Μετά τους ιατρούς του ΕΣΥ, το Ανώτατο Δικαστήριο δικαιώνει και τους καθηγητές των ΑΕΙ στις διεκδικήσεις τους για ανατροπή των διατάξεων των ειδικών μισθολογίων που ψήφισε το 2017 η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά, όπως στους ιατρούς έτσι και στους πανεπιστημιακούς, το Δικαστήριο δεν επιδίκασε αναδρομικά αλλά ζητά να γίνει από δω και στο εξής αναμόρφωση του μισθολογίου και να δοθούν αυξήσεις που να αποκαθιστούν τις αποδοχές τους σε αξιοπρεπή «προμνημονιακά» επίπεδα!
Το σκεπτικό
Σύμφωνα με το ΣτΕ, οι διατάξεις των άρθρων 128 έως 131 και 155 του ν. 4472/2017 αντίκεινται στην απορρέουσα από το άρθρο 16 του Συντάγματος αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης, καθώς και προς τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας. Ομως, οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων των άρθρων 128 έως 131 και 155 του ν. 4472/2017, αφού έγινε στάθμιση του δημόσιου συμφέροντος, κρίθηκε ότι πρέπει να επέλθουν από τη δημοσίευση της απόφασης. Αυτό σημαίνει ότι το Ελληνικό Δημόσιο υποχρεούται μεν να αλλάξει το ειδικό μισθολόγιο των διδασκόντων στα ΑΕΙ αναπροσαρμόζοντας σε υψηλότερα επίπεδα από τα σημερινά τις αποδοχές τους, όχι όμως αναδρομικά από την 1η-1-2017, αλλά από την ημερομηνία καθαρογραφής της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Ειδικότερα, με την απόφαση 1911/2022 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίθηκε κατά πλειοψηφία ότι οι διατάξεις των άρθρων 128 έως 131 και 155 του ν. 4472/2017 αντίκεινται στην απορρέουσα από το άρθρο 16 του Συντάγματος αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης, καθώς και προς τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας.
Βασικά σημεία
Σύμφωνα με τα βασικότερα σημεία του σκεπτικού της απόφασης:
* Ο νομοθέτης με το ν. 4472/2017 επεδίωξε τον αριθμητικό περιορισμό των ειδικών μισθολογίων, όχι καταργώντας κάποια από αυτά, αλλά συνενώνοντας τα υφιστάμενα ειδικά μισθολόγια που, κατά την κρίση του, είχαν «ομοειδές αντικείμενο». Η συνένωση δε αυτή των μισθολογικών ρυθμίσεων που αφορούν τα μέλη του ΔΕΠ των ΑΕΙ, με εκείνες που αφορούν άλλες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων που δεν πληρούν τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις (ακαδημαϊκή ελευθερία, αυτοδιοίκητο ΑΕΙ), οι οποίες δικαιολογούν την εφαρμογή της απορρέουσας από το άρθρο 16 του Συντάγματος αρχής της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των μελών του ΔΕΠ των ΑΕΙ, συνεπάγεται παραβίαση της αρχής αυτής.
* Ο νομοθέτης, προκειμένου να επιτύχει τον εξορθολογισμό των χορηγούμενων με τα μισθολόγια αυτά αποδοχών, χρησιμοποίησε αρχές και κανόνες όχι προσιδιάζοντες ειδικώς στις ιδιαιτερότητες κάθε μισθολογίου, αλλά κοινούς για όλα τα ειδικά μισθολόγια, συνισταμένους κυρίως στη διατήρηση ενός τουλάχιστον επιδόματος, συνδεόμενου με τα ειδικά καθήκοντα κάθε κατηγορίας και με την ενεργό άσκησή τους, καθώς και στην κατάργηση του χρονοεπιδόματος και στη δημιουργία μισθολογικής κλίμακας ανά βαθμίδα με μισθολογικά κλιμάκια (Μ.Κ.). ….Κρίσιμο και βασικό στοιχείο για τον προσδιορισμό των αποδοχών, μεταξύ άλλων και των μελών του ΔΕΠ των ΑΕΙ, στο πλαίσιο του νέου μισθολογίου, αποτέλεσε για τον νομοθέτη, προεχόντως, η διατήρηση του μισθολογίου αυτού ως δημοσιονομικά ουδετέρου, εν όψει της ανάγκης να επιτευχθούν οι τεθέντες δημοσιονομικοί στόχοι για πρωτογενές πλεόνασμα ύψους πλέον του 3,5% του ΑΕΠ για καθένα από τα έτη 2018-2021. Δηλαδή, αν και καθένα από τα ως άνω «ειδικά μισθολόγια» αφορούσε σε διαφορετική κατηγορία λειτουργών ή υπαλλήλων, με απολύτως διακεκριμένα καθήκοντα και αποστολή, καθώς και με διαφορετικά τυπικά και ουσιαστικά προσόντα (για ορισμένες δε από τις κατηγορίες αυτές συνδεόταν με την άσκηση της εκ του Συντάγματος κρατικής τους αποστολής), ο νομοθέτης αφενός μεν τα ρύθμισε στηριζόμενος σε κοινές αρχές και κοινούς κανόνες, αφετέρου δε τα αντιμετώπισε συλλήβδην ως ένα ενιαίο οικονομικό μέγεθος, το οποίο έπρεπε, υπολογιζόμενο ως σύνολο, να παραμείνει δημοσιονομικά ουδέτερο, στο πλαίσιο της ανάγκης για επίτευξη των τεθέντων δημοσιονομικών στόχων για πρωτογενές πλεόνασμα.
Πηγή: eleftherostypos.gr