«Το προτεινόμενο από το νομοσχέδιο πλαίσιο, περιλαμβάνει πολλά προβληματικά σημεία. Πολλές από τις διατάξεις του χαρακτηρίζονται από ασάφειες, έχουν νομικά και ερμηνευτικά προβλήματα και προκαλούν πρόσθετο διοικητικό βάρος που είναι ασύμβατο με τις τεχνολογικές εξελίξεις της εποχής, το οποίο θα λειτουργήσει τόσο εις βάρος των επιχειρήσεων, όσο και των εργαζομένων», τονίζει ο ΣΕΒ σε ανακοίνωσή του.
Ολόκληρη η ανακοίνωση του ΣΕΒ:
Για τον ΣΕΒ, η δημιουργία μιας οικονομίας σύγχρονης και ανταγωνιστικής, που προσελκύει διεθνείς και εγχώριες επενδύσεις και ταλέντο, δημιουργεί πολλές και καλές θέσεις εργασίας, βελτιώνει την ευημερία των εργαζομένων της και τελικά όλων των πολιτών της, εξαρτάται από την απάντηση που δίνουμε όλοι, Πολιτεία, επιχειρήσεις και εργαζόμενοι στις σύγχρονες προκλήσεις της εποχής. Στην πορεία αυτή για τη χώρα, επιχειρήσεις και εργαζόμενοι βαδίζουμε μαζί.
Το εργασιακό νομοσχέδιο που έχει τεθεί προς δημόσια διαβούλευση περιέχει θετικά εκσυγχρονιστικά στοιχεία. Κυρώνει τη Διεθνή Σύμβαση Εργασίας 190, την Διεθνή Σύμβαση Εργασίας 187 και ενσωματώνει στο εθνικό δίκαιο την Οδηγία της ΕΕ 2019/1158. Πρόκειται για μεταρρυθμίσεις που επιδιώκουν, μέσα από την ευθυγράμμιση της ελληνικής εργασιακής πραγματικότητας με τα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα, και σε πολλές περιπτώσεις μέσω της υπέρβασής τους, να προωθήσουν την ισότητα και την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας.
Για τον ΣΕΒ, ο οποίος εκπροσωπεί τις οργανωμένες και σύγχρονες επιχειρήσεις, η υποχρέωση της απαρέγκλιτης τήρησης της εργατικής νομοθεσίας και της προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων, ιδιαίτερα όσον αφορά στους όρους υγείας και ασφάλειας στην εργασία, την καταπολέμηση των φαινομένων βίας και σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία και τη διασφάλιση της ισορροπίας ανάμεσα στην προσωπική και την επαγγελματική ζωή, είναι δεδομένη και αυτονόητη.
Ωστόσο, το προτεινόμενο από το νομοσχέδιο πλαίσιο, περιλαμβάνει πολλά προβληματικά σημεία. Πολλές από τις διατάξεις του χαρακτηρίζονται από ασάφειες, έχουν νομικά και ερμηνευτικά προβλήματα και προκαλούν πρόσθετο διοικητικό βάρος που είναι ασύμβατο με τις τεχνολογικές εξελίξεις της εποχής, το οποίο θα λειτουργήσει τόσο εις βάρος των επιχειρήσεων, όσο και των εργαζομένων.
Μεταξύ άλλων:
– Η εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας, που είναι ένα μέτρο που νομοθετήθηκε για πρώτη φορά το 2011, ενώ μπορεί να συμβάλλει στην προσπάθεια ελέγχου της αδήλωτης ή υποδηλωμένης εργασίας, απαιτεί πολλές επιμέρους διευκρινήσεις και προσδιορισμό λεπτομερειών σχετικά με την ορθολογική εφαρμογή της, καθώς και την απαλλαγή των επιχειρήσεων από το γραφειοκρατικό και διοικητικό βάρος που προκαλεί το υφιστάμενο πλαίσιο του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, με τρόπο πάντα που διασφαλίζει τον εργαζόμενο.
– Η πρόταση για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας δεν λαμβάνει υπόψη τις ευρωπαϊκές πρακτικές, τις πραγματικές λειτουργικές ανάγκες των επιχειρήσεων και τα σύγχρονα οργανωτικά μοντέλα, αλλά και τις ανάγκες των ίδιων των εργαζομένων, αφού οι επιχειρήσεις δεν έχουν καν τη δυνατότητα να προτείνουν στους εργαζόμενους τους διευθέτηση του χρόνου εργασίας τους, κατά τρόπο που και οι δύο πλευρές να μπορούν να επωφεληθούν από τα ευεργετικά αποτελέσματα μίας τέτοιας ρύθμισης.
– Το προτεινόμενο πλαίσιο για την τηλεργασία απέχει από τις ευρωπαϊκές πρακτικές, την πρόσφατη συμφωνία των ευρωπαίων κοινωνικών εταίρων για την ψηφιοποίηση της εργασίας και δυσχεραίνει τον ψηφιακό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας, καθώς οι επιχειρήσεις στερούνται το δικαίωμα της εφαρμογής συστήματος τηλεργασίας βάσει των επιχειρησιακών και οργανωτικών αλλαγών τους, με όρους προφανώς ευελιξίας και συμφιλίωσης του επαγγελματικού και ιδιωτικού χρόνου των εργαζομένων τους.
– Εισάγονται ριζικές αλλαγές στο δίκαιο της καταγγελίας της αορίστου χρόνου σύμβασης εργασίας, οι οποίες θα δημιουργήσουν σοβαρά δικονομικά προβλήματα.
Η εργασιακή μεταρρύθμιση οφείλει να συμβάλλει στη βελτίωση του εργασιακού και του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, χωρίς, όμως, να επιφέρει πρόσθετα άμεσα και έμμεσα οικονομικά και λειτουργικά βάρη στις επιχειρήσεις και ειδικά στις μικρομεσαίες, που επηρεάζουν σημαντικά τη δυνατότητά τους να παραμένουν παραγωγικές, αποτελεσματικές και ανταγωνιστικές.
Επίκεντρο κάθε εργασιακής μεταρρύθμισης πρέπει να είναι η ενδυνάμωση των σχέσεων εμπιστοσύνης ανάμεσα στους εργαζόμενους και στις επιχειρήσεις, ώστε να ενισχύεται η δυνατότητα της οικονομίας μας να προοδεύει, προς όφελος ολόκληρης της κοινωνίας.