Κατώτατος μισθός κάτω από το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, ποσοστό απασχόλησης που είναι το δεύτερο χαμηλότερο στην Ε.Ε., σημαντική αύξηση της ημιαπασχόλησης και αξιοσημείωτα περιορισμένη προστασία των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Αυτά είναι τα βασικά συμπεράσματα για την απασχόληση στην Ελλάδα, όπως προκύπτουν από την ενδιάμεση έκθεση της ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία.
Σύμφωνα με τα επιμέρους στοιχεία της έκθεσης, προκύπτει ότι η χώρα μας, λόγω της αύξησης των κατώτατων αποδοχών, κατάφερε από την 16η θέση να ανέλθει στην 11η θέση της Ε.Ε. Ωστόσο διαπιστώνεται διαρκής απώλεια της αγοραστικής δύναμης του μισθού, όσο αυξάνεται το επίπεδο των τιμών. Την ίδια στιγμή όμως, ειδικά σε σχέση με τις γυναίκες, το ποσοστό συμμετοχής τους στην αγορά εργασίας είναι κατά 22,1% μικρότερο από τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Η έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ δείχνει ακόμα ότι ο ιδιωτικός τομέας δημιουργεί θέσεις εργασίας, με τις πρώτες θέσεις να κατέχουν τα καταλύματα, η εστίαση και το εμπόριο. Όμως οι θέσεις αυτές είναι χαμηλής παραγωγικότητας και προσφέρουν χαμηλούς μισθούς.
Ας δούμε πιο αναλυτικά, τα πιο σημαντικά σημεία της έκθεσης, σε σχέση με την απασχόληση και την εξέλιξη των μισθών:
1) Το α’ εξάμηνο του 2022 το ποσοστό απασχόλησης και το ποσοστό ανεργίας παρουσίασαν σημαντική βελτίωση σε σχέση με το 2021. Το β’ τρίμηνο το ποσοστό απασχόλησης ήταν 60,5%, ενώ το ποσοστό ανεργίας 12,2%. Η αγορά εργασίας έχει ήδη ανακάμψει από το σοκ της πανδημικής κρίσης και δεν φαίνεται να επηρεάζεται, προς το παρόν, αρνητικά από την τρέχουσα ενεργειακή κρίση και την πληθωριστική έξαρση. Ωστόσο, τα διαρθρωτικά της προβλήματα παραμένουν.
2) Το β’ τρίμηνο το ποσοστό απασχόλησης ήταν το δεύτερο χαμηλότερο στην ΕΕ, ενώ η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας ήταν κατά 22,1% χαμηλότερη του μέσου όρου της Ευρωζώνης.
3) Η μεγαλύτερη αύξηση της απασχόλησης εντοπίζεται στον κλάδο της παροχής καταλύματος και εστίασης και ακολούθως στο εμπόριο. Επί της ουσίας ο ιδιωτικός τομέας δημιουργεί θέσεις απασχόλησης σε κλάδους που παράγουν χαμηλή προστιθέμενη αξία, είναι χαμηλής παραγωγικότητας και προσφέρουν χαμηλούς μισθούς. Η απασχόληση στον τριτογενή τομέα της οικονομίας έχει ανακάμψει στο επίπεδο του 2008, ενώ η απασχόληση στον δευτερογενή τομέα παραμένει κατά 38% χαμηλότερη από το 2008.
4) Το δ’ τρίμηνο του 2021 και το α’ τρίμηνο του 2022 υπήρξε σημαντική αύξηση της ημιαπασχόλησης, η οποία περιορίστηκε το β’ τρίμηνο του 2022. Το 50% των ημιαπασχολούμενων επιθυμούσε να εργαστεί με πλήρες ωράριο, αλλά δεν μπορούσε να βρει θέση πλήρους απασχόλησης. Ο κύριος όγκος των υποαπασχολούμενων είναι ηλικίας 30-44 ετών και ακολούθως 45-64 ετών.
5) Μετά τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα το 2022, η Ελλάδα ανήλθε στην 11η θέση από τη 16η στην οποία βρισκόταν το 2021. Η εξέλιξη αυτή είναι θετική, ωστόσο ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι κάτω από το επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού είναι διαρκής όσο αυξάνεται το επίπεδο τιμών και επομένως θα πρέπει να υπάρξει νέα και σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού το 2023.
6) Η προστασία των εργαζομένων στην Ελλάδα από συλλογικές συμβάσεις εργασίας είναι αξιοσημείωτα περιορισμένη. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι, σύμφωνα με σχετική οδηγία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα πρέπει να αυξήσει το ποσοστό κάλυψης των συλλογικών συμβάσεων κατά 54,2 ποσοστιαίες μονάδες.
7) Η σχετικά μεγάλη αύξηση των έμμεσων φόρων κατά τη διάρκεια της πληθωριστικής κρίσης συντήρησε το πρόβλημα της μη προοδευτικότητας του φορολογικού συστήματος της χώρας. Το α΄ εξάμηνο του 2022 η Ελλάδα καταλάμβανε την τρίτη θέση μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης όσον αφορά το ύψος του λόγου έμμεσοι/άμεσοι φόροι, πίσω από τη Λετονία και την Πορτογαλία.
8) Στο πλαίσιο αυτό, η δημοσιονομική διαχείριση της πληθωριστικής κρίσης πρέπει να γίνει με τρόπο συνετό, δίνοντας προτεραιότητα σε μέτρα που στηρίζουν το διαθέσιμο εισόδημα των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, ενισχύουν τις ροές ρευστότητας στην οικονομία και έχουν υψηλό επεκτατικό αποτέλεσμα σε όρους εισοδήματος και ποιοτικής απασχόλησης. Μια τέτοια σύνθετη επιλογή αποτελεί πρόκληση αλλά και αναγκαιότητα, ώστε να διασφαλιστεί σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα η φερεγγυότητα της χώρας, ειδικά μέσα στο επιδεινούμενο εξωτερικό περιβάλλον της οικονομίας.