Νέα έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, αποτυπώνει το πλήγμα που δέχονται κυρίως τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα, λόγω του πληθωρισμού και της ακρίβειας, από το κόστος ενέργειας. Όπως προέκυψε από την έρευνα, η ακρίβεια έχει μειώσει κατά 40% την αγοραστική δύναμη ενός μισθού 750 ευρώ. Επίσης, οι έλληνες πάροχοι φυσικού αερίου διατηρούν το δεύτερο υψηλότερο περιθώριο κέρδους στην Ευρώπη.
«Προσπαθήσαμε να διερευνήσουμε αυτό που συζητάει η Ευρώπη, κατά πόσο μπορούμε να μιλάμε για μια κρίση κόστους ζωής και στην Ελλάδα. Και εννοείται ότι τα ευρήματα δείχνουν ότι ναι, μπορούμε να μιλάμε και μάλιστα ίσως και με πολύ δυνατή φωνή» τόνισε ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, Γιώργος Αργείτης, μιλώντας για τα ευρήματα της έρευνας και τις προτάσεις που την συνοδεύουν, στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8 και στην εκπομπή «Ναι μεν Αλλά» με την Ευαγγελία Μπαλτατζή.
«Αν θα έδινα έτσι μια μεγάλη εικόνα στα ευρήματα ή στην ανάλυση των δεδομένων, θα έλεγα ότι η Ελλάδα είναι η περίπτωση εκείνη που ξεκινάει από την υψηλότερη τιμή της ενέργειας για διάφορους λόγους που έχουν να κάνουν με την αγορά της ενέργειας. Γίνονται προσπάθειες λοιπόν από την κυβέρνηση, με δημοσιονομικές παρεμβάσεις που βέβαια φορτώνουν τον ελληνικό προϋπολογισμό με αρκετές δαπάνες, μειώνεται αυτό το κόστος για τα νοικοκυριά, πέφτει στον μέσο όρο της ΕΕ, για τις επιχειρήσεις δεν πέφτει τόσο πολύ χαμηλά. Εξακολουθούν να πληρώνουν ένα υψηλό κόστος ενέργειας. Αυτή είναι και μία από τις αιτίες που φαίνεται ότι αυτό μετακυλίεται οριζόντια και αρχίζει πλέον και διαχέεται ο πληθωρισμός της ενέργειας σε όλα τα άλλα αγαθά και υπηρεσίες που προσφέρονται και καταναλώνονται στην οικονομία» ανέφερε ο κ. Αργείτης.
Αυτή είναι η πλευρά της ακρίβειας, σημείωσε. Η άλλη διάσταση, προσέθεσε ο κ. Αργείτης, είναι ότι πρόκειται για μια οικονομία όπου αν αθροίσουμε συνταξιούχους, τους εργαζόμενους που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, περίπου 600.000, τους εργαζόμενους που αμείβονται με χαμηλότερο από τον κατώτατο μισθό, λόγω ότι έχουν μια σχέση μερικής απασχόλησης και όλους εκείνους που ζουν με επιδόματα, όπως επίδομα ανεργίας και άλλα επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας, εξάγεται το συμπέρασμα ότι ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού παίρνει εισοδήματα από 700-750 ευρώ και κάτω.
«Ο πληθωρισμός έχει μια ασύμμετρη επίδραση. Γιατί ο καθένας έχει το καταναλωτικό του πρότυπο ανάλογα με το εισόδημα του. Για παράδειγμα σε ένα εισόδημα 700 ευρώ, το μηνιαίο κόστος του σουπερμάρκετ μπορεί να είναι το μισό. Το ίδιο όμως κόστος του σουπερμάρκετ, αν χαλάει κάποιος 300 ευρώ για παράδειγμα, δεν είναι το ίδιο ποσοστό σε κάποιο νοικοκυριό με 3000 ευρώ. Συνεπώς, όταν αυξάνεται το κόστος του καλαθιού στο σουπερμάρκετ, δεν επιδρά με τον ίδιο τρόπο σε αυτόν που παίρνει 700, 1500, 2000, 3000 ευρώ. Η μεγαλύτερη αρνητική επίδραση είναι στα χαμηλότερα εισοδήματα» επισήμανε ο κ. Αργείτης.
Σε σχέση με την δυνατότητα για πρόσθετες κυβερνητικές παρεμβάσεις στην καταπολέμηση της ακρίβειας, ο κ. Αργείτης τόνισε το δημοσιονομικό κόστος, λέγοντας «βεβαίως υπάρχει και εμείς το αναγνωρίζουμε και μάλιστα το σημειώνουμε και το υπογραμμίζουμε ότι η χώρα δεν έχει περιθώρια να εμπλακεί σε νέα δημοσιονομική περιπέτεια».
«Το θέμα είναι κατά πόσο αυτά τα οριζόντια επιδόματα που δίνονται έχουν αποτέλεσμα. Υπάρχει όλη αυτή η κοινωνική βάση των επιδομάτων που δίνονται σε στοχευμένες κοινωνικές ομάδες που έχουν τα μεγαλύτερα προβλήματα. Άρα εμείς θα λέγαμε ότι θα ήταν πολύ πιο χρήσιμο να τιμαριθμοποιηθούν αυτά τα επιδόματα που έδινε και δίνει το κράτος και όχι να πάμε σε οριζόντια επιδόματα για όλους που μπορεί και να μην έχουν μεγάλη αποτελεσματικότητα. Για όλους είναι χρήσιμο και ένας που παίρνει 2000 ευρώ το να του δώσεις ένα επίδομα για τη βενζίνη, του είναι χρήσιμο. Το θέμα είναι όμως κατά πόσο αντιμετωπίζεις τις συνθήκες φτωχοποίησης στην κοινωνία» προσέθεσε ο κ. Αργείτης.
«Από κει και μετά, ό, τι άλλο θα μπορούσε στα πλαίσια του δημοσιονομικού χώρου της χώρας να δοθεί σε μορφή άλλης επιδοματικής στήριξης, θα μπορούσε να γίνει επίσης. Εμείς αυτό που προτείνουμε στην έκθεση είναι ότι όλο αυτό το επιδοματικό εισόδημα ελπίζουμε να είναι αφορολόγητο. Επίσης για εμάς είναι μείζον το θέμα των μισθών. Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι διττό. Είναι χαμηλά εισοδήματα σε συνδυασμό με υψηλές τιμές, με ακρίβεια. Είναι σημαντικό να πηγαίναμε πιο γρήγορα από ό,τι θέλει η κυβέρνηση που το αφήνει να πάει προς τον Μάιο από ό,τι φαίνεται, αλλά μέχρι το Μάιο μιλάμε για τους πιο δύσκολους μήνες που θα έχουν περάσει και ο εργαζόμενος θα έχει τα εισοδήματά του, όπως διαμορφώθηκαν τον περασμένο Μάιο. Άρα μιλάμε για σχεδόν ένα χρόνο που είναι στο έλεος της ακρίβειας. Άρα θα λέγαμε ότι είναι σημαντικό να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός και να αυξηθεί με επάρκεια τέτοια που να αντισταθμίσει τις απώλειες» συμπλήρωσε.
Τέλος, ο κ. Αργείτης επεκτάθηκε και πέρα από τον κατώτατο μισθό, σημειώνοντας ότι υπάρχουν και οι υπόλοιποι μισθοί των άλλων εργαζόμενων που αμείβονται πάνω από τον κατώτατο, καθώς από τις κλαδικές συμβάσεις τους, στην πλειοψηφία τους προβλέπονται μηδενικές αυξήσεις ή πολύ μικρές αυξήσεις «που δεν καλύπτουν ούτε ένα μικρό ποσοστό της ακρίβειας».