Η παράταση της χορήγησης της ετήσιας άδειας κατ’ εξαίρεση μόνο για το έτος 2020 μεχρι 30 Ιουνίου 2021 συμπαρασύρει και την καταβολή του επιδόματος αδείας του τρέχοντος έτους.
Ειδικότερα όσοι εργοδότες δεν κάνουν χρήση της παράτασης θα πρέπει να καταβάλλουν το επίδομα αδείας και το υπόλοιπο των ημερών αδείας μέχρι 31.12.2020. Για δε τους εποχικά εργαζόμενους που έχει λήξει η σύμβαση τους θα πρέπει να τους καταβληθεί το επίδομα αδείας με την λήξη της σύμβασης ενώ όσοι απασχολούνται ακόμη η πληρωμή θα πρέπει να γίνει έως τις 31/12/2020 εκτός αν ο εργοδότης κάνει χρήση του δικαιώματος μεταφοράς της άδειας έως τις 30/6/2021.
Έτσι το επίδομα αδείας, ακολουθεί την άδεια και καταβάλλεται, από τον εργοδότη, μαζί με τις αποδοχές αδείας του μισθωτού, κατά την έναρξη της αδείας του μισθωτού, κατ’αναλογία πάντα των ημερών αδείας που λαμβάνει κάθε φορά ο μισθωτός.
Κατ’ εξαίρεση, μόνο για το έτος 2020 και μόνο για επιχειρήσεις – εργοδότες που απασχολούν εργαζόμενους των οποίων οι συμβάσεις έχουν τεθεί σε αναστολή από τον Μάρτιο του 2020 και συνεχίζουν να τελούν σε αναστολή αδιαλείπτως ή κατά διαστήματα μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2020, δίνεται η δυνατότητα να μεταφέρουν το σύνολο ή το υπόλοιπο των δικαιούμενων ημερών της ετήσιας κανονικής άδειας έτους 2020 των εν λόγω εργαζομένων τους, έως και την 30η Ιουνίου 2021. Σε περίπτωση, αντιθέτως, που δεν κάνουν χρήση της εν λόγω δυνατότητας, υποχρεούνται, μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2020, να καταβάλουν στους εν λόγω εργαζόμενους τις αποδοχές μη ληφθείσας αδείας και επιδόματος αδείας.
Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την διάταξη του νόμου 4745/2020 οι επιχειρήσεις-εργοδότες του ιδιωτικού τομέα που ανήκουν στον ξενοδοχειακό κλάδο δωδεκάμηνης λειτουργίας και απασχολούν εργαζόμενους, των οποίων οι συμβάσεις εργασίας είχαν τεθεί σε αναστολή εντός του έτους 2020, καταβάλλουν στους εργαζόμενους τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας, επί του ονομαστικού μισθού, για το έτος 2020, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, το αργότερο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2020 ή μέχρι τη λήξη της σύμβασης ορισμένου χρόνου.
Η ετήσια κανονική άδεια χορηγείται με αποδοχές σε όλους τους μισθωτούς που συνδέονται με τον εργοδότη με σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου. Δηλαδή η ετήσια κανονική άδεια οφείλεται τόσο σε έγκυρες, όσο και σε άκυρες συμβάσεις εργασίας.
Κανονική άδεια δικαιούνται επίσης και οι μισθωτοί που απασχολούνται καθημερινά λιγότερες ώρες από το συνηθισμένο ή το νόμιμο ωράριο της ημερήσιας εργασίας τους. Δηλαδή οι μισθωτοί δικαιούνται να λάβουν κανονική άδεια όχι μόνο όταν έχουν πλήρη απασχόληση, αλλά και όταν η εργασία τους διαρκεί για μικρό χρονικό διάστημα ημερησίως (μερική απασχόληση).
Περαιτέρω, κανονική άδεια δικαιούνται και όσοι εργαζόμενοι εργάζονται σε πολλούς εργοδότες με μειωμένο ωράριο ημερήσιας εργασίας.
Άδεια επίσης χορηγείται και στην περίπτωση της διαθεσιμότητας και της ετοιμότητας εργασίας.
Εξαιρέσεις: Δεν δικαιούνται κανονική άδεια τα εξής πρόσωπα (άρθρο 1, παρ.2 Α.Ν. 539/1945:
α) οι εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις ή εργασίες στις οποίες απασχολούνται μόνο μέλη της οικογένειας του εργοδότη
β) οι εργαζόμενοι σε γεωργικές, κτηνοτροφικές, δασικές, ναυτιλιακές και αλιευτικές εργασίες
γ) δημόσιοι υπάλληλοι, που εργάζονται επιπρόσθετα τα απογεύματα σε μία άλλη επιχείρηση, τότε από την επιχείρηση αυτή δεν δικαιούνται κανονική άδεια.
δ) οι μισθωτοί που κατέχουν θέση εποπτείας, διεύθυνσης ή εμπιστευτική (διευθύνοντες υπάλληλοι)
ε) οι μισθωτοί που απουσίασαν από την εργασία τους λόγω ασθένειας για μεγάλο χρονικό διάστημα (πέρα από τα καθοριζόμενα από το νόμο χρονικά όρια της βραχείας διάρκειας ασθένειας).