Όπως είπε, «ο λόγος για τον οποίο παρέχεται το επίδομα ανεργίας είναι, για να μην μειωθεί σημαντικά το βιοτικό επίπεδο αυτού που το λαμβάνει. Αυτήν τη στιγμή, στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από τις εισφορές, οι οποίες έχουν καταβληθεί, το επίδομα ανεργίας είναι σταθερό σε όλη τη χρονική διάρκεια, στην οποία καταβάλλεται. Αυτό το οποίο εξετάζεται, αλλά ακόμη δεν έχει υλοποιηθεί, είναι να κάνουμε δύο πράγματα: αρχικά, το επίδομα ανεργίας να ξεκινάει από υψηλότερο ύψος, αλλά, καθώς περνάει ο χρόνος, να μειώνεται, ώστε να δίνει κίνητρο σε αυτόν που το λαμβάνει να βρει, όσο το δυνατόν νωρίτερα, κάποια δουλειά».
Ερωτηθείς για τον κατώτατο μισθό, ο κ. Τσακλόγλου απάντησε τα εξής: «Για τον κατώτατο μισθό υπάρχει μία συγκεκριμένη θεσμοθετημένη διαδικασία.
Τόσο ο κατώτατος μισθός, όσο και οι μισθοί γενικότερα, συναρτώνται με την παραγωγικότητα. Είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί ένα βιοτικό επίπεδο όσο το δυνατόν υψηλότερο για τους εργαζόμενους, χωρίς από την άλλη μεριά να προκληθεί κάποια ζημιά στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, που να αυξήσει την ανεργία.
Από τότε που ανέλαβε η κυβέρνηση, καταγράφηκε αύξηση του κατώτατου μισθού της τάξης του 20%, από τα 650 ευρώ έφτασε στα 780 ευρώ και θα αυξηθεί περαιτέρω τώρα».
Παράλληλα, ο υφυπουργός Εργασίας χαρακτήρισε εφικτό τον στόχο τον οποίο έχει θέσει η κυβέρνηση για κατώτατο μισθό στα 950 ευρώ και μέσο μισθό στα 1.500 ευρώ στο τέλος της τετραετίας. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, η οικονομία της χώρας μας δείχνει μία δυναμική τα τελευταία χρόνια, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει με τις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία, σύμφωνα με όλους τους διεθνείς οργανισμούς, αλλά και τους διεθνείς οίκους, φαίνεται ότι θα συνεχιστεί.
Αναφορικά με τις οφειλές των ασφαλισμένων που βρίσκονται στο στάδιο της συνταξιοδότησης, ο κ. Τσακλόγλου ξεκαθάρισε ότι η διάταξη αφορά αποκλειστικά και μόνο ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες, καθώς για τους μισθωτούς δεν υπάρχει αντίστοιχο πρόβλημα.
Όπως τόνισε, «η ισχύουσα, μέχρι πρόσφατα, νομοθεσία προέβλεπε ότι κάποιος μπορούσε να συνταξιοδοτηθεί, αν είχε χρέη έως 20.000 ευρώ και γινόταν παρακράτηση από τη σύνταξη σε 60 ισόποσες δόσεις.
Με τη νέα διάταξη, παρέχεται η ευκαιρία και σε άτομα τα οποία έχουν χρέος έως 30.000 ευρώ να κάνουν κανονικά την αίτηση συνταξιοδότησης με δύο προϋποθέσεις: πρώτον, να έχουν καταβάλει εισφορές για τουλάχιστον 20 χρόνια και δεύτερον να μην είναι συστηματικοί κακοπληρωτές, δηλαδή ελέγχοντας, αν πραγματικά οι τραπεζικές τους καταθέσεις είναι τέτοιες που δεν επαρκούν, ώστε να καλύψουν το χρέος τους προς τον ΕΦΚΑ.
Υπενθυμίζεται ότι, με το προηγούμενο καθεστώς, οι συγκεκριμένοι συνταξιούχοι δεν έπαιρναν σύνταξη, ενώ είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί πως ένα διανεμητικό σύστημα, όπως της χώρας μας, στο οποίο η πληρωμή των συντάξεων γίνεται από τις εισφορές που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι, δεν μπορεί να επιβιώσει, χωρίς την πληρωμή τους».
Μεταξύ άλλων, ο υφυπουργός Εργασίας μίλησε για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, όσων έχουν χρέη στον ΕΦΚΑ, ξεκαθαρίζοντας ότι κανένας κάτοχος ΑΜΚΑ δεν αποκλείεται από την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
«Πριν από τα μνημόνια, αν κάποιος ήταν ανασφάλιστος, έπρεπε να πληρώσει ο ίδιος οποιαδήποτε ιατροφαρμακευτική κάλυψη. Στα χρόνια των μνημονίων, με υπουργό Υγείας τον Άδωνι Γεωργιάδη, θεσπίστηκε το εξής – οποιοσδήποτε έχει ΑΜΚΑ είτε έχει καταβάλει είτε δεν έχει καταβάλει τις τρέχουσες ασφαλιστικές του εισφορές μπορεί να έχει πρόσβαση στις δημόσιες δομές υγείας. Η νομοθεσία αυτή ισχύει ατόφια και σήμερα, άρα δεν μένει κανένας ακάλυπτος από ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη.
Επίσης, όταν ο ασφαλισμένος πληρώνει κανονικά τις εισφορές του, όπως ισχύει, αυτήν τη στιγμή, για όλους τους μισθωτούς, αλλά και για την πλειονότητα των ελεύθερων επαγγελματιών, μπορεί να έχει πρόσβαση με τους όρους του ΕΟΠΥΥ και σε ιδιώτες γιατρούς.
Στην περίοδο του Covid, δεν θέλαμε να πηγαίνει ο κόσμος στα δημόσια νοσοκομεία, για να μην τροφοδοτείται η πανδημία. Γι’ αυτό, δώσαμε στους ανασφάλιστους το δικαίωμα να πηγαίνουν και σε ιδιώτες ιατρούς. Ο κίνδυνος του Covid σήμερα έχει εκλείψει, οπότε επιστρέφουμε στην κανονικότητα.
Στόχος του υπουργείου είναι να προστατευθούν δύο ευάλωτες ομάδες, τα παιδιά και τα άτομα ΑμεΑ ανεξάρτητα από την ασφαλιστική ικανότητα του γονέα, ενώ υπάρχουν και κάποιες μικρότερες ομάδες, η μεγαλύτερη των οποίων είναι οι πλημμυροπαθείς της προηγούμενης χρονιάς, οι οποίοι θα έχουν πρόσβαση και αυτοί και στους ιδιώτες γιατρούς ανεξαρτήτως της καταβολής ασφαλιστικών εισφορών» προσέθεσε ο κ. Τσακλόγλου.