Τα χαμηλά ποσοστά συγκέντρωσης σε πολλούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, αποτελούν τη βασικότερη αιτία για την απόρριψη μεγάλου αριθμού αιτημάτων δανειοδότησης από τις τράπεζες.
Με βάση επίσημα στοιχεία, η πλειονότητα των επιχειρήσεων στη χώρα μας είναι μικρού μεγέθους, γεγονός που καθιστά δυσκολότερη την πρόσβασή τους στο τραπεζικό σύστημα.
Η σύγκριση δε με άλλες χώρες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, καταδεικνύει τη μειονεκτική θέση των ελληνικών εταιρειών έναντι των ανταγωνιστών τους στο εξωτερικό, ως προς τη δυνατότητα εξασφάλισης ρευστότητας από τα πιστωτικά ιδρύματα.
Τα σχετικά στοιχεία που παρουσίασε χθες στη Βουλή ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ) Βασίλης Ράπανος, κατά την ομιλία του στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, με θέμα τη ρευστότητα, καταδεικνύουν του λόγου το αληθές.
Ειδικότερα:
Α) Κύκλος εργασιών
Ο δείκτης «κύκλος εργασιών ανά απασχολούμενο» στις πολύ μικρές επιχειρήσεις που απασχολούν έως 9 υπαλλήλους αλλά και στο σύνολο της οικονομίας, είναι ο τρίτος μικρότερος στην ΕΕ.
Η Ελλάδα είναι σε καλύτερη θέση μόνο από τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Πιο συγκεκριμένα ο κύκλος εργασιών για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις ανέρχεται στο ποσό των 56,2 χιλιάδων ευρώ ετησίως όταν στην Ιρλανδία είναι 312.000, στην Ισπανία είναι 90.000, στην Ιταλία 105.000 και την Κύπρο 84.500 ευρώ.
Β) Παραγωγικότητα εργασίας
Στις μικρές επιχειρήσεις είναι σχεδόν η μικρότερη στην Ευρώπη, πίσω και από χώρες όπως Ρουμανία, Ουγγαρία, Πολωνία, και Λιθουανία.
Γ) Ποσοστό αυτοαπασχολούμενων
Είναι το υψηλότερο στην ΕΕ και ως ποσοστά στην συνολική απασχόληση αποτελούν το 24% των ανδρών και το 16,4% των γυναικών. Μάλιστα, οι μονάδες αυτές δεν έχουν κανένα υπάλληλο.
Παρά τις σημαντικές αυτές διαφορές, σημείωσε ο κ. Ράπανος, τα στοιχεία του ΟΟΣΑ δείχνουν πως το μερίδιο δανείων (2018) στο σύνολο των επιχειρηματικών δανείων ήταν στην Ελλάδα 53,8%, ποσοστό υψηλότερο από ότι σε χώρες όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Γαλλία και η Ιρλανδία
Γιατί κόβονται τα δάνεια
Όπως εξήγησε ο ίδιος, «όλες οι τράπεζες επιδιώκουμε να βρούμε αξιόχρεους πελάτες και να διοχετεύσουμε την αυξημένη ρευστότητα που διαθέτουμε αυτή την περίοδο».
Συμπλήρωσε ωστόσο, πως «δεν μπορούμε να παραβιάσουμε βασικές αρχές της υγιούς χρηματοδότησης και τα κριτήρια που επιβάλλουν οι ρυθμιστικές αρχές και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα».
Και πρόσθεσε ότι οι κανόνες αυτοί δεν επιτρέπουν στις τράπεζες να δανειοδοτούν επιχειρήσεις, οι οποίες:
α) δεν έχουν οικονομικά στοιχεία
β) βαρύνονται με μη εξυπηρετούμενο δάνειο
γ) δεν διαθέτουν φορολογική ή ασφαλιστική ενημερότητα,
δ) έχουν αρνητικά ή ανεπαρκή κεφάλαια
ε) παρουσιάζουν υπερβολική δανειακή επιβάρυνση
Οι λόγοι απόρριψης των αιτημάτων
Ως προς του λόγους απόρριψης των αιτημάτων σήμερα, αναφέρθηκε στους εξής:
Χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα – Ποσοστό 60,5%
Από την αξιολόγηση του πελάτη, προκύπτει δυσμενής διαβάθμιση πιστοληπτικής ικανότητας (SMEs Rating) ή / και σε συνδυασμό με ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεων ή εντοπίστηκαν σημαντικά δυσμενή στοιχεία ή διαπιστώθηκε η ύπαρξη οφειλών.
Μη σκόπιμη επένδυση – Ποσοστό 16,10%
Η προτεινόμενη επένδυση δεν κρίνεται σκόπιμη, βάσει της επιχειρηματικής δραστηριότητας του υποψήφιου δανειολήπτη
Μη διαφαινόμενη δυνατότητα αποπληρωμής των αιτουμένων – Ποσοστό 14,1%
Ο πελάτης παρουσιάζει συνεχόμενες ζημιογόνες οικονομικές χρήσεις σε συνδυασμό με απουσία άλλων πηγών εισοδήματος (πέραν της επιχειρηματικής δραστηριότητας) ή είναι υπερδανεισμένος, ή ο κύκλος εργασιών του είναι περιορισμένος και απαγορευτικός για χρηματοδότηση ή υπάρχει πληροφόρηση από το Κατάστημα ως προς αντενδείξεις για την επιχείρηση που δεν προκύπτουν με άλλο τρόπο
Μη προσφορά των απαιτούμενων εξασφαλίσεων – Ποσοστό 2%
Ο πελάτης δεν προσφέρει τις απαιτούμενες ενοχικές ή εμπράγματες εξασφαλίσεις. 2,0%
Ανεπαρκής Ίδια Συμμετοχή – Ποσοστό 0,4%
Ο πελάτης δεν προσφέρει το απαιτούμενο ύψος της ίδιας συμμετοχής στο επενδυτικό σχήμα
Άλλοι λόγοι απόρριψης – Ποσοστό 7%
Μη επιλεξιμότητα σε εγγυοδοτικά προγράμματα, μη ανταπόκριση σε απαίτηση για διευκρινίσεις / δικαιολογητικά, ύπαρξη αφανών φορέων με αντενδείξεις
Πόσα δάνεια έδωσαν
Όπως επισημαίνει τραπεζική πηγή, «είναι αδιανόητο σήμερα μία τράπεζα να αρνείται τη χρηματοδότηση. Τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν όλη τη διάθεση να αυξήσουν τα δάνεια, ωστόσο αυτό μπορεί να γίνει μόνο για τις αξιόχρεες εταιρείες.
Πάντως, μετά το ξέσπασμα της πανδημίας έχει καταγραφεί σημαντική πρόοδος στην πιστωτική επέκταση. Όπως είπε ο κ. Ράπανος στη Βουλή, ένα μεγάλο μέρος των νέων χορηγήσεων αφορούν σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε, στο διάστημα Ιανουάριος – Αύγουστος 2021, με τους δύο κατεξοχήν τύπους πιστοδοτικών συμβάσεων, δηλαδή δάνεια τακτής λήξης, και μέσω αλληλόχρεων λογαριασμών χρηματοδοτήθηκαν 23.000 μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις αντίστοιχα.
Το συνολικό ποσό των εκταμιεύσεων έφτασε 3,77 δισ. ευρώ στα δάνεια τακτής λήξης και τα 1,48 δισ. ευρώ στις ανακυκλούμενες πιστώσεις.
Εξάλλου, οι μικρές επιχειρήσεις με ετήσιο κύκλο εργασιών μέχρι 5 εκ. ευρώ έλαβαν νέες χορηγήσεις στο οκτάμηνο 2021 ποσού 2,2 δισ. ευρώ και οι επιχειρήσεις με μεγαλύτερο των 5 εκ. ευρώ τζίρο, δάνεια ύψους 3,2 δισ. ευρώ.
Πίεση από την κυβέρνηση
Η κυβέρνηση από την πλευρά της με στόχο να ασκήσει πίεση στις τράπεζες να εξαντλήσουν όλα τα περιθώρια χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, έχει συστήσει από τον περασμένο Δεκέμβριο ένα «Παρατηρητήριο Ρευστότητας», ενώ συγκροτήθηκε και «Συμβούλιο Ρευστότητας».
Όπως τόνισε από το βήμα της Βουλής ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, έχουν πραγματοποιηθεί, μέχρι σήμερα, 6 συνεδριάσεις του συμβουλίου, μετά από πρόσκληση του ίδιου, με αντικείμενο συζήτησης τον προσδιορισμό των δεικτών παρακολούθησης παροχής ρευστότητας, τον τρόπο παροχής, επεξεργασίας και ανάλυσης των στοιχείων, τον τρόπο δημοσιοποίησης των στοιχείων, καθώς και τη διατύπωση προτάσεων για τη δημιουργία νέων χρηματοδοτικών εργαλείων παροχής ρευστότητας.
Επιπλέον, στα τέλη Σεπτεμβρίου απεστάλη από το υπουργείο Οικονομικών επιστολή προς την Ελληνική Ένωση Τραπεζών, με την οποία ο κ. Σταικούρας ζήτησε να λαμβάνει σε μηνιαία βάση στοιχεία που να απεικονίζουν τα νέα δάνεια που χορηγεί το τραπεζικό σύστημα, από ίδια κεφάλαια, σε επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες.
Τέλος, πραγματοποιούνται συναντήσεις με πρωτοβουλία του υπουργού Οικονομικών, με φορείς της αγοράς και εκπροσώπους του τραπεζικού συστήματος.
Σκοπός τους είναι η δημιουργία διαύλου επικοινωνίας μεταξύ των επιχειρήσεων και των τραπεζικών ιδρυμάτων, ώστε να αποσαφηνιστούν τα αίτια που καθιστούν έναν αριθμό επιχειρήσεων μη επιλέξιμο για τραπεζικό δανεισμό, και να βρεθούν λύσεις προκειμένου να αυξηθεί η περίμετρος των επιχειρήσεων που θα έχουν πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα.