«Η μεταρρύθμιση του συστήματος Επικουρικής Ασφάλισης που προωθείται με το προτεινόμενο νομοσχέδιο είναι μια μεταρρύθμιση με το βλέμμα στη νέα γενιά.
Αποτελεί υλοποίηση της προεκλογικής δέσμευσης της κυβέρνησης που απαντά στην πρόκληση της γήρανσης του πληθυσμού -που υπονομεύει το υφιστάμενο σύστημα- “κεφαλαιοποιώντας” την εμπειρία από επιτυχημένα μοντέλα ευρωπαϊκών χωρών που φημίζονται για την αποτελεσματικότητα του κοινωνικού τους κράτους, όπως η Σουηδία, η Δανία, η Ολλανδία» επισημαίνει σε ενημερωτικό του σημείωμα το γραφείο Τύπου του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.
Όπως επισημαίνει το υπουργείο, τα βασικά πλεονεκτήματα της μεταρρύθμισης στο ασφαλιστικό σύστημα των επικουρικών συντάξεων είναι ότι «οδηγεί σε υψηλότερες επικουρικές συντάξεις για τους νέους ασφαλισμένους, όπως δείχνει η ευρωπαϊκή εμπειρία την οποία ακολουθούμε, με πλήρη διασφάλιση των υφιστάμενων συντάξεων» αλλά και εισάγει την λογική του «ατομικού κουμπαρά», «δίνοντας στον νέο ασφαλισμένο περισσότερες επιλογές και μεγαλύτερο έλεγχο στο τελικό ύψος της σύνταξής του». Ακόμα, «βοηθά στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των νέων προς το ασφαλιστικό σύστημα συνδέοντάς τους με την σύνταξή τους», με στόχο να απαντήσει, όπως λέει το υπουργείο, στην ανησυχία που εκφράζεται από τους νέους «δεν θα πάρω ποτέ σύνταξη».
Επιπλέον, «δημιουργεί καινούρια κουλτούρα αποταμίευσης, με σημαντικά οφέλη για την εθνική οικονομία», καθώς, σύμφωνα με το ενημερωτικό σημείωμα, από το νέο σύστημα επικουρικών συντάξεων, θα προκύψει ένας «εθνικός κουμπαράς», οι πόροι του οποίου θα επενδυθούν στην εθνική οικονομία. «Οι επενδύσεις σημαίνουν ανάπτυξη, νέες θέσεις εργασίας, αυξημένα έσοδα για το κράτος» αναφέρεται, προσθέτοντας, τέλος, ότι η μεταρρύθμιση «ενισχύει τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος αποσυνδέοντας την επικουρική ασφάλιση από τις δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις».
Το πρόβλημα
«Με το νέο σύστημα επιχειρείται να αντιμετωπιστούν οι παρενέργειες που προκύπτουν από την επιδείνωση των δημογραφικών δεδομένων. Το ισχύον, εξολοκλήρου διανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (που προβλέπει ότι οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης των σημερινών εργαζομένων χρηματοδοτούν τις συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων) λειτουργεί αποτελεσματικά όταν οι εργαζόμενοι είναι πολλοί και οι συνταξιούχοι λίγοι» εξηγεί το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών υποθέσεων, μέσω ενημερωτικού σημειώματος. Όπως αναφέρεται, αυτή η αναλογία δεν ισχύει πια και «η αλλαγή των δημογραφικών συσχετισμών προς το χειρότερο είναι μια πραγματικότητα που αφορά όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και πολλές ανεπτυγμένες χώρες».
«Τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, όταν χτιζόταν το ασφαλιστικό σύστημα της Ελλάδας, η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχων στην Ελλάδα ήταν 4 προς 1. Σήμερα είναι 1,7 προς 1», υπογραμμίζει το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, ενώ, «η Eurostat εκτιμά ότι το 2030 η Ελλάδα αναμένεται να πάρει από την Ιταλία τα σκήπτρα της πιο γερασμένης χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Συγκεκριμένα σχετικά με την επικουρική ασφάλιση, στην ενημέρωση του το υπουργείο αναφέρει ότι «σύμφωνα με εκτιμήσεις της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής σήμερα 1,2 εκατομμύρια δικαιούχοι επικουρικής σύνταξης μοιράζονται τις εισφορές 3,3 εκατομμυρίων ασφαλισμένων. Το 2050, 1,9 εκατομμύρια συνταξιούχοι θα μοιράζονται τις εισφορές 3,2 εκατομμυρίων ασφαλισμένων. Ως αποτέλεσμα, προβλέπεται ότι η μέση επικουρική σύνταξη θα μειωθεί από 16% του μέσου μισθού που είναι σήμερα σε λιγότερο από 10% το 2050».
Η προτεινόμενη λύση
Με στόχο «να μην βρεθούν οι νέοι εργαζόμενοι να εισπράττουν χαμηλές επικουρικές συντάξεις», το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων τονίζει ότι «δρομολογεί τη βαθμιαία μετατροπή του συστήματος επικουρικής ασφάλισης από διανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό». Βασικό χαρακτηριστικό τής μεταρρύθμισης είναι ότι δημιουργούνται ατομική λογαριασμοί («ατομικοί κουμπαράδες»), από τους οποίους θα καταβάλλονται οι μελλοντικές συντάξεις των νέων εργαζόμενων που υπάγονται στο σύστημα αυτό. «Αντί δηλαδή οι εισφορές των νέων να χρησιμοποιούνται για την πληρωμή της επικουρικής σύνταξης των σημερινών συνταξιούχων, θα αποταμιεύονται και θα επενδύονται, δημιουργώντας ένα αποθεματικό, από το οποίο θα πληρωθούν οι μελλοντικές τους συντάξεις» σημειώνει το υπουργείο, διευκρινίζοντας ότι «οι εισφορές που πληρώνει ο κάθε νέος εργαζόμενος θα πηγαίνουν στη δική του σύνταξη, η οποία θα υπολογίζεται στη βάση του σωρευμένου ποσού εισφορών και αποδόσεων».
Το νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης θα είναι υποχρεωτικό για το σύνολο των μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων που εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας από 1η Ιανουαρίου 2022 και είναι υπόχρεοι επικουρικής ασφάλισης. Πρόκειται για τους μισθωτούς του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, τους δικηγόρους και τους μηχανικούς. Επιπλέον, προαιρετικά, δηλαδή εφόσον το επιλέξουν, μπορούν να ενταχθούν σε αυτό ασφαλισμένοι κάτω των 35 ετών οι οποίοι είτε δεν έχουν υποχρεωτική επικουρική ασφάλιση (π.χ. ένας λογιστής), είτε είναι ήδη ασφαλισμένοι στο υφιστάμενο σύστημα. Το ύψος των εισφορών για το νέο επικουρικό σύστημα παραμένει ως έχει, δηλαδή 6,5% μέχρι τα μέσα του 2022 και 6% από εκεί και πέρα.
Όπως ανακοίνωσαν νωρίτερα σε συνέντευξη τύπου ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Κωστής Χατζηδάκης και ο αρμόδιος υφυπουργός Πάνος Τσακλόγλου, η διαχείριση των ατομικών λογαριασμών θα γίνεται μέσω ενός νέου δημοσίου φορέα, που θα ονομάζεται Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης-ΤΕΚΑ, και το οποίο θα διοικείται από «πιστοποιημένους επαγγελματίες».
Στην ενημέρωσή του το υπουργείο Εργασίας αναφέρει ότι «θα δημιουργηθεί περιορισμένος αριθμός προσεκτικά σχεδιασμένων επενδυτικών χαρτοφυλακίων, όπου -με επιλογή του ασφαλισμένου και ανάλογα με το προφίλ του- θα επενδύονται τα κεφάλαια του ασφαλιστικού κουμπαρά του. Θα υπάρχει η συντηρητική επιλογή, η ενδιάμεση και μια πιο επιθετική με στόχο τη διασφάλιση μεγαλύτερων αποδόσεων. Ο ασφαλισμένος θα έχει τη δυνατότητα ανά τακτά χρονικά διαστήματα να αλλάζει την στρατηγική του. Θα μπορεί δε να έχει τον πλήρη έλεγχο των εισφορών του και των αποδόσεών τους μέσω πρόσβασης από το κινητό ή/και τον υπολογιστή του ανά πάσα στιγμή, όπως συμβαίνει και με το e-banking». Κατόπιν, ο νόμος θα προβλέπει έναν μαθηματικό τύπο («ράντα») που θα υπολογίζει το ύψος της σύνταξης με βάση διάφορους παράγοντες, με κυρίαρχο τις ασφαλιστικές εισφορές που θα έχουν συσσωρευτεί στον ατομικό κουμπαρά του κάθε ασφαλισμένου αλλά και την απόδοση που θα έχει εξασφαλίσει.
Το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων υπογραμμίζει ότι «δεν τίθεται κανένα θέμα ιδιωτικοποίησης της επικουρικής ασφάλισης. Η νέα επικουρική παραμένει δημόσια. Στο νομοσχέδιο θα προβλέπεται ρητά εγγύηση του Δημοσίου περί μη αρνητικής απόδοσης που σημαίνει ότι κανείς δεν θα πάρει επικουρική σύνταξη χαμηλότερη από αυτή που αντιστοιχεί στις εισφορές που κατέβαλε». Ωστόσο, το υπουργείο αναφέρει ότι «το πιθανότερο είναι ότι η εγγύηση αυτή να μην χρειαστεί να ενεργοποιηθεί, αν ληφθεί υπόψη η εμπειρία χωρών όπου κεφαλαιοποιητικά ασφαλιστικά συστήματα λειτουργούν για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Στη Σουηδία για παράδειγμα από το 1995, λειτουργούν δυο παράλληλα συστήματα δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης. Το ένα, που παρέχει τις κύριες συντάξεις είναι διανεμητικού χαρακτήρα. Το δεύτερο -που αφορά στην επαγγελματική ασφάλιση- είναι κεφαλαιοποιητικό, σαν αυτό που σχεδιάζουμε με τη μεταρρύθμιση. Για την περίοδο 1995-2019 η μέση ετήσια απόδοση για την διανεμητική ασφάλιση ήταν σε πραγματικούς όρους 1,7%, ενώ για την κεφαλαιοποιητική ασφάλιση 4,2%. Με άλλα λόγια, σε αυτή την περίοδο, το κεφάλαιο του διανεμητικού συστήματος αυξήθηκε κατά 52% ενώ αυτό του κεφαλαιοποιητικού κατά 180%».
Καμία αλλαγή στις υφιστάμενες συντάξεις – Διαχειρίσιμο το κόστος μεταβίβασης
«Από τη σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση δεν επηρεάζεται ούτε η καταβολή ούτε το ύψος των επικουρικών συντάξεων του υφιστάμενου συστήματος» τονίζει το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών υποθέσεων, προσθέτοντας ότι θα αναγράφεται στο νομοσχέδιο ότι «οι καταβαλλόμενες από το παλιό Επικουρικό Ταμείο συντάξεις δεν θα θιγούν από τη μεταρρύθμιση και για το λόγο αυτό θα υπάρχουν επιχορηγήσεις από τον προϋπολογισμό προς το παλιό ταμείο επικουρικής ασφάλισης». Η εκτίμηση του υπουργείου είναι ότι «το ποσό που απαιτείται υπολογίζεται σε 300 εκατ. ευρώ -κατά μέσο όρο- κάθε χρόνο για την πρώτη δεκαετία εφαρμογής του νέου συστήματος. Ποσό απόλυτα διαχειρίσιμο, αν ληφθεί υπόψη ότι ο κρατικός προϋπολογισμός ενισχύει το συνταξιοδοτικό σύστημα με 15 δις. ευρώ σε ετήσια βάση».
Για τη συνολική περίοδο αναφοράς (2022-2070) «η πραγματική μέση ετήσια επιβάρυνση του προϋπολογισμού υπολογίζεται στα 120 εκατ. ευρώ (6 δισ. ευρώ σωρευτικά)» σημειώνει το υπουργείο Εργασίας, διευκρινίζοντας ότι «το ποσό αυτό προκύπτει εάν από το ταμειακό κενό αφαιρεθούν τα πρόσθετα δημοσιονομικά έσοδα που θα προκύψουν χάρις στη μεταρρύθμιση». Δηλαδή, αναφέρει το ενημερωτικό σημείωμα «το μέρισμα ανάπτυξης σε μεγάλο βαθμό αντισταθμίζει το ακαθάριστο κόστος μετάβασης αφήνοντας πολύ μικρά κενά που μπορούν εύκολα να απορροφηθούν από τον προϋπολογισμό».
Επομένως, όπως αναφέρει στο ενημερωτικό του σημείωμα το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, «η κριτική της αντιπολίτευσης για “δυσβάσταχτο κόστος” είναι απολύτως αβάσιμη. Οι υφιστάμενες συντάξεις και οι συντάξεις των ασφαλισμένων που θα συνταξιοδοτηθούν με το ισχύον σύστημα θα εξακολουθήσουν να υπολογίζονται με βάση τους υφιστάμενους κανόνες και δεν πρόκειται να θιγούν» και καταλήγει σχολιάζοντας ότι «η επώδυνη κρίση χρέους της προηγούμενης δεκαετίας δημιούργησε την εντύπωση πώς κάθε ασφαλιστική μεταρρύθμιση ισοδυναμεί με μείωση των συντάξεων. Όμως, οι ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις που γίνονται εγκαίρως και με το βλέμμα στο μέλλον -όπως αυτή που σχεδιάζουμε σήμερα- αποσκοπούν στην αποφυγή της περικοπής των συντάξεων».
Οι τρεις μελέτες (Αναλογιστική, Μακροοικονομική, Ανάλυση Βιωσιμότητας Δημοσίου Χρέους) για τις επιδράσεις της μεταρρύθμισης
Το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ανάθεσε την εκπόνηση τριών μελετών προκειμένου, όπως αναφέρεται, «να έχει πλήρη εικόνα των επιπτώσεων της μεταρρύθμισης στην οικονομία». Μάλιστα, οι μελέτες θα κατατεθούν στη Βουλή μαζί με το νομοσχέδιο.
Η αναλογιστική μελέτη, για το κόστος της μετάβασης στο νέο σύστημα και τον ρυθμό ωρίμανσής της εκπονήθηκε από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή. Εκτός, από τα στοιχεία για το κόστος μεταβίβασης που αναφέρθηκαν ήδη, από αυτή προέκυψε και ότι «το ποσοστό κάλυψης των ασφαλισμένων από τη νέα επικουρική θα ξεπεράσει το 50% το 2045 και το 90% το 2065».
Σχετικά με την μακροοικονομική μελέτη, η οποία εκπονήθηκε από το Ινστιτούτο Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων αναφέρει ότι τα βασικά ευρήματα τα εξής:
1. Το αποθεματικό του νέου Ταμείου στο τέλος της περιόδου αναφοράς (2070) εκτιμάται στο 31% του ΑΕΠ
2. Οι ετήσιες εγχώριες επενδύσεις θα αυξηθούν μεσοσταθμικά κατά 0,6% του ΑΕΠ την περίοδο 2022-2070
3. Σταδιακή αύξηση ΑΕΠ σε σύγκριση με το σενάριο της μη υλοποίησης της μεταρρύθμισης η οποία θα φτάσει σε ύψος 6-7% στο τέλος της περιόδου αναφοράς (2070)
4. Ενίσχυση της απασχόλησης, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών, άμεσων και έμμεσων φόρων».
Τέλος, η ανάλυση βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους που εκπονήθηκε από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), σύμφωνα με το ενημερωτικό σημείωμα, «δείχνει ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2045 οι επιπτώσεις της μεταρρύθμισης στο δημόσιο χρέος είναι πολύ μικρές».
Τι κερδίζουν οι νέοι από τη μεταρρύθμιση
«Από τις μελέτες και τις προβολές που έχουν γίνει προκύπτει ότι το νέο σύστημα μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικά υψηλότερες επικουρικές συντάξεις σε σχέση με το υφιστάμενο» υπογραμμίζει το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.
Συγκεκριμένα, «ενώ αυτή τη στιγμή το ύψος της μηνιαίας επικουρικής σύνταξης για μέσο μισθό 1.400 ευρώ και 40 έτη ασφάλισης ανέρχεται σε 235 ευρώ, με το νέο σύστημα η επικουρική σύνταξη μπορεί να φτάσει στα 326 ευρώ με βάση την επαγγελματική διαχείριση των κεφαλαίων του ΕΦΚΑ και στα 479 ευρώ με βάση τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ που έχουν τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα με τις υψηλότερες αποδόσεις» αναφέρεται στην ανακοίνωση, ενώ σε ένα άλλο παράδειγμα, «η μηνιαία επικουρική σύνταξη εργαζόμενου που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό (650 ευρώ) και διαθέτει 40 χρόνια ασφάλισης διαμορφώνεται με το υφιστάμενο σύστημα στα 153 ευρώ. Με το νέο κεφαλαιοποητικό σύστημα η σύνταξη μπορεί να ανέλθει στα 219 ευρώ, να αυξηθεί δηλαδή κατά 43%, με αποδόσεις ίσες με τον μέσο όρο των κεφαλαιοποιητικών συνταξιοδοτικών συστημάτων των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ. Μπορεί δε να αυξηθεί ακόμα περισσότερο, στα 257 ευρώ (+68% σε σχέση με το υφιστάμενο σύστημα) εάν επιτευχθούν αποδόσεις ίσες με τη μέση ετήσια απόδοση των αποθεματικών του ΕΦΚΑ που διαχειρίζεται το Μικτό Αμοιβαίο Κεφαλαίο της ΑΕΔΑΚ Ασφαλιστικών Οργανισμών».