Στη δημοσιότητα βρίσκεται από σήμερα η ετήσια έκθεση του Πληροφοριακού Συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ» για το 2021, στο οποίο αναλύονται τα στοιχεία για την απασχόληση των εργαζομένων και τη δραστηριότητα των επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου του υπουργείου Εργασίας, το 2021 καταγράφηκε «αύξηση της απασχόλησης και της επιχειρηματικότητας, παρά την πανδημία και τις επιπτώσεις της στην οικονομία», με την κυβέρνηση να αποδίδει στον εαυτό της τα «εύσημα» για αυτή την εξέλιξη, την οποία πιστώνει στην πολιτική της στον τομέα των εργασιακών.
Αυτό που «βολικά» αποφεύγει να αναφέρει, όμως, η κυβέρνηση είναι τα δύο σημαντικά συμπεράσματα που προκύπτουν από την έκθεση, αν διαβάσουμε πίσω από τις γραμμές. Και αυτά είναι ότι η άλλη όψη της «αύξησης στην απασχόληση και την επιχειρηματικότητα», είναι οι επιπτώσεις του νόμου Χατζηδάκη και της ιδιόμορφης συνθήκης της πανδημίας με την αύξηση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας των εργαζομένων κατά μέσο όρο σε πάνω από 38 ώρες τη βδομάδα, ενώ το «πλεόνασμα» εργαζομένων εργάζεται με πολύ χαμηλότερους μισθούς. Συγκεκριμένα, η έκθεση δείνει ότι το 1/3 των απασχολούμενων αμοίβεται με 500 ευρώ και κάτω το μήνα. Χώρια που πολλοί εργαζόμενοι δουλεύουν με συμβάσεις μερικού χρόνου, ή σε καθεστώς ημιαπασχόλησης και στο πλαίσιο προγραμμάτων του ΟΑΕΔ και άλλων φορέων, τα οποία προφανώς δε συνιστούν λύση στην ανεργία και την αυξανόμενη ακρίβεια.
Την ώρα που η κυβέρνηση πανηγυρίζει για τα ποσοστά της, η σκληρή πραγματικότητα δείχνει μία εντελώς διαφορετική εικόνα, εκείνη της πλειοψηφίας των πολιτών που αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στην κατακόρυφη αύξηση των τιμών στο ρεύμα, τα καύσιμα, τα είδη πρώτης ανάγκης και τα τρόφιμα, οι οποίες βρίσκονται εκτός ελέγχου, τη στιγμή που η κυβέρνηση βρίσκεται σε βέρτιγκο.
Από το Γραφείο Τύπου του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων εκδόθηκε η ακόλουθη ανακοίνωση:
Ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου του Υπουργείου Εργασίας
Αύξηση της απασχόλησης και της επιχειρηματικότητας καταγράφει η ετήσια έκθεση του Πληροφοριακού Συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ» για το 2021, παρά την πανδημία και τις επιπτώσεις της στην οικονομία.
Συγκεκριμένα, το 2021 οι εργαζόμενοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ανήλθαν σε 2.163.610, έναντι 2.051.025 το 2020 (αύξηση κατά 112.585 ή 5,49%). Αντίστοιχα οι επιχειρήσεις που απασχολούσαν εργαζόμενους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου το έτος 2021 ήταν 291.808, έναντι 279.329 το 2020.
Από την ετήσια έκθεση του «ΕΡΓΑΝΗ» προκύπτει ακόμη ότι:
· Περισσότεροι από 7 στους 10 (71,81%) εργάζονταν πάνω από 35 ώρες την εβδομάδα, ποσοστό ελαφρώς υψηλότερο από το 2020 (ήταν 69,54%).
· Ο μέσος όρος των μικτών μηνιαίων αποδοχών αυξήθηκε την προηγούμενη χρονιά κατά 12,27%. Συγκεκριμένα το συνολικό κονδύλι των μισθών διαμορφώθηκε σε 2,4 δισ. μηνιαίως, από 2,1 δισ. το 2020, αύξηση που οφείλεται τόσο στην άνοδο του πλήθους των εργαζομένων όσο και στη βελτίωση των αποδοχών.
· Η μεγαλύτερη ηλικιακή ομάδα περιλαμβάνει τους εργαζόμενους από 30-44 ετών (41,66%) και η επόμενη είναι η ομάδα 45-64 ετών (37,23%).
· Ο μεγαλύτερος εργοδότης στη χώρα είναι το λιανικό εμπόριο, καθώς απασχολεί το 13,46% του συνόλου των εργαζομένων. Ακολουθούν η εστίαση (10,94%), το χονδρικό εμπόριο (9,52%), η εκπαίδευση (4,63%) και η βιομηχανία τροφίμων (4,42%).
Στο μεταξύ από τα στοιχεία του Π.Σ. «ΕΡΓΑΝΗ» για τον Ιανουάριο, προκύπτει αρνητικό ισοζύγιο ροών μισθωτής απασχόλησης.
Συγκεκριμένα, κατά τον περασμένο μήνα οι αναγγελίες πρόσληψης ανήλθαν σε 137.983, ενώ οι αποχωρήσεις σε 163.787 (71.697 οικειοθελείς αποχωρήσεις και 92.090 καταγγελίες συμβάσεων αορίστου χρόνου ή λήξεις συμβάσεων ορισμένου χρόνου). Συνεπώς το ισοζύγιο του Ιανουαρίου ήταν αρνητικό κατά 25.804 θέσεις εργασίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην έκθεση, το αρνητικό ισοζύγιο οφείλεται κατά το μεγαλύτερο μέρος (12.664 θέσεις) στον κλάδο της εστίασης, ενώ αρνητικό κατά 5.071 θέσεις ήταν και το ισοζύγιο στο λιανικό εμπόριο.
Οι εξελίξεις αυτές αποδίδονται στα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν τον Ιανουάριο για την προστασία της δημόσιας υγείας από την πανδημία, στο κλίμα αβεβαιότητας που επικράτησε εκείνη την περίοδο αναφορικά με την εξέλιξη της νόσου αλλά και στην εποχικότητα των θέσεων εργασίας που χαρακτηρίζει κάθε χρόνο την περίοδο μετά τις γιορτές.