Οι προτάσεις της Έκθεσης Πισσαρίδη οικοδομούν μια απορρυθμισμένη αγορά εργασίας με μεγαλύτερη ευελιξία αναφορικά με τον χρόνο εργασίας, υποστηρίζει η Έκθεση «Η μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε ένα νέο υπόδειγμα ανάπτυξης. Μια εναλλακτική πρόταση στην Έκθεση Πισσαρίδη» που εκπόνησαν το Ινστιτούτο Εργασίας (ΙΝΕ) σε συνεργασία με το ΚΑΝΕΠ / ΓΣΕΕ.
Επίσης, η πρόβλεψή της για αύξηση κατά 1% του ποσοστού απασχόλησης σε ετήσια βάση μέχρι το 2030 δεν διασφαλίζει τη συνοχή της αγοράς εργασίας και δεν δημιουργεί βιώσιμες προοπτικές απασχόλησης που θα ανακόψουν το brain drain, θα ενθαρρύνουν το brain gain και θα αυξήσουν το ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας, υποστηρίζει η επιστημονική ομάδα της ΓΣΕΕ.
Το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ ζητά τον επαναπροσδιορισμό του κατώτατου μισθού, καθώς όπως υποστηρίζει στην Ελλάδα ο κατώτατος μισθός είναι κάτω από το όριο της σχετικής και της απόλυτης φτώχειας.
«Ένας αξιοπρεπής κατώτατος μισθός διαβίωσης θα μπορούσε να προκύψει από την προσαρμογή του κατώτατου μισθού στο 60% του διάμεσου μισθού. Το όριο του 60% του εθνικού διάμεσου εισοδήματος χρησιμοποιείται ευρέως στον ορισμό της σχετικής φτώχειας ενώ το όριο του 50% είναι ένδειξη απόλυτης φτώχειας» επισημαίνεται.
Η Έκθεση προτείνει ο κατώτατος μισθός να αυξηθεί, καθώς στα επίπεδα που βρίσκεται σήμερα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μισθός αξιοπρεπούς διαβίωσης, δηλαδή δεν διασφαλίζει στον εργαζόμενο την κάλυψη βασικών του αναγκών και τη δυνατότητα συμμετοχής του στην κοινωνική και πολιτισμική ζωή, που συνιστούν θεμελιακά κοινωνικά δικαιώματα.
«Θέτοντας ως κύριο στόχο τη θεσμοθέτηση ενός μισθού διαβίωσης, ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να προσαρμοστεί στο 60% του διάμεσου μισθού, ώστε το όριο της σχετικής φτώχειας να γίνει το κατώτατο όριο της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Αυτό θα μπορούσε να γίνει βάσει ενός προσδιορισμένου χρονοδιαγράμματος το οποίο θα συμφωνηθεί έπειτα από διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων στο πλαίσιο της ΕΓΣΣΕ» τονίζει το ΙΝΕ.
Χρόνος εργασίας – Προγράμματα απασχόλησης
Στην Έκθεση της ΓΣΕΕ υπογραμμίζεται πως στην ελληνική αγορά εργασίας έχουν ανατραπεί θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα και έχει επιβληθεί μια de facto κατάργηση του οκταώρου και ρευστοποίηση του χρόνου έναρξης και λήξης της εργασίας.
Η υπερεργασία είναι ένας ακόμη παράγοντας που υποβαθμίζει όχι μόνο την ποιότητα της εργασίας, αλλά και την ποιότητα της ζωής των εργαζομένων και των οικογενειών τους.
«Ο μόνος κλάδος του ιδιωτικού τομέα στον οποίο ενισχύθηκε η απασχόληση από το 2012 και ύστερα είναι αυτός της εστίασης, της παροχής καταλύματος, του εμπορίου και της αποθήκευσης. Το εμπειρικό αυτό δεδομένο δεν λαμβάνεται υπόψη στην Έκθεση Πισσαρίδη, η οποία από τη μια πλευρά ισχυρίζεται ότι στοχεύει στην ποιοτική αναβάθμιση της απασχόλησης και από την άλλη προωθεί παρεμβάσεις ελαστικοποίησης, που είναι πολύ πιθανό θα εγκλωβίσουν την οικονομία σε τεχνολογική υστέρηση και αδυναμία μετασχηματισμού» τονίζει το ΙΝΕ.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα στατιστικά ευρήματα που δείχνουν τη χρονική διάρκεια της εργασίας ανά οικονομικό κλάδο. Πριν από το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης, το 73% των απασχολουμένων σε όλους τους κλάδους εργαζόταν υπερωριακά, ενώ σε ορισμένους κλάδους, όπως η μεταποίηση και οι μεταφορές, το αντίστοιχο ποσοστό ξεπερνούσε το 80%.
Τέλος προτείνεται ο συνδυασμός προγραμμάτων εγγυημένης απασχόλησης, βελτίωσης της ποιότητας της εργασίας και η δέσμευση στην ισότητα ευκαιριών και αμοιβών, καθώς θα μπορούσαν να διασφαλίσουν συνθήκες αξιοπρεπούς εργασίας, που είναι θεμελιακή προϋπόθεση για ένα βιώσιμο υπόδειγμα ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς, σύμφωνα με το Ινστιτούτο.