Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία της μελέτης του Ινστιτούτου Μικρομεσαίων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ), αντικείμενο της οποίας είναι η καταγραφή της εικόνας της απασχόλησης και της ανεργίας για το σύνολο του εργατικού δυναμικού της χώρας.
Αναλύοντας τα διαθέσιμα μικροδεδομένα της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού των ΕΛΣΤΑΤ – Eurostat αναδεικνύει τη συνολική εικόνα της απασχόλησης και της ανεργίας των νέων ως προς πολλές τους διαστάσεις, όπως η περιφερειακή, η εκπαιδευτική, η μισθολογική, η διάσταση του φύλου, του χρόνου εργασίας και των συνθηκών απασχόλησης, η διάσταση του επαγγέλματος και άλλες. Πραγματοποιεί επίσης σύγκριση των παραπάνω δεδομένων με Ευρωπαϊκές χώρες που θεωρούνται ορόσημα για τη χώρα μας.
Τα συμπεράσματα που προκύπτουν κινούνται σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα και ενισχύονται ως προς την ερμηνεία τους με την πρόσθετη χρήση οικονομετρικών εργαλείων.
Γενικά, όπως αναφέρεται «τα συμπεράσματα είναι απογοητευτικά για τη θέση της νέας γενιάς στην ελληνική αγορά εργασίας, παρά το πολύ υψηλό εκπαιδευτικό της επίπεδο και τονίζουν την ανάγκη για τη λήψη άμεσων και αποφασιστικών μέτρων πολιτικής για την αλλαγή της υπάρχουσας κατάστασης».
Στα συμπεράσματα της μελέτης υπογραμμίζεται ότι, η σημαντική μείωση του ποσοστού ανεργίας που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια είναι περισσότερο το αποτέλεσμα της μείωσης του ποσοστού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικού και της επακόλουθης μείωσης του εργατικού δυναμικού και όχι τόσο της αύξησης της απασχόλησης.
Το συμπέρασμα αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για τις νέες και τους νέους, που είδαν την απασχόλησή τους (θέσεις εργασίας) να μειώνεται από το 2018 μέχρι το 2021, παρότι το ποσοστό ανεργίας τους μειώθηκε.
Η εικόνα αυτή, όπως αναφέρεται, δημιουργεί σαφείς προβληματισμούς για τη δυναμική που παρουσιάζει η ελληνική οικονομία κατά την περίοδο που ακολουθεί την έξοδο από τις πολιτικές των μνημονίων με τους «δανειστές».
Η εικόνα αυτή, δε, γίνεται ακόμη πιο απογοητευτική αν συγκριθεί με τις επιλεγμένες Ευρωπαϊκές χώρες με τις οποίες πραγματοποιήθηκε σύγκριση καθώς, όπως σημειώνεται, φαίνεται ότι όχι μόνο σε σύγκριση με τη Γερμανία αλλά και με την Πορτογαλία, η απόδοση της ελληνικής οικονομίας και της αγοράς εργασίας τα χρόνια μετά την κρίση είναι πολύ προβληματική. Η Πορτογαλία παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό και περίπου 25% περισσότερες θέσεις εργασίας από την Ελλάδα, το οποίο συνεπάγεται ένα πολύ μικρότερο ποσοστό ανεργίας σε σχέση με την Ελλάδα.
Η σύγκριση της απασχόλησης και της ανεργίας των νέων είναι εξίσου απογοητευτική για τη χώρα μας. Η θέση των νέων της χώρας μας ως προς την ανεργία είναι σημαντικά χειρότερη ακόμη και από την Πορτογαλία. Αυτή η παρατηρούμενη υστέρηση συγκριτικά με μία χώρα η οποία είχε διαχρονικά παρόμοιες και ελαφρώς χειρότερες επιδόσεις από τη χώρα μας καθιστά την εικόνα της οικονομίας μας ιδιαίτερα απογοητευτική και θα πρέπει να σημάνει συναγερμό στους υπεύθυνους για τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής.
Περιφερειακή – χωρική διάσταση δομής της απασχόλησης
Η επόμενη ομάδα συμπερασμάτων αφορά την περιφερειακή – χωρική διάσταση της ελληνικής δομής της απασχόλησης, τόσο συνολικά όσο και ως προς τους νέους. Η αρχική διερεύνηση αναδεικνύει τρεις κατηγορίες περιφερειών ως προς την απασχόληση τόσο του συνόλου του πληθυσμού όσο και των νέων. Στη μία περιλαμβάνεται η Αττική (και η Πελοπόννησος), η οποία παρουσιάζει την καλύτερη εικόνα τόσο ως προς την ανεργία όσο και ως προς τη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό. Έχει επίσης το μικρότερο μερίδιο αυτοαπασχολούμενων αγροτών, κάτι που ενισχύει τη δύναμη της αγοράς εργασίας της.
Η δεύτερη κατηγορία είναι οι νησιωτικές περιφέρειες, στις οποίες εντάσσεται οριακά και η Κρήτη, όπου η κατάσταση της αγοράς εργασίας είναι από λίγο έως αρκετά χειρότερη από αυτή της Αττικής, αλλά καλύτερη από την υπόλοιπη χώρα.
Στην τρίτη κατηγορία εντάσσονται όλες οι υπόλοιπες περιφέρειες της ηπειρωτικής χώρας, με σημαντική διαφορά από την Αττική τόσο στα ποσοστά ανεργίας όσο και συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό και με ένα σημαντικό μέρος της απασχόλησής τους να περιλαμβάνει αυτοαπασχολούμενους αγρότες. Από τις περιφέρειες αυτές ξεχωρίζουν προς το χειρότερο η Δυτική Μακεδονία, η Δυτική Ελλάδα και η Κεντρική Μακεδονία.
Η οικονομετρική διερεύνηση που πραγματοποιήθηκε στη συνέχεια ανέδειξε το πρόβλημα της περιφερειακής διαφοροποίησης ως προς τη λειτουργία της αγοράς εργασίας σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό. Το μικρότερο ποσοστό ανεργίας στην περιφέρεια της Αττικής δεν οφείλεται στα καλύτερα εργασιακά χαρακτηριστικά των κατοίκων της (επίπεδο εκπαίδευσης) ή στα υπόλοιπα χαρακτηριστικά που ευνοούν την εύρεση εργασίας (φύλο, υπηκοότητα, ηλικιακή κατανομή), αλλά το αντίθετο. Είναι ο τόπος κατοικίας (με ότι αυτό συνεπάγεται) που βελτιώνει τα ποσοστά ανεργίας στην Αττική και όχι τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του πληθυσμού της. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η επιδείνωση στις εργασιακές προοπτικές που «προσφέρουν» στους κατοίκους της η Δυτική Μακεδονία, η Δυτική Ελλάδα, η Ήπειρος και η Κεντρική Μακεδονία. Η πολύ κακή επίδοση μίας ιδιαίτερα προνομιούχας περιοχής από τη σκοπιά των υποδομών, της θέσης, των δυνατοτήτων και της ιστορίας της, όπως η Κεντρική Μακεδονία, αποκαλύπτει σε μεγάλο βαθμό τις οικονομικές στρεβλώσεις της σύγχρονης Ελλάδας και τις μεγάλες διαφορές στη δομή της απασχόλησης μεταξύ των επιμέρους γεωγραφικών της τμημάτων.
Κατώτερες των προσδοκιών και του μορφωτικού τους επιπέδου οι εργασιακές ευκαιρίες στους νέους
Στην συνέχεια γίνεται εστίαση στο βασικό τμήμα των ευρημάτων που αφορούν στην εργασιακή κατάσταση των νέων της χώρας, συμπεριλαμβάνοντας και τις ηλικίες από 25 έως 29 έτη. Από τα δεδομένα προκύπτει ότι παρουσιάζουν σημαντικά ψηλότερο ποσοστό ανεργίας σε σύγκριση με όλες τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες. Η αρνητική αυτή επίδοση δε συμβαδίζει με τα μορφωτικά τους προσόντα, τα οποία είναι σημαντικά ανώτερα από αυτά των μεγαλύτερων ηλικιών. Το χειρότερο ίσως είναι, ότι από το 2018 έως το 2021 δεν αυξήθηκαν αλλά οριακά μειώθηκαν οι θέσεις εργασίας που καταλαμβάνουν οι νέοι/ες της χώρας. Η πτώση του ποσοστού ανεργίας των νέων που παρουσιάστηκε τα χρόνια αυτά οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μείωση της συμμετοχής τους στο εργατικό δυναμικό και κατά δεύτερο στη μείωση του πληθυσμού τους (σε κάποιες υποπεριπτώσεις) και όχι στην αύξηση των θέσεων εργασίας. Τέλος, ο ρυθμός μείωσης των ποσοστών ανεργίας για τις ηλικιακές κατηγορίες των νέων είναι μικρότερος από το ρυθμό μείωσης για τις μεγαλύτερες ηλικίες, επομένως η σχετική θέση των νέων έχει επιδεινωθεί μεταξύ των ετών 2018 και 2021.
Η πολύ δύσκολη και επιδεινούμενη αυτή κατάσταση που αντιμετωπίζουν οι νέες και οι νέοι στην απασχόληση περιγράφεται και από ένα φάσμα άλλων χαρακτηριστικών της απασχόλησης που φωτίζουν το κάθε ένα με διαφορετικό τρόπο την συγκριτικά δυσχερή θέση τους.
Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι αν και νέοι/ες στην αγορά εργασίας, το μεγαλύτερο μέρος των ανέργων μεταξύ τους είναι ήδη μακροχρόνια άνεργοι/ες. Αυτοί/ές που βρήκαν εργασία παρουσιάζουν τα μεγαλύτερα ποσοστά μη εθελούσιας μερικής απασχόλησης και μη εθελούσιας προσωρινής απασχόλησης σε σχέση με τις μεγαλύτερες ηλικίες. Ο χρόνος εργασίας τους είναι σημαντικά μεγαλύτερος από αυτόν των μεγαλύτερων ηλικιών, που είναι ήδη πολύ μεγάλος σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η παραπάνω εικόνα συμπληρώνεται με τα επαγγέλματα που ασκούν. Εκτός από λίγα επαγγέλματα υψηλής τεχνολογίας στα οποία κατέχουν μεγαλύτερα μερίδια, τα συνηθισμένα επαγγέλματα προς τα οποία κατευθύνονται οι νέες και οι νέοι είναι τα κακοπληρωμένα επαγγέλματα των υπηρεσιών χαμηλής ειδίκευσης, παρά το υψηλό μορφωτικό τους επίπεδο. Αλλά ακόμη και στα εισοδήματα που κερδίζουν από την εργασία τους, έχουν πολύ μικρότερες αμοιβές από τους εργαζόμενους μεγαλύτερων ηλικιών. Πρόκειται για μία εισοδηματική διάκριση εις βάρος των νέων που δεν παρατηρείται σε τέτοιο βαθμό στις άλλες δύο χώρες με τις οποίες συγκρίθηκαν.
Ακόμη υπογραμμίζεται ότι: «η θλιβερή, όπως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, εικόνα των προοπτικών των νέων στην απασχόληση συμπληρώνεται από ένα γεγονός το οποίο δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό αλλά δείχνει ότι είναι καθοριστικό. Είναι η μεγάλη διαφορά που παρατηρείται στα ποσοστά ανεργίας των νέων μεταξύ της περιφέρειας Αττικής και των υπόλοιπων περιφερειών της χώρας».
Η Αττική παρουσιάζει περίπου το μισό ή ακόμα μικρότερο ποσοστό ανεργίας στις ηλικίες 15-19 και 20-24 ετών σε σχέση με τις περισσότερες υπόλοιπες περιφέρειες της χώρας. Η διαφορά μειώνεται για τις ηλικίες 25-29, αλλά εξακολουθεί να είναι μεγάλη. Εξάλλου, ένας πιθανός λόγος για αυτή τη μείωση είναι η μετανάστευση των νέων προς την Αττική για να αυξήσουν τις πιθανότητες να βρουν εργασία, μία μετανάστευση που είναι πολύ πιθανή όταν αντιμετωπίζουν διπλάσια ή και μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας στον τόπο τους. Και αυτό συμβαίνει ακόμη και για την περιφέρεια όπου εντάσσεται το δεύτερο αστικό κέντρο της χώρας, η Θεσσαλονίκη.
Είναι λοιπόν αυτή η περιφερειακή διάσταση της ανεργίας των νέων που συμπληρώνει την πολύ δύσκολη εικόνα των προοπτικών απασχόλησης για αυτούς, τουλάχιστον στην εκτός Αττικής χώρα.
Η οικονομετρική διερεύνηση των παραγόντων που αυξάνουν την πιθανότητα ανεργίας συμπεριέλαβε και την μεταβλητή της ηλικίας. Τα ευρήματά της, όπως αναφέρεται, επιβεβαιώνουν και τονίζουν με πιο έντονες γραμμές τα συμπεράσματα που ήδη προέκυψαν από την περιγραφική στατιστική. Το νεαρό της ηλικίας είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικός παράγοντας για την εύρεση εργασίας στην Ελλάδα, υπερδιπλασιάζοντας το λόγο των πιθανοτήτων ανεργίας σε σύγκριση με τους μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους. Αντίθετα, στις χώρες σύγκρισης, αν και εκεί οι νέοι και οι νέες έχουν αυξημένα ποσοστά ανεργίας σε σύγκριση με τους μεγαλύτερους, η κατάσταση είναι πολύ καλύτερη, ακόμη και στην Πορτογαλία, όπου τα ποσοστά ανεργίας των νέων κυμαίνονται σε ανεκτά επίπεδα.
Σε ποια επαγγέλματα στρέφονται οι νέοι
Αναλυτικά, σε ό,τι αφορά στην κατανομή των επαγγελμάτων, αυτή είναι διαφορετική μεταξύ των νέων και του συνόλου των εργαζομένων. Τα επαγγέλματα όπου η συμμετοχή των νέων είναι μεγαλύτερη από αυτή των υπολοίπων (με αναφορά κυρίως στα πιο μαζικά επαγγέλματα) είναι καταρχήν τα επαγγέλματα των υπηρεσιών που σχετίζονται με τον τουρισμό, με πιο χαρακτηριστικό αυτό των σερβιτόρων όπου το ποσοστό των νέων είναι τριπλάσιο από αυτό του συνόλου. Αντίστοιχα, σημαντικά υψηλότερη είναι η συμμετοχή των νέων στα επαγγέλματα του μάγειρα και του βοηθού παρασκευής τροφίμων, του ταξιδιωτικού συνοδού και ξεναγού και φυσικά, όπως ίσως θα αναμενόταν, στο πιο μαζικό και από τα πιο κακοπληρωμένα επαγγέλματα, αυτό των πωλητών σε καταστήματα. Αντίστοιχα αυξημένη είναι η συμμετοχή των νέων σε άλλα επαγγέλματα υπηρεσιών, όπως οι εργαζόμενοι στον τομέα του αθλητισμού και της σωματικής αγωγής, οι υπάλληλοι πληροφόρησης πελατών, οι κομμωτές/κομμώτριες και αισθητικοί, και οι παιδοκόμοι και βοηθοί δασκάλων.
Η αυξημένη συμμετοχή τους στα επαγγέλματα αυτά είναι από τη μία πλευρά ένδειξη του αυξανόμενου ρόλου αυτών των επαγγελμάτων στην παραγωγική δομή της χώρας όσο, από την άλλη πλευρά και της επισφαλούς θέσης των νέων εργαζομένων οι οποίοι όπως είδαμε αντιμετωπίζουν υψηλότερο ποσοστό ανεργίας και χειρότερες συνθήκες στην αγορά εργασίας, επομένως είναι πιο πιθανό να εργάζονται σε επαγγέλματα που δεν προσφέρουν πολλά πλεονεκτήματα και είναι ανεπιθύμητα για τους παλαιότερους εργαζόμενους.
Αυξημένη είναι η συμμετοχή των νέων (σε σύγκριση πάντα με το σύνολο των ηλικιών) σε επαγγέλματα νέων τεχνολογιών όπως σχεδιαστές και αναλυτές λογισμικού και εφαρμογών, χειριστές μηχανών με πληκτρολόγιο, εγκαταστάτες και επισκευαστές ηλεκτρονικού και τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού, ελεγκτές και τεχνικοί πλοίων και αεροσκαφών. Η αυξημένη αυτή συμμετοχή είναι ένδειξη της δυναμικής της νέας γενιάς και της υψηλότερης ειδίκευσής της, ιδίως όσον αφορά τις νέες τεχνολογίες. Τέλος αυξημένη είναι η συμμετοχή σε επιστημονικά επαγγέλματα όπως αρχιτέκτονες, τοπογράφοι και συναφή, νομικοί και σε επαγγέλματα του κλάδου της υγείας, όπως οι μαίες και νοσηλευτές και οι άλλοι επαγγελματίες του τομέα της υγείας. Αυξημένη είναι επίσης η συμμετοχή των νέων σε κάποια επαγγέλματα χειριστών μηχανημάτων στην βιομηχανία, αλλά και σαν εργάτες μεταποίησης και άλλοι ανειδίκευτοι εργάτες, κάτι που δεν συνάδει με την αύξηση του ρόλου αυτών των επαγγελμάτων ούτε με το αυξημένο μορφωτικό επίπεδο της νέας γενιάς, αλλά με την δυσχερέστερη θέση της, όπως ειπώθηκε και νωρίτερα.
Αντίστροφα, τα επαγγέλματα στα οποία η συμμετοχή των νέων είναι σημαντικά χαμηλότερη από αυτή του συνόλου είναι φυσικά οι διευθυντές και οι επαγγελματίες της διοίκησης, καθώς και οι καθηγητές και δάσκαλοι, λόγω και (αλλά όχι μόνο) της χρονικής διάρκειας που απαιτεί η προσπάθεια για κατάληψη τέτοιων θέσεων εργασίας. Σημαντικά χαμηλότερη είναι η συμμετοχή των νέων στα τεχνικά επαγγέλματα των κατασκευών (κτίστες, τεχνίτες ελαιοχρωματιστές), αλλά και στους μηχανικούς. Επίσης σημαντικά χαμηλότερη είναι η συμμετοχή στα επαγγέλματα των τεχνιτών της βιομηχανίας. Εντυπωσιακή είναι η μειωμένη συμμετοχή στα γεωργικά επαγγέλματα που κυμαίνεται στο μισό του συνόλου, με ότι αυτό συνεπάγεται για την πορεία των επαγγελμάτων αυτών και της ελληνικής γεωργίας, αλλά και ότι συνεπάγεται για την αντιπροσωπευτικότητα των ποσοστών ανεργίας σε περιφέρειες με μεγάλο ποσοστό αγροτών, όπως σημειώθηκε σε προηγούμενα κεφάλαια. Τέλος, μειωμένη είναι η συμμετοχή των νέων σε μη επιθυμητά επαγγέλματα χαμηλής ειδίκευσης όπως η παροχή προσωπικής φροντίδας, οι καθαριστές και οι συλλέκτες απορριμμάτων.
Σαν γενικό συμπέρασμα αναφέρεται ότι η δυσμενέστερη θέση της νέας γενιάς, ως προς τις παλαιότερες στην αγορά εργασίας, αποτυπώνεται και στα επαγγέλματα που διεξάγει, παρουσιάζοντας αυξημένα ποσοστά σε κατώτερης ποιότητας επαγγέλματα. Αυξημένη φαίνεται η συμμετοχή της σε λίγα μόνο επιστημονικά επαγγέλματα αλλά κυρίως σε επαγγέλματα που σχετίζονται με τις νέες τεχνολογίες, όπου έχει το συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τους μεγαλύτερους εργαζόμενους. Είναι σημαντική η αποφυγή των γεωργικών επαγγελμάτων καθώς και αυτών της οικοδομής, όπως και επαγγελμάτων με υποτιθέμενη απαξία ως προς το αντικείμενό τους.
Νεολαία εκτός εργασίας και εκπαίδευσης (ΝΕΕΤ)
Υπό το πρίσμα της αρνητικής κατάστασης της αγοράς εργασίας για τους νέους και τις νέες, εξετάστηκε ειδικότερα μία κατηγορία νέων που δεν εντάσσονται ούτε στην αγορά εργασίας ούτε σε κάποια εκπαιδευτική διαδικασία. Η συγκεκριμένη κατηγορία ονομάστηκε με τον όρο NEET που προέρχεται από το αρκτικόλεξο της πρότασης “Νot in Εducation, Employment or Τraining” νέους, δηλαδή, τους νέους που δεν φοιτούν στην τυπική εκπαίδευση, είναι άνεργοι και βρίσκονται εκτός προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης.
Σε αυτή την κατηγορία, λοιπόν, αν και πάλι κυριαρχεί το τμήμα τους που είναι άνεργοι, ωστόσο υπάρχουν και περιπτώσεις απομάκρυνσης από την εκπαιδευτική διαδικασία που θα μπορούσαν να αποφευχθούν. Επίσης παρατηρείται διαφοροποίηση ως προς την απομάκρυνση από το εργατικό δυναμικό μεταξύ των φύλων, που επιβαρύνει τις νέες γυναίκες ηλικίας 25-29 ετών.
Η μελέτη διερεύνησε ειδικότερα και τη θέση των γυναικών (και των νέων γυναικών) στην αγορά εργασίας. Τα αποτελέσματα είναι εξίσου απογοητευτικά. Υπάρχει μεγάλη ανισότητα μεταξύ των ποσοστών ανεργίας των γυναικών και των ανδρών, παρότι οι γυναίκες έχουν πλέον υψηλότερα μορφωτικά προσόντα από τους συνομήλικους του άλλου φύλου. Ο λόγος των πιθανοτήτων για να είναι άνεργη μία γυναίκα είναι κατά περίπου 80% μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο λόγο για τους άντρες. Η ανισότητα στην αγορά εργασίας επεκτείνεται και στις αμοιβές, όπου οι άντρες αμείβονται σημαντικά καλύτερα σε κάθε ηλικιακή ομάδα, άρα και στους νέους και νέες. Το μόνο θετικό σημείο είναι ότι η ανισότητα που υπάρχει εις βάρος των γυναικών γενικά στην αγορά εργασίας είναι σχετικά μικρότερη για τις νέες γυναίκες. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι νέες γυναίκες δείχνουν μεγαλύτερη ικανότητα να καταλάβουν θέσεις εργασίας συγκριτικά με τις μεγαλύτερες.
Πηγή: ecozen.gr