυσίδα, αλλαγή του καταναλωτικού μοντέλου και μετατόπιση του αγοραστικού ενδιαφέροντος σε προϊόντα, όπως μάσκες, αντισηπτικά και σαπούνια, τα οποία κατατάσσονται πλέον στα είδη πρώτης ανάγκης.
Σε επίπεδο παραγγελιών και τρέχουσας ζήτησης στη βιομηχανία, ο αρνητικός δείκτης διαμορφώθηκε τον Ιούλιο στις -40 μονάδες (από -48 μον. τον Ιούνιο), με το 43% των επιχειρήσεων να δηλώνουν χαμηλές για την εποχή παραγγελίες και μόλις το 3% να αναφέρει το αντίθετο (πηγή: ΙΟΒΕ). Στις δε προβλέψεις για την εξέλιξη της παραγωγής τους προσεχείς 3-4 μήνες, το σχετικό ισοζύγιο παραμένει θετικό στις +14 μονάδες (από +6), ωστόσο υψηλό παραμένει το ποσοστό 17% (από 23%) των επιχειρήσεων που προβλέπει μείωση της παραγωγής του το επόμενο τρίμηνο και το 31% (από 29%) αύξησή της.
Την ίδια στιγμή ο δείκτης στις προβλέψεις για την απασχόληση επιδεινώθηκε και διαμορφώθηκε στις -9 μονάδες (από +3 μονάδες), με το ποσοστό των επιχειρήσεων που προβλέπει άνοδο απασχόλησης το προσεχές τρίμηνο να διαμορφώνεται στο 11% (από 16%) και το 21% (από 14%) να αναμένει υποχώρηση.
ΠΗΓΗ: Capital.gr