Ύφεση 15,2% δέχτηκε η ελληνική οικονομία στο τρίμηνο Απριλίου-Ιουνίου, συγκριτικά με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019, εξαιτίας της υγειονομικής κρίσης και του lockdown που ακολούθησε όπως αποτυπώνεται στο 7ο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων που έδωσε στη δημοσιότητα το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, βασιζόμενο και στα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.
Παράλληλα το πρώτο 5μηνο του τρέχοντος έτους, δηλαδή, μεταξύ Ιανουαρίου και Μαΐου 2020, η απασχόληση μειώθηκε κατά 5% ή 195.800 άτομα.
Συγχρόνως, το ποσοστό ανεργίας συνέχισε να μειώνεται μέχρι τον Απρίλιο λόγω μεταφοράς πολλών εργαζομένων σε καθεστώς αναστολής σύμβασης εργασίας με αποτέλεσμα να καταγράφονται στους μη οικονομικά ενεργούς. Ωστόσο, τον Μάιο το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε από 15,7% σε 17%.
Σε επίπεδο ροών μισθωτής εργασίας το διάστημα Ιανουαρίου-Ιουλίου 2020 είχαν δημιουργηθεί 170.470 λιγότερες θέσεις εργασίας σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του 2019 επιστρέφοντας στα επίπεδα του 2013 περίπου.
Πάντως, Ιούνιος και Ιούλιος εμφάνισαν ετήσια αύξηση καθαρών προσλήψεων χάρις στην έναρξη της τουριστικής περιόδου και τις κρατικές ενισχύσεις οι οποίες σε συνδυασμό με την αρχική συγκράτηση της πανδημίας δημιούργησαν προσδοκίες σταδιακής επιστροφής στην κανονικότητα.
Ωστόσο, οι προσδοκίες αυτές διαψεύστηκαν με το δεύτερο κύμα πανδημίας και την καθίζηση των τουριστικών εσόδων (-87,5% ετησίως στο α’ εξάμηνο).
Η έκταση της ύφεσης ήταν αναμενόμενη και είναι προεξοφλημένη σε επίπεδο προσδοκιών ως προς τις προοπτικές της οικονομίας. Αν γίνει σύγκριση του ποσοστού της συρρίκνωσης με το αντίστοιχο άλλων οικονομιών, ειδικά των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, τότε η επίδοση της οικονομίας μας δεν ήταν απογοητευτική, δεδομένης της υψηλής εξάρτησής της από τους κλάδους του τουρισμού-επισητισμού που επλήγησαν περισσότερο εν μέσω της πανδημικής κρίσης.
Ωστόσο, η ελληνική οικονομία βρέθηκε, οριακά, σε υφεσιακή πορεία από το πρώτο τρίμηνο του έτους, δημιουργώντας έντονη ανησυχία και προβληματισμό ως προς την προοπτική της δυναμικής της οικονομίας και των αναγκαίων παρεμβάσεων δεδομένων των διαρθρωτικών αδυναμιών της.
Κατά συνέπεια, η λήψη νέων μέτρων στήριξης της οικονομίας είναι επιβεβλημένη.
Οι επιστημονικοί συνεργάτες του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ παρουσιάζουν πλέγμα παρεμβάσεων οικονομικής πολιτικής στα πεδία της αναπτυξιακής στρατηγικής, της δημοσιονομικής πολιτικής, του μακροοικονομικού μετασχηματισμού και της αγοράς εργασίας, που θα οδηγήσουν σε ώθηση της οικονομίας και της απασχόλησης.
Όπως τονίζουν αντισταθμιστικός παράγοντας θετικής προοπτικής προβλέπεται να είναι η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων, δεδομένων ωστόσο των προσδοκιών έγκαιρης αποδέσμευσης των πόρων του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης.
Εξάλλου, η άμεση και ορθή αξιοποίηση των αναπτυξιακών κονδυλίων του Ταμείου είναι επιτακτική για τον βιώσιμο αναπτυξιακό μετασχηματισμό και την ενίσχυση της φερεγγυότητας της οικονομίας.
Η διάρθρωση και η στόχευση των νέων μέτρων παρέμβασης που πρέπει να γίνουν στην οικονομία είναι εξαιρετικής σημασίας καθώς πρέπει να δημιουργηθούν συνθήκες σταθεροποίησης και αντιστροφής της υφεσιακής δυναμικής.
Ο σχεδιασμός της οικονομικής πολιτικής θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη το μείζον μήνυμα της υγειονομικής κρίσης του COVID-19, ότι το αναπτυξιακό μοντέλο της υποβάθμισης της εργασίας, των οικονομικών ανισότητων και του κοινωνικού αποκλεισμού των τελευταίων δεκαετιών έκλεισε τον κύκλο του και φαίνεται ήδη ξεπερασμένο.
Έτσι, υπάρχει άμεση ανάγκη σχεδιασμού και υλοποίησης ενός ολιστικού σχεδίου οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης που θα αντιμετωπίζει, βάσει συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος, διαρθρωτικές και παραγωγικές αδυναμίες, που θα υποστηρίζεται από ποσοτικοποιημένες εκτιμήσεις των επιδράσεων του στην οικονομία και την κοινωνία και που θα στηρίζεται σε μια αξιόπιστη πρόταση χρηματοδότησης του.
Ειδικά, στον «ευαίσθητο» κλάδο της απασχόλησης απαιτείται σύμφωνα με τους επιστήμονες, ένα μείγμα παρεμβάσεων στις εξής κατευθύνσεις:
Την ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων, την αύξηση των αμοιβών και την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος.
Παράλληλα, κρίνεται απαραίτητη η παράταση του προγράμματος Συν-Εργασία, με στόχευση την ενίσχυση των επιχειρήσεων που όχι απλώς διατηρούν τις θέσεις πλήρους απασχόλησης, αλλά και δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας. Μια τέτοια εξέλιξη σε συνδυασμό με τα προγράμματα εργασίας του ΟΑΕΔ μπορούν να περιορίσουν τις συνέπειες της υγειονομικής και οικονομικής κρίσης στην αγορά εργασίας.
Στο 18,3% η ανεργία τον Ιούνιο
Στο 18,3% ανήλθε το εποχικά διορθωμένο ποσοστό ανεργίας φέτος τον Ιούνιο κάνοντας αισθητές στην οικονομία τις επιπτώσεις της πανδημίας και του lockdown- έναντι του διορθωμένου προς τα κάτω 17,1% τον Ιούνιο του 2019 και του διορθωμένου προς τα άνω 17,3% τον Μάιο του 2020.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία, που έδωσε στη δημοσιότητα η ΕΛΣΤΑΤ, ο αριθμός των ανέργων ανήλθε στους 836.637, με το μεγαλύτερο ποσοστό να καταγράφεται στις ηλικίες 15-24 (39,3% από 34,4% τον ίδιο μήνα του 2019).
Ο αριθμός των απασχολουμένων ανήλθε στους 3.744.630.
Οι απασχολούμενοι μειώθηκαν κατά 174.217 άτομα σε σχέση με τον Ιούνιο του 2019 (μείωση 4,4%) και αυξήθηκε κατά 11.640 άτομα σε σχέση με τον Μάιο του 2020 (αύξηση 0,3%).
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περιοχές όπου καταγράφηκαν τα μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας είναι το Αιγαίο (28,6% τον Ιούνιο 2020 από 13,8% τον Ιούνιο 2019), η Κρήτη (20,9% από 11,4%) και η Μακεδονία- Θράκη (20,5% από 18,7%).