Tο όριο των 1.000 ευρώ θα ξεπεράσει πιθανότατα (μετά από πολλά χρόνια) ο μισθός του έγγαμου με προϋπηρεσία τουλάχιστον 9 ετών που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, αν επιβεβαιωθούν τα σενάρια που προβλέπουν αυξήσεις έως και 7% από την 1/5/2022.
Ο υπουργός Εργασίας, Κωστής Χατζηδάκης που έλαβε στα χέρια του την Παρασκευή το πόρισμα του ΚΕΠΕ ( τελευταίο στάδιο της διαβούλευσης) διευκρίνισε ότι η εισήγησή του προς το υπουργικό Συμβούλιο θα γίνει μετά τις εορτές του Πάσχα, την τελευταία εβδομάδα του Απριλίου.
Οι ενδείξεις είναι ότι η κυβερνητική εισήγηση να κινηθεί μεταξύ 6% και 7%, πέραν του 2% που δόθηκε κατά την 1η.1.2022. Με βάση το σενάριο για αυξήσεις 6%-7% , ο κατώτατος μισθός από 663 ευρώ που είναι σήμερα θα διαμορφωθεί στα 703 έως 710 ευρώ.
Τι ισχύει για τις τριετίες
Υπενθυμίζουμε ότι με την πράξη νομοθετικού περιεχομένου του 2012 (δεύτερο μνημόνιο) πάγωσαν οι τριετίες με αποτέλεσμα να σταματήσει η εξέλιξή τους το Φεβρουάριο του εν λόγω έτους. Αυτό σημαίνει ότι αν ο αμειβόμενος με τον κατώτατο μισθό (που τότε είχε μειωθεί στα 586 ευρώ) είχε προλάβει να κατοχυρώσει την πρώτη τριετία, εξακολουθούσε να παίρνει την ανάλογη προσαύξηση 10%. Ωστόσο δε μπορούσε να διεκδικήσει προσαύξηση για τη δεύτερη και την τρίτη τριετία.
Αντίθετα οι εργαζόμενοι που προσλήφθηκαν μετά την εφαρμογή του νόμου έχασαν το δικαίωμα της προσαύξησης του μισθού τους λόγω προϋπηρεσίας με αποτέλεσμα μέχρι και σήμερα να αρκούνται στον κατώτατο μισθό ο οποίος σύμφωνα με τους δανειστές έπρεπε να καταβάλλεται ως «μοναδιαία αξία», χωρίς να προσμετρώνται σε αυτόν τα χρόνια προϋπηρεσίας ή το έτος πρόσληψης.
Αυτή εξάλλου (η καταβολή του μισθού ως μοναδιαία αξία) είναι και η διαφορά «ερμηνείας» της νομοθεσίας, που οδήγησε τον ΣΕΒ να προσφύγει στο ΣτΕ ζητώντας την ακύρωση της υποχρέωσης καταβολής των τριετιών.
Το ΣτΕ απέρριψε τελικά την αίτηση του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών για τυπικούς λόγους, τονίζοντας ότι η εγκύκλιος του 2019 της τότε υπουργού Εφης Αχτσιόγλου είναι καθαρά ερμηνευτική και δεν μπορεί να προσβληθεί στο ΣτΕ. Δηλαδή απάντησε ότι δεν μπορεί να κρίνει νομικά την εγκύκλιο Αχτσιόγλου.
Ωστόσο ουσιαστικά δεν τάχθηκε υπέρ της κατάργησης των τριετιών, γεγονός που στην πράξη οδηγεί στη διάσωσή τους.
Αλλά και το υπουργείο Εργασίας έχει ταχθεί ξεκάθαρα υπέρ της διατήρησης των τριετιών, διατυπώνοντας τη θέση του ενώ επισημαίνει ότι δεν απαιτείται νέα νομοθετική παρέμβαση, καθώς οι τριετίες σχετίζονται με το νόμο που τις θέσπισε και όχι με τον κατώτατο μισθό.
Οι μισθολογικές κλίμακες
Επομένως οι μισθωτοί που αμείβονται με τα κατώτατα όριο και πρόλαβαν να κατοχυρώσουν τις τριετίες έως το 2012 θα συνεχίσουν να λαμβάνουν το επίδομα προϋπηρεσίας που ισούται με 10% επί του κατώτατου μισθού το οποίο μπορεί να καταβληθεί έως τρεις τριετίες κατ’ ανώτατο όριο.
Έτσι, από την 1η Μαΐου ο αμειβόμενος με τον κατώτατο μισθό αν είχε συμπληρώσει το 2012 από 0 έως 3 χρόνια προϋπηρεσία θα λάβει 703 ευρώ έως 710 ευρώ.
Για το μισθωτό με προϋπηρεσία από 3 έως 6 χρόνια ο μισθός διαμορφώνεται από 773 έως 781 ευρώ.
Για τον μισθωτό με προϋπηρεσία από 6 έως 9 χρόνια ο μισθός διαμορφώνεται σε 850 έως 859 ευρώ.
Για το μισθωτό με προϋπηρεσία άνω των 9 ετών ο μισθός διαμορφώνεται από 935 έως 945 ευρώ, ενώ αν προστεθεί και το 10% του επιδόματος γάμου για τους έγγαμους ο μισθός φτάνει τα 1.039,5 ευρώ.
Δεν είναι λίγες όμως οι περιπτώσεις που ο εργοδότης δεν αναγνωρίζει την προϋπηρεσία, καθώς ο εργαζόμενος έχει «μεταπηδήσει» σε άλλο κλάδο εργασίας. Σύμφωνα με πηγές του ΣΕΒ πολλοί επιχειρηματίες ρωτούν πότε θα ξεκαθαρίσει η κατάσταση για να «κάνουν τους λογαριασμούς» τους, ενώ άλλοι ανησυχούν μήπως τους επιβληθεί πρόστιμο από την επιθεώρηση εργασίας γιατί δε καταβάλλουν τα επιδόματα (τις λεγόμενες τριετίες) στους νέους εργαζόμενους.
Το ύψος της αύξησης των μισθών λαμβάνει υπόψη καταρχήν τον πληθωρισμό, προκειμένου οι εργαζόμενοι με χαμηλά εισοδήματα που ανήκουν στην αποκαλούμενη κοινωνική ομάδα των ευάλωτων νοικοκυριών να αντιμετωπίσουν την ακρίβεια.
Από την άλλη πλευρά πρέπει να ληφθούν υπόψη οι αντοχές της οικονομίας και των επιχειρήσεων, ειδικά των μικρομεσαίων. Οι κυβερνητικές πηγές αναφέρουν ότι θα πρέπει η όποια αύξηση δοθεί να είναι στα όρια των δυνατοτήτων της οικονομίας, έτσι ώστε να μην βρεθούν οι επιχειρήσεiις σε δυσχερή θέση. Σημειώνουν επίσης, ότι στην συντριπτική πλειοψηφία, οι αμειβόμενοι με τον κατώτατο μισθό, είναι εργαζόμενοι σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και όχι σε μεγάλες ελληνικές ή πολυεθνικές. Οι τελευταίες, σημειώνουν, απασχολούν ιδιαίτερα εξειδικευμένο προσωπικό που δεν αμείβεται με τον κατώτατο μισθό.
Η «ψαλίδα» στις προτάσεις εργοδοτών και εργαζόμενων
Στο μεταξύ οι φορείς εργοδοτών και εργαζομένων έχουν θέσεις που απέχουν και μάλιστα σημαντικά μεταξύ τους, αναφορικά με το ύψος του κατώτατου μισθού. Σε αυξήσεις 3% ή 4%, κατ’ ανώτατο όριο, φαίνεται να επιμένουν οι ισχυρές εργοδοτικές οργανώσεις, όπως για παράδειγμα ΣΕΒ και ΣΕΤΕ, ενώ οι εκπρόσωποι των μικρομεσαίων επιχειρήσεων διατυπώνουν επιφυλάξεις για τις επιπτώσεις του εργατικού κόστους στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεών τους.
Από την πλευρά της η ΓΣΕΕ επιμένει στην επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ από τα 663 ευρώ -γεγονός που αντιστοιχεί σε αύξηση περίπου 13%- δηλαδή η «διαφορά» μεταξύ των δύο πλευρών αγγίζει το 10%.