Όπως αποσαφηνίζεται στο νομοσχέδιο που ψηφίστηκε ο χρόνος του διαλείμματος δε νοείται ως χρόνος εργασίας, στο πλαίσιο οποιασδήποτε επιχείρησης μπορεί να συμφωνηθεί διαφορετικά, δηλαδή, ευνοϊκότερα για τον εργαζόμενο. Αυτό σημαίνει ότι ο νέος νόμος δεν περιορίζει τη δυνατότητα να θεωρείται αυτός ως χρόνος εργασίας.
Ειδικότερα το διάλειμμα θα χορηγείται μετά από 4 ώρες εργασίας (αντί για 6 που ίσχυε πριν) και θα έχει ανώτατο όριο τα 30 λεπτά την ημέρα. Με τον τρόπο αυτό αφενός καθίστανται ευνοϊκότερες οι προϋποθέσεις για την χορήγηση του διαλείμματος στους εργαζόμενους και αφετέρου αποφεύγονται καταχρηστικές πρακτικές όπως η χορήγηση μεγάλης διάρκειας διαλείμματος (π.χ. 1 ώρα ημερησίως), με αντίστοιχη επιμήκυνση του χρόνου εργασίας με τις ίδιες απολαβές.
Σε επιχειρήσεις στις οποίες λόγω της φύσης και της έντασης της εργασίας απαιτείται η χορήγηση διαλείμματος μεγαλύτερης διάρκειας των 30 λεπτών, αυτή είναι δυνατή στο πλαίσιο της διαβούλευσης, μεταξύ του εργοδότη και των εκπροσώπων των εργαζομένων.
Μάλιστα, η διάταξη του άρθρου 56 του νέου νόμου δεν τροποποιεί τη χορήγηση μεγαλύτερου διαλείμματος, άνω, δηλαδή, των 30 λεπτών της ώρας, σε επιχειρήσεις, στις οποίες είναι απαραίτητο η χορήγηση μεγαλύτερου διαλείμματος λόγω της φύσης της εργασίας και αυτή έχει συμφωνηθεί κατά τη διαβούλευση ανάμεσα σε εργαζομένους και εργοδότη.
Αναλυτικότερα καθίστανται ευνοϊκότερες οι προϋποθέσεις για την χορήγηση του διαλείμματος στους εργαζόμενους, καθότι απαιτούνται πλέον τέσσερις ώρες ημερήσιας εργασίας για την χορήγηση του διαλείμματος, ενώ τίθεται και ανώτατο όριο διαλείμματος, το οποίο φτάνει τα 30 λεπτά ημερησίως.
Με τον τρόπο αυτό αποφεύγονται πλέον καταχρηστικές πρακτικές που ίσχυαν κατά το παρελθόν όπως η χορήγηση μεγάλης διάρκεια διαλείμματος [π.χ. μια ώρα ημερησίως], με αντίστοιχη επιμήκυνση του χρόνου εργασίας με τις ίδιες απολαβές. Παράλληλα διασαφηνίζεται ότι ο χρόνος του διαλείμματος δεν αποτελεί χρόνο εργασίας. Περαιτέρω με το εν λόγω άρθρο, διατηρούνται σε ισχύ οι σχετικές ρυθμίσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του Π.Δ.88/1999.
Η εν λόγω διάταξη προβλέπει τη δυνατότητα να ρυθμίζονται στην επιχείρηση και στο πλαίσιο της διαβούλευσης, μεταξύ του εργοδότη και των εκπροσώπων των εργαζομένων (Ν.1264/1982), οι τεχνικές λεπτομέρειες χορήγησης του διαλείμματος, περιλαμβανομένης και της διάρκειάς του, καθώς και ειδικότεροι και ευνοϊκότεροι όροι με βάση το είδος της οικονομικής δραστηριότητας.
Στη διαβούλευση εκτιμώνται οι κίνδυνοι που συνδέονται με την οργάνωση του χρόνου εργασίας και λαμβάνονται υπ’ όψη στη σχετική γραπτή εκτίμηση κινδύνου που άπτεται της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων (Π.Δ.17/1996). Ευνόητο είναι ότι σε περίπτωση κατά την οποία έχει ήδη υιοθετηθεί σε μια επιχείρηση διάλειμμα το οποίο έχει ενταχθεί στο ημερήσιο ωράριο του εργαζόμενου και αποτελεί χρόνο εργασίας, η παρούσα διάταξη του άρθρου 56 δεν δύναται να τροποποιήσει επί το δυσμενέστερο τη χορήγηση του διαλείμματος σύμφωνα με το Π.Δ.88/99.
Επιπροσθέτως, επισημαίνεται ρητώς ότι σε περιπτώσεις επιχειρήσεων, στις οποίες λόγω της φύσης και της έντασης της εργασίας απαιτείται η χορήγηση διαλείμματος μεγαλύτερης διάρκειας των τριάντα (30) λεπτών, αυτή είναι δυνατή στο πλαίσιο της διαβούλευσης, μεταξύ του εργοδότη και των εκπροσώπων των εργαζομένων σύμφωνα με τα ανωτέρω, συνεκτιμώντας σε κάθε περίπτωση τη σχετική γραπτή εκτίμηση κινδύνου.
Επίσης από την εφαρμογή της διάταξης του παρόντος άρθρου 56, παύουν να ισχύουν όροι συμβάσεων εργασίας, οι οποίοι ρύθμιζαν με δυσμενέστερο τρόπο τη χορήγηση του διαλείμματος από τους εργοδότες στους εργαζομένους τους.