Στην τελική ευθεία βρίσκεται η διαμόρφωση της αναμενόμενης εξαγγελίας σε λίγη ώρα, δια στόματος του ίδιου του πρωθυπουργού, κ. Κυριάκου Μητσοτάκη, στη φετινή “ΔΕΘ” σε σχέση με την περαιτέρω μείωση του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων.
Ασφαλείς πληροφορίες του Capital.gr από αρμόδια στελέχη αναφέρουν πως το βασικό σενάριο το οποίο βρίσκεται στην κυβερνητική ατζέντα προβλέπει,για τους επόμενους μήνες, μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των μισθωτών η οποία θα κυμαίνεται μεταξύ 2% και 4% (ως ποσοστό επί των μικτών αποδοχών). Παράλληλα, στο τραπέζι, επίσης, βρίσκεται η μείωση των ανώτατων ασφαλιστέων αποδοχών (είτε για το σύνολο των εισφορών, είτε μόνο για για τις συνεισπραττόμενες όπως πχ τις εισφορές υγείας), έως και κατά 50% και συγκεκριμένα από τα 6.500 ευρώ/μήνα που είναι σήμερα ακόμα και στα 3.250 ευρώ.
Σημειώνεται πως αυτή η σχεδιαζόμενη μείωση θα ανήκει στα μέτρα τα οποία εξετάζει το οικονομικό επιτελείο για το σύνολο των εργοδοτών (πληττόμενων και μη) και όχι σε εκεινα τα οποία θα αφορούν μόνο τους πληττομένους από τη διπλή υγειονομική-οικονομική κρίση λόγω κορονοϊού εργοδότες.
Τα βασικά σημεία
Πιο αναλυτικά, το επικρατέστερο κυβερνητικό σχέδιο, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, προβλέπει πως η προαναφερθείσα μείωση:
– Θα εφαρμοστεί για το σύνολο των μισθωτών πλήρους απασχόλησης, τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα. Δηλαδή δεν θα αφορά τους μισθωτούς μερικής απασχόλησης. Και αυτό γιατί στόχος του υπ. Εργασίας παραμένει, ακόμα και στις σημερινές συνθήκες της βαθιάς ύφεσης, η στήριξη της πλήρους απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα.
– Θα αφορά τις εισφορές μαζί με εκείνες της σύνταξης, δηλαδή τις λεγόμενες “συνεισπραττόμενες” εισφορές. Δηλαδή δεν θα αφορά τις εισφορές υπέρ του e-ΕΦΚΑ (κύριας και επικουρικής σύνταξης), αλλά τις εισφορές υπέρ της υγείας (ΕΟΠΥΥ) και της ανεργίας (ΟΑΕΔ). Ο λόγος για τη διαφύλαξη των εισφορών υπέρ της σύνταξης είναι γιατί προτεραιότητα του υπ. Εργασίας είναι η στήριξη των οικονομικών του e-ΕΦΚΑ, ο προϋπολογισμός του οποίου έχει “γυρίσει” σε έλλειμμα λόγω κορονο-κρίσης.
– Θα μοιραστεί μεταξύ εργοδοτών και ασφαλισμένων σε αναλογία 2/3 και 1/3 αντίστοιχα. Έτσι, αν, π.χ., μειωθούν οι εισφορές συνολικά κατά 2%, ποσοστό 1,3% θα προκύψει από μείωση των εργοδοτικών εισφορών και ποσοστό 0,7% από τη μείωση των εργατικών εισφορών (εισφορών ασφαλισμένων), οδηγώντας σε ανάλογη αύξηση της επιχειρηματικής ρευστότητας και της καθαρής εργατικής αμοιβής αντίστοιχα. Με άλλα λόγια, η σχεδιαζόμενη ελάφρυνση θα μοιραστεί ανάλογα με τα ασφαλιστικά βάρη τα οποία αναλαμβάνει κάθε πλευρά (οι εργοδότες καταβάλλουν τα 2/3 των εισφορών και οι ασφαλισμένοι το 1/3).
Εφόσον εφαρμοστεί μια τόσο μεγάλη μείωση (πάνω από 2%) το 2021, θα είναι διπλάσια σε σχέση με εκείνη που εφαρμόστηκε από την 1η Ιουνίου 2020 (0,9%), οδηγώντας σε εισφορές στο ύψος κάτω από το 38% (επί των μικτών αποδοχών), έναντι 40% που είναι σήμερα. Οι εργοδοτικές εισφορές θα έπεφταν κοντά στο 23% (έναντι λίγο πάνω πάνω από 24% που είναι σήμερα), ενώ οι εισφορές των ασφαλισμένων κοντά στο 14% (έναντι του 15% που βρίσκονται περίπου σήμερα).
Σε αυτή την περίπτωση, θα έχουν διανυθεί τα 3/5 της “απόστασης” μέχρι την εκπλήρωση της προεκλογικής, αλλά και προγραμματικής δέσμευσης της Ν.Δ. περί μείωσης του μη μισθολογικού κόστους εργασίας κατά 5 μονάδες έως το 2023 (από το 41% περίπου, κοντά στο 36%).
Και αυτό κόντρα στις αρχικές, προ της κορονο-κρίσης, κυβερνητικές προθέσεις για μείωση των εισφορών κατά 1%-1,25% ετησίως.
Το ξέσπασμα της υγειονομικής-οικονομικής κρίσης, σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, έχει κάνει επείγουσα την επίσπευση των ρυθμών υλοποίησης των κυβερνητικών δεσμεύσεων όχι μόνο για μόνιμες, αλλά και οικονομικά αισθητές παρεμβάσεις ασφαλιστικής ελάφρυνσης, πέραν των έκτακτων (π.χ. παρατάσεις εισφορών, επιδότηση μέσω “Συν-Εργασίας”, αναστολών κ.λπ.).
Το όφελος για την οικονομία
Μια μείωση του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων κατά (τουλάχιστον) 2 μονάδες από το 2021 θα τις ελάφρυνε κατά έως 600 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση.
Κατά μέσο όρο, για καθεμία από τις κοντά 260.000 ιδιωτικές επιχειρήσεις της χώρας χώρας η ελάφρυνση αυτή αντιστοιχεί, σύμφωνα με τις πρώτες προβολές που έχουν κάνει υπηρεσιακοί παράγοντες των Ταμείων, σε περίπου 2.300 ευρώ σε ετήσια βάση.
Δεδομένου ότι η σχεδιαζόμενη εν λόγω μείωση (π.χ. 2%) θα μοιραστεί μεταξύ εργοδοτών (π.χ. 1,3%) και εργαζομένων (π.χ. 0,7%), τα περίπου 400 εκατ. ευρώ της ελάφρυνσης θα οδηγούσαν σε αντίστοιχη αύξηση επιχειρηματικής αλλά και κρατικής (καθώς θα μειωθούν οι κρατικές εργοδοτικές εισφορές) ρευστότητας, ενώ τα υπόλοιπα 200 εκατ. ευρώ θα οδηγούσαν σε αντίστοιχη αύξηση των καθαρών αποδοχών των μισθωτών τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα και, έτσι, στην τόνωση της καταναλωτικής ζήτησης.
Με άλλα λόγια, μια τέτοια ασφαλιστική ελάφρυνση, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, θα τόνωνε συνολικά την ελληνική οικονομία, ειδικά καθώς αυτή από το 2021 θα παλεύει να επιστρέψει σε ρυθμούς ανάκαμψης μετά τη φετινή κορονο-ύφεση.
Ανοιχτό, όμως, παραμένει το ερώτημα σε ποιο βαθμό μια τόνωση της οικονομίας (και) λόγω των σχεδιαζόμενων μέτρων ασφαλιστικής ελάφρυνσης θα μπορούσε να αντισταθμίσει τις απώλειες των εσόδων των Ταμείων από τα ίδια τα μέτρα αυτά, καθώς η ίδια μείωση των εισφορών θα μπορούσε όχι μόνο να οδηγήσει σε ένταξη νέων ασφαλισμένων στα Ταμεία (και, έτσι, σε αύξηση των εσόδων από εισφορές), αλλά και στην εισπραξιμότητα των εισφορών για τους υφιστάμενους εργαζομένους, καθώς θα έχει μειωθεί το βάρος του μη μισθολογικού κόστους.
Η εξίσωση αυτή καθίσταται ακόμα πιο δυσεπίλυτη, σε συνθήκες που ήδη ο Κοινωνικός Προϋπολογισμός, δηλαδή ο προϋπολογισμός του συνόλου των ασφαλιστικών φορέων (e-ΕΦΚΑ, ΕΟΠΥΥ, ΟΑΕΔ), “μετρά” απώλειες λόγω της ύφεσης αλλά και των παρατάσεων στις πληρωμές εισφορών των πληττόμενων επιχειρηματιών.