To μέσο ποσοστό της ανεργίας στις χώρες του ΟΟΣΑ προβλέπεται να αυξηθεί τουλάχιστον στο 9,4% στο τέλος του 2020, το υψηλότερο επίπεδο μετά τη μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του 1930, σύμφωνα με έκθεση που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (OECD Employment Outlook 2020 – Worker Security and the COVID-19 Crisis). Όπως και για τις προοπτικές της οικονομίας των χωρών – μελών του, ο ΟΟΣΑ κατάρτισε τις προβλέψεις για την απασχόληση και την ανεργία με βάση δύο, εξ ίσου πιθανά όπως τα θεωρεί, σενάρια: το πρώτο υποθέτει ότι θα συνεχισθεί η υποχώρηση της έξαρσης του κορονοϊού, ενώ το δεύτερο ότι θα υπάρξει δεύτερο κύμα του αργότερα στο 2020. Η μέση απασχόληση στον ΟΟΣΑ προβλέπεται να μειωθεί κατά 4,1% έως 5% φέτος, ανάλογα με το αν θα αποφευχθεί ή όχι ένα δεύτερο κύμα έξαρσης της COVID-19, ενώ αναμένεται να αυξηθεί από 0,3% έως 1,6% το 2021. Ακόμη και στο καλό σενάριο, πάντως, το μέσο ποσοστό ανεργίας στις χώρες του ΟΟΣΑ θα διαμορφωθεί στο 7,7% το επόμενο έτος.
Για την Ελλάδα, ο ΟΟΣΑ προβλέπει ότι η μείωση της απασχόλησης και η αύξηση της ανεργίας θα είναι φέτος χαμηλότερη από τον μέσο όρο. Συγκεκριμένα, η απασχόληση στην Ελλάδα, η οποία αυξήθηκε 2,2% το 2019 έναντι 1% στις χώρες του ΟΟΣΑ, εκτιμάται ότι θα μειωθεί φέτος μεταξύ του 3,5% και του 3,8%, ανάλογα με το αν θα ισχύσει το πρώτο ή το δεύτερο σενάριο. Αντίστοιχα, η ανεργία στην Ελλάδα, η οποία είχε μειωθεί το 2019 κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες έναντι 0,1 μονάδας στον ΟΟΣΑ, εκτιμάται ότι θα αυξηθεί από 2,1 έως 2,3 μονάδες. Για το 2021, ο ΟΟΣΑ προβλέπει ότι η απασχόληση στην Ελλάδα θα μειωθεί με βραδύτερο ρυθμό (1% έως 1,8%), ενώ για τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ προβλέπει μία αύξηση από 0,3% έως 1,6%. Για τον μέσο όρο των χωρών της Ευρωζώνης εκτιμάται ότι η απασχόληση θα μειωθεί από 2,6% έως 3,2% φέτος και ότι θα ανακάμψει το 2021 κατά 0,9%, εφόσον δεν υπάρξει και δεύτερο κύμα του κορονοϊού, διαφορετικά θα συνεχισθεί η μείωση (-0,6%). Το μέσο ποσοστό ανεργίας στην Ευρωζώνη προβλέπεται να αυξηθεί κατά 2,3 έως 2,8 μονάδες φέτος και να μειωθεί οριακά το 2021 (-0,3 μονάδες) αν δεν υπάρξει δεύτερο κύμα κορονοϊού, διαφορετικά προβλέπει νέα αύξησή του (0,7 μονάδες).
Η έκθεση του ΟΟΣΑ αναφέρεται και στα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση μετά την έξαρση του κορωνοϊού για να στηρίξει την απασχόληση, όπως την απαγόρευση των απολύσεων από τις εταιρείες που επωφελούνται από τα μέτρα στήριξής τους, την πληρωμένη άδεια για εργαζόμενους γονείς που έπρεπε να φροντίσουν τα παιδιά τους όταν ήταν κλειστά τα σχολεία, την προσωρινή άδεια εργασίας στον αγροτικό τομέα όσων παίρνουν επίδομα ανεργίας, την καθιέρωση του προγράμματος Συνεργασία και την επέκταση των επιδομάτων ανεργίας κατά δύο μήνες.
Η γρήγορη αντίδραση στις μεγάλες προκλήσεις που προκάλεσαν τα μέτρα καραντίνας απαιτεί μία «ηράκλεια προσπάθεια» από την πλευρά των κυβερνήσεων, τονίζει ο ΟΟΣΑ. «Βραχυπρόθεσμα, η συνέχιση της στήριξης για ορισμένους τομείς παραμένει ζωτικής σημασίας για την προστασία της απασχόλησης και της ευημερίας, αλλά οι μηχανισμοί της αγοράς εργασίας πρέπει να ξαναρχίσουν να λειτουργούν», σημειώνει, προσθέτοντας ότι χρειάζεται μία προσέγγιση που θα βασίζεται σε δύο πυλώνες. Πρώτον, η πολιτικής για την αγορά εργασίας πρέπει να στηρίξει την προσπάθεια αποτροπής ενός δεύτερου ισχυρού κύματος της πανδημίας και της προετοιμασίας για αυτό στην περίπτωση που υλοποιηθεί. Στο πλαίσιο αυτό, ο ΟΟΣΑ σημειώνει ότι η τηλεργασία παραμένει ένας αποτελεσματικός τρόπος εργασίας που περιορίζει τον κίνδυνο μετάδοσης του ιού. Σύμφωνα με υπολογισμούς, που αναφέρει ο ΟΟΣΑ, περίπου η μία στις τρεις δουλειές μπορεί να γίνει από το σπίτι. Αντίστοιχο είναι και το ποσοστό για την Ελλάδα, όπως προκύπτει από σχετικό διάγραμμα της έκθεσης. Ωστόσο, περίπου η μία στις δύο δουλειές στην Ελλάδα, όπως και στις χώρες του ΟΟΣΑ) πρέπει να γίνεται με φυσική παρουσία, η οποία δημιουργεί κάποιο κίνδυνο μόλυνσης και για τον λόγο αυτό θα πρέπει να λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα προφύλαξης.
Δεύτερον, ο ΟΟΣΑ σημειώνει ότι «καθώς το εκ νέου άνοιγμα της οικονομίας ξεδιπλώνεται και η δραστηριότητα ξαναρχίζει, η αγορά εργασίας και η κοινωνική πολιτική πρέπει να προσαρμοστούν για να αντανακλούν τις διαφοροποιούμενες συνθήκες για τους εργαζόμενους, τα νοικοκυριά και τις εταιρείες. Κατά τη διάρκεια της καραντίνας, μία γενική και ενιαία στρατηγική στήριξης ήταν δικαιολογημένη, καθώς οι περισσότερες δραστηριότητες είχαν απαγορευθεί και οι εταιρείες και οι θέσεις απασχόλησης δεν θα επεβίωναν χωρίς άμεση στήριξη. Τώρα, οι υπεύθυνοι για την πολιτική αντιμετωπίζουν το δύσκολο έργο να μετακινήσουν την οικονομία από τη δράση έκτακτης ανάγκης, με μαζική και γενική στήριξη, στην ανάπτυξη, όπου η στήριξη πρέπει να είναι διαφορετική, Τα μέτρα πρέπει να είναι στοχευμένα καλύτερα για να διασφαλίζουν ότι αυτοί που έχουν ανάγκη πράγματι βοηθούνται, ενώ θα ενισχύονται τα κίνητρα για επάνοδο στην εργασίας για εκείνους που μπορούν».