Μία στις τρεις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε διάφορους κλάδους απασχολεί σήμερα τουλάχιστον έναν πρόσφυγα ή μετανάστη.
Αυτή η πρόσληψη, όμως, για τους περισσότερους εργοδότες προχώρησε καθώς δεν κατάφεραν να βρουν έλληνες εργαζομένους προκειμένου να καλύψουν τις συγκεκριμένες θέσεις. Από την άλλη, η αγορά εργασίας παραμένει για πολλούς αιτούντες άσυλο στη χώρα μας άπιαστο όνειρο.
Η δυσπιστία των εργοδοτών, οι γραφειοκρατικές διαδικασίες καθώς και η έλλειψη ειδίκευσης αποτελούν τροχοπέδη για την επαγγελματική τους αποκατάσταση, με την ενσωμάτωση στην ελληνική κοινωνία να παραμένει ζητούμενο για αρκετούς πρόσφυγες και μετανάστες ακόμη και χρόνια μετά τη φυγή από την πατρίδα τους. Η αναζήτηση εργασίας, όμως, πολύ συχνά πέφτει σε… τοίχο, αφού τα εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν είναι πολλά.
Είναι ενδεικτικό πως, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που πραγματοποίησε η Μη Κυβερνητική Οργάνωση «HumanRights360» για τις στάσεις των επιχειρήσεων απέναντι στην απασχόληση προσφύγων και μεταναστών, το 36% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν σε αυτή δήλωσε ότι ήδη απασχολεί τουλάχιστον έναν πρόσφυγα-μετανάστη. Στον αντίποδα, το 24% των επιχειρήσεων δηλώνουν απρόθυμες για μια τέτοια πρόσληψη.
Επιπλέον, περισσότερες από τρεις στις πέντε επιχειρήσεις που απασχολούν σήμερα πρόσφυγες και μετανάστες οδηγήθηκαν, όπως ανέφεραν, στην επιλογή αυτή λόγω έλλειψης άλλων υποψηφίων για συγκεκριμένες εργασίες ή επειδή συγκεκριμένες θέσεις και εργασίες δεν αναλαμβάνονται πλέον από έλληνες εργαζομένους. Οσες, δε, επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται σε κλάδους στους οποίους δεν υπάρχει έλλειψη ελλήνων εργαζομένων δηλώνουν πως δεν τους απασχολεί η πρόσληψη ενός πρόσφυγα ή έχουν αρκετά περιορισμένο ενδιαφέρον για μια τέτοια κίνηση.
Η πρόσβαση στην εργασία
«Κάποια από τα αποτελέσματα της έρευνας επαναλαμβάνουν νόρμες που υπάρχουν σήμερα σε ό,τι αφορά την εργασία, όπως το γεγονός πως υπάρχουν δουλειές που δεν προτιμούν οι Ελληνες. Αυτό δείχνει πως η πρόσβαση στην εργασία για τους πρόσφυγες και μετανάστες δεν είναι ελεύθερη σε όλους τους τομείς και σίγουρα οι άνθρωποι αυτοί αντιμετωπίζουν δυσκολία στο να ανταγωνιστούν έλληνες συνυποψηφίους τους σε όλους τους εργασιακούς κλάδους» σημειώνει στα «ΝΕΑ» ο υπεύθυνος της Υπηρεσίας Ενταξης της «HumanRights360» Θοδωρής Μπογέας.
Πάντως, ανάμεσα στα θετικά που αναγνωρίζουν οι εργοδότες για τους εργαζόμενους πρόσφυγες και μετανάστες είναι η προθυμία και η «ταπεινότητά» τους, όπως χαρακτηριστικά λένε, αλλά και το γεγονός ότι δεν είναι επιλεκτικοί στις εργασίες. Βάσει των απαντήσεων που έδωσαν οι εργοδότες στην έρευνα, οι υπάλληλοι πρόσφυγες και μετανάστες δουλεύουν όσο και όποτε τους ζητηθεί και γενικά έχουν θέληση να τα καταφέρουν.
Από την άλλη, ελπίδες για μία θέση στην αγορά εργασίας στηρίζουν οι περισσότεροι πρόσφυγες και μετανάστες στην προηγούμενη επαγγελματική τους εμπειρία αλλά και στις δεξιότητες που συνήθως «κουβαλούν» από την πατρίδα τους.
Παρ’ όλα αυτά, η πρόσληψη ενός εργαζομένου από αυτή την κοινωνική κατηγορία δεν είναι εύκολη υπόθεση. Και αυτό γιατί, σύμφωνα με την έρευνα, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να υπερπηδήσουν διάφορα εμπόδια, με κυριότερο την εξακρίβωση νομιμότητας των υποψηφίων, να έχουν, δηλαδή, όλα τα απαραίτητα νόμιμα έγγραφα και να μην είναι υπόδικοι. Είναι χαρακτηριστικό πως εννέα στις 10 επιχειρήσεις θα διευκολύνονταν αν υπήρχε φορέας για τον έλεγχο νομιμότητας των εγγράφων των υποψηφίων. Θέματα γλώσσας, συμπεριφοράς και κουλτούρας του εργαζομένου περνούν σε δεύτερη μοίρα. Το θρήσκευμα αλλά και η εθνικότητα δεν αποτελούν βασικό κριτήριο επιλογής ενός υποψήφιου εργαζομένου. «Κι αυτό είναι ενθαρρυντικό, καθώς δεν αποτελούν αυτές οι παράμετροι λόγους για να μην προσληφθούν πρόσφυγες και μετανάστες σε μια δουλειά» συμπληρώνει ο Θοδωρής Μπογέας.
Πρόσφατα, εξάλλου, η Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες είχε καταγράψει τόσο το εκπαιδευτικό επίπεδο όσο και την εργασιακή εμπειρία και τις δεξιότητες των αιτούντων άσυλο και αναγνωρισμένων προσφύγων στα νησιά της Λέσβου, της Σάμου, της Κω, της Χίου, της Λέρου, της Ρόδου και της Τήλου. Σύμφωνα, λοιπόν, με την καταγραφή, αρκετοί από τους ερωτηθέντες, πριν καν εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, ήταν ελεύθεροι επαγγελματίες (19%), ενώ άλλοι εργάζονταν στους τομείς της γεωργίας και των τροφίμων (12%) ή απασχολούνταν στον κλάδο των επιχειρήσεων και του εμπορίου (10%).