Aνοιχτό παραμένει το “μέτωπο” της αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού. Με τροπολογία την οποία πέρασε η κυβέρνηση τον περασμένο Σεπτέμβριο, η απόφαση για το νέο επίπεδο του μετατέθηκε για τον Μάρτιο του 2021 αντί για τον Ιούνιο του 2020, λόγω της αναταραχής που έφερε στην οικονομία το πρώτο lock down.
Η σχετική τροπολογία της 9μηνης παράτασης σε σχέση με τον επανακαθορισμό του κατώτατου μισθού προέβλεπε πως εντός του Νοεμβρίου του 2020, θα στελνόταν από την Επιτροπή Συντονισμού της σχετικής διαδικασίας επιστολή πρόσκλησης για διαβούλευση με κοινωνικούς εταίρους (π.χ. ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, ΓΣΕΕ κ.λπ.) και άλλους φορείς (ΤτΕ, ΙΟΒΕ κ.λπ.).
Αρμόδιοι παράγοντες φορέων που θα μετάσχουν στη διαβούλευση ανέφεραν στο Capital.gr πως τέτοια πρόσκληση δεν έχει ακόμα σταλεί προς αυτούς, γεγονός που -σύμφωνα με τις ίδιες πηγές- ίσως προμηνύει νέα παράταση της σχετικής διαδικασίας, δεδομένου ότι συνεχίζεται η αναταραχή στην οικονομία λόγω του δεύτερου lock down.
Eξάλλου, δεν έχει ολοκληρωθεί η αξιολόγηση της διαδικασίας καθορισμού του κατώτατου μισθού αλλά και των συνεπειών του στην οικονομία και στα ταμεία από πλευράς Παγκόσμιας Τράπεζας. Πληροφορίες του Capital.gr αναφέρουν πως η αξιολόγηση αυτή θα ολοκληρωθεί τον ερχόμενο Ιανουάριο (2021).
Παράλληλα, εκκρεμούν οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) σε σχέση με την προσφυγή του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών ενάντια στην αύξηση των κατώτατων μισθών (το Φεβρουάριο του 2019, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ) όσων είχαν κατοχυρώσει επίδομα τριετίας.
Την ίδια ώρα κύκλοι εργοδοτικών φορέων επισημαίνουν, πέραν των παραπάνω εκκρεμοτήτων, πως ουδέποτε έως τώρα έχει εφαρμοσθεί κανονικά το θεσμικό πλαίσιο που έχει ψηφισθεί από το 2013.
Το Φεβρουάριο του 2019, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αφού επίσπευσε τη διαδικασία καθορισμού του νέου κατώτατου μισθού, αποφάσισε μία “μεγάλη” -σύμφωνα με τις ίδιες πηγές- αύξηση του κατά σχεδόν 11%.
Έπειτα, το Σεπτέμβριο του 2020, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, υπό το βάρος των δραματικών οικονομικών εξελίξεων που έφερε η πανδημία , αποφάσισε να αναβάλλει τις αποφάσεις που ήταν να ληφθούν τον Ιούνιο του 2020 για το Μάρτιο του 2021.
Ωστόσο, δεδομένης της έως τώρα πορεία της πανδημίας, δεν φαίνεται ούτε τότε πως θα υπάρχει ένας σαφής ορίζοντας για τις εξελίξεις στο οικονομικό πεδίο, ο οποίος να επιτρέπει τη λήψη αποφάσεων από κυβερνητικής πλευράς, σημειώνουν παράγοντες της αγοράς.
Στο μεταξύ, υπενθυμίζουν οι ίδιες πηγές, όμως, τον Ιούλιο του 2020 αυξήθηκαν οι καθαρές αποδοχές όλων των μισθωτών πλήρους απασχόλησης (και όχι μόνο των αμειβομένων με τον κατώτατο μισθό) λόγω της μείωσης των εργατικών εισφορών κατά περίπου 0,4% στα πλαίσια της συνολικής μείωσης του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων κατά 0,9 μονάδες.
Ακόμα μεγαλύτερη αύξηση (γύρω στο 1,2%) θα είναι η αύξηση στις καθαρές αποδοχές τόσο των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης, όσο και των εργαζομένων μερικής απασχόλησης λόγω της επικείμενης μείωσης του συνολικού μη μισθολογικού κόστους κατά 3 μονάδες από την 1η Ιανουαρίου του 2021.
Συνολικά, δηλαδή μεταξύ Ιουλίου 2020-Ιανουαρίου 2021 θα έχουν αυξηθεί κατά περίπου 1,6% οι καθαρές αμοιβές των μισθωτών λόγω της μείωσης των εισφορών.
Εξάλλου, μετά και από την επικείμενη προαναφερθείσα μείωση των εισφορών και έτσι αύξηση των καθαρών αμοιβών, μένουν άλλες 1,1 μονάδες παραπέρα μείωσης των εισφορών έως την εκπλήρωση της κυβερνητικής δέσμευσης περί μείωσης του μη μισθολογικού κόστους κατά 5 μονάδες μεταξύ 2020-2023.
Παράγοντες της αγοράς τονίζουν στο Capital.gr πως ο δρόμος της παραπέρα μείωσης του μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων είναι εκείνος που αρμόζει στην παρούσα δύσκολη οικονομική συγκυρία, καθώς οδηγεί σε ταυτόχρονο κέρδος, τόσο για τις επιχειρήσεις (μέσω της μείωσης των εργοδοτικών εισφορών και, έτσι, της αύξησης της επιχειρηματικής ρευστότητας), όσο για τους εργαζομένους (μέσω της μείωσης των εργατικών εισφορών και έτσι των καθαρών αμοιβών τους).
Πάντως, στην τελευταία έκθεση του ΔΝΤ για την Ελλάδα (30 Νοεμβρίου) συστήνει “μια συνετή προσαρμογή ελάχιστου μισθού στις αρχές του 2021 (αναβάλλεται από τον Ιούνιο του 2020)”.
Την ίδια ώρα, στην έκθεση της “επιτροπής Πισσαρίδη” για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, η οποία δημοσιεύτηκε τον περασμένο μήνα προτείνεται ο καθορισμό του κατώτατου μισθού από Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων προτείνει η επιτροπή Πισσαρίδη στην τελική έκθεση της. Η κυβέρνηση θα πρέπει να θεωρεί την πρόταση του Συμβουλίου δεσμευτική, σύμφωνα με την ίδια προταση. Υπενθυμίζεται πως με βάση το υφιστάμενο πλαίσιο, η κυβέρνηση δέχεται ένα πόρισμα από το ΚΕΠΕ και επιτροπή συντονισμού, αλλά δεν δεσμεύεται από αυτήν την πρόταση, παρά αποφασίζει ο,τι κρίνει η ίδια.
Πιο αναλυτικά προτείνονται οι ακόλουθες αλλαγές στη διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού:
– “Ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να αποφασίζεται από ένα Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων με τριετή θητεία (ώστε να μη συμπίπτει απαραίτητα με τον πολιτικό κύκλο μιας κυβέρνησης). Τα μέλη του συμβουλίου θα πρέπει να είναι διαπρεπείς προσωπικότητες, από τον πανεπιστημιακό χώρο μεταξύ άλλων, με γνώση των οικονομικών και κοινωνικών θεμάτων, και δεν θα πρέπει να εκπροσωπούν ομάδες συμφερόντων. Θα πρέπει να τους παρέχονται πόροι και πρόσβαση σε ειδικότερες μελέτες και δεδομένα όπως από την ΕΛΣΤΑΤ, την Τράπεζα της Ελλάδος, το ΚΕΠΕ και άλλους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς. Θα πρέπει να δημοσιεύουν μια ετήσια έκθεση όπου θα προτείνουν το επίπεδο του κατώτατου μισθού τεκμηριώνοντας, με βάση πραγματικά δεδομένα, την πρότασή τους.
– Η κυβέρνηση θα πρέπει να θεωρεί την πρόταση του Συμβουλίου δεσμευτική. Θα μπορεί όμως να διατηρεί τη δυνατότητα να θέσει τον κατώτατο μισθό σε άλλο επίπεδο, δημοσιεύοντας μια επαρκή αιτιολόγηση για την απόκλιση από την πρόταση του Συμβουλίου.
– Δεν θα πρέπει να υπάρχει τυπική διασύνδεση μεταξύ του επιπέδου του κατώτατου μισθού και οποιωνδήποτε μεταβιβάσεων από το κράτος, επιδομάτων, συντάξεων, κλπ. Με άλλα λόγια κανένα άλλο μέγεθος δεν θα πρέπει να συνδέεται με το επίπεδο του κατώτατου μισθού”.
capital.gr