Η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει σημαντικό και συστηματικό πρόβλημα πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου. Όμως, η επίδοσή της καθίσταται μηδενική σε σχέση με την απασχόληση του εργατικού δυναμικού ηλικίας 20-34 που αποφοίτησε πρόσφατα από την ανώτερη δευτεροβάθμια ή την τριτοβάθμια εκπαίδευση, γεγονός που σημαίνει ότι το ποσοστό απασχόλησης της συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας είναι πολύ χαμηλό σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Αυτό, μεταξύ άλλων, οφείλεται στην απουσία σύνδεσης των προγραμμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και την περιορισμένη χρήση μεθόδων μάθησης με βάση την εργασία (πχ πρακτική άσκηση), οι οποίες διευκολύνουν τη μετάβαση των νέων από την εκπαίδευση στην απασχόληση. Η δυσκολία μετάβασης από την εκπαίδευση στην απασχόληση είναι σημαντικό και συστηματικό πρόβλημα της Ελλάδας.
Αυτά μεταξύ άλλων επισημαίνει ο ΣΕΒ, σε έκθεση για τον Ευρωπαϊκό Δείκτη Δεξιοτήτων (European Skills Index) του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (CEDEFOP), που έχει έδρα τη Θεσσαλονίκη.
Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή έρευνα, οι χαμηλότερες επιδόσεις του Δείκτη καταγράφονται στην Ισπανία (23 με άριστα το 100), στην Ελλάδα (23) και στην Ιταλία (25), ενώ τις καλύτερες επιδόσεις έχουν η Τσεχία, η Φινλανδία και η Σουηδία. Συνολικά, μόνο έξι από τις 28 χώρες επιτυγχάνουν το τρίπτυχο Ανάπτυξη-Ενεργοποίηση-Αξιοποίηση Δεξιοτήτων (πρόκειται για την Τσεχική Δημοκρατία, τη Φινλανδία, τη Σουηδία, το Λουξεμβούργο, τη Σλοβενία και την Εσθονία). Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν έξι χώρες, η Γαλλία, η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Ισπανία, η Ιταλία, των οποίων οι επιδόσεις είναι σχετικά χαμηλές και στους τρεις Δείκτες -Πυλώνες.
Για την Ελλάδα επισημαίνεται ακόμη ότι τα ποσοστά συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό των πληθυσμιακών ομάδων 20-24 και 25-54 ετών είναι πολύ χαμηλά σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, εξαιτίας μιας σειράς παραγόντων, όπως η απουσία δομών προστασίας προστατευόμενων μελών (παράγοντας που ισχύει κυρίως για τις γυναίκες και το συστηματικά χαμηλό ποσοστό απασχόλησης των γυναικών), η αποθάρρυνση όσων καθίστανται μακροχρόνια άνεργοι από την ενεργό αναζήτηση εργασίας λόγω της έλλειψης αποτελεσματικών ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, η χαμηλή, λόγω υπερφορολόγησης και παραγωγικής καθήλωσης, οικονομική αποδοτικότητα της δηλωμένης μισθωτής εργασίας, και για την ομάδα 20-24 ετών η υψηλή συμμετοχή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.